Τον Δεκέμβρη του 1968, ως αρχισυντάκτης του μαθητικού περιοδικού «ο Αθηναίος» ετοίμαζα το πρώτο τεύχος της χρονιάς, που έπρεπε να κυκλοφορήσει πριν από τις χριστουγεννιάτικες διακοπές. Παρόλο που ήμουν αρχισυντάκτης του «Αθηναίου», εγώ ως Πειραιώτης δεν ήξερα να κυκλοφορώ στην Αθήνα. Ευτυχώς όμως οι συμμαθητές μου στο οικοτροφείο του Κολλεγίου Αθηνών ήταν πρόθυμοι να με εξυπηρετούν και δυο με τρεις φορές την εβδομάδα έβγαιναν με άδεια για να πηγαινοφέρνουν κείμενα και διορθώσεις. Πέρασε πολύς καιρός μέχρι να μάθω πού οφειλόταν η προθυμία τους να παίρνουν σχεδόν κάθε απόγευμα τέσσερις ώρες άδεια, για να πάνε στην οδό Φυλής, όπου ήταν το τυπογραφείο και άλλοι πόλοι έλξης. Χαλάλι τους, γιατί πολύ με εξυπηρέτησαν και μείωσαν τα ξενύχτια μου πάνω από τα μαθήματα και τα τυπογραφικά δοκίμια.
Ο χρόνος όμως ήταν πολύ πιεστικός και την τελευταία εβδομάδα έπρεπε να πάω ο ίδιος στο τυπογραφείο από πολύ νωρίς το πρωί και να κάνω επιτόπου τις τελευταίες διορθώσεις. Έφυγα από το σχολείο πριν από το πρόγευμα και έφτασα στην οδό Φυλής νηστικός και αγχωμένος στις εφτάμιση. Το κρύο πολύ και το τυπογραφείο ήταν χωρίς πόρτα. Είχε μόνο ένα ρολό, που όταν σηκωνόταν σε άφηνε εκτεθειμένο στις καιρικές συνθήκες. Έπιασα δουλειά αμέσως. Διόρθωνα και μετά έλεγχα αν πέρασαν σωστά οι διορθώσεις. Ιδιοκτήτης και αρχηγός στη δουλειά του τυπογραφείου ήταν ο Δημοσθένης Σπανόπουλος, ο οποίος ήταν πολύ υπερήφανος που στοιχειοθετούσε και τύπωνε φιλολογικά περιοδικά και διατριβές και κάθε δέκα λεπτά επαναλάμβανε πως το τυπογραφείο είναι το δεύτερο πανεπιστήμιο.
Η δουλειά της στοιχειοθεσίας γινόταν όλη με το χέρι και γράμμα γράμμα. Ο τυπογράφος ήταν πίσω από ένα πάγκο και μπροστά του είχε αναρίθμητα ξύλινα κουτάκια με όλα τα στοιχεία. Άλφα με οξεία, άλφα με ψιλή οξεία, άλφα με δασεία οξεία, άλφα με περισπωμένη, άλφα με βαρεία και πάλι με ψιλή και με δασεία, και πάλι όλοι οι συνδυασμοί με υπογεγραμμένη. Χώρια τα κεφαλαία, τα σημεία στίξης, τα κενά και τα διάστιχα, και μετά τα πλάγια και τα bold, μαύρα τα λέγαμε τότε. Και πιο δίπλα τα πιο μεγάλα και τα πιο μικρά. Και σε άλλους πάγκους οι άλλες οικογένειες γραμμάτων, τα αττικά, τα λειψίας, τα ελζεβίρ. Μετά την εκτύπωση έπρεπε να διαλυθούν οι πλάκες της στοιχειοθεσίας και τα στοιχεία να επιστρέψουν στα κουτάκια τους.
Ποτέ στη ζωή μου δεν έχω νιώσει τόση ανάγκη για γάντια κατάδικου Ντίκενς, με τις ακάλυπτες άκρες των δαχτύλων, όσο τότε. Καθόμουν ξεπαγιασμένος και νηστικός και διάβαζα για πολλοστή φορά τα τυπογραφικά δοκίμια, ενώ πηγαινοερχόταν ο καφετζής της γειτονιάς με τα ούζα και τις ελιές. Ουσιαστικά ήμουν παιδί και ντρεπόμουν να πω πως το «όχι» μου για το ούζο δεν περιλάμβανε και την ελιά με την οδοντογλυφίδα που το συνόδευε.
Από τη θέση που καθόμουν έβλεπα έναν αποστεωμένο και πολύ μελαχρινό τυπογράφο με διαβολικό ύφος, που όπως μου εξήγησε ο Σπανόπουλος, τον είχε προσλάβει εκτάκτως για εκείνες τις μέρες της πολλής δουλειάς. Κάθε φορά που άπλωνε αυτός το χέρι του να πάρει ένα στοιχείο από το κουτάκι κάτι ψέλλιζε, που όμως δεν μπορούσα από μακριά να ακούσω. Η περιέργειά μου ήταν τόσο μεγάλη που υπερνίκησε το μούδιασμα των ποδιών από την παγωνιά. Άλλωστε το ξεμούδιασμα ήταν μια καλή δικαιολογία για να περπατήσω ως τον στοχευμένο πάγκο. Τα μάτια μου σίγουρα γούρλωσαν μόλις άκουσα ότι με κάθε κίνηση του χεριού, που γινόταν αστραπιαία, έπεφτε συγχρόνως και ένα «άει στο διάολο», αλλά όχι ακριβώς έτσι, μια πιο σύντομη εκδοχή, ένα κοφτό «άστοδιαλο». Ριπές ατέλειωτες, χωρίς ανάσα, χωρίς διακοπή άστοδιαλο, άστοδιαλο, άστοδιαλο, άστοδιαλο, άστοδιαλο, άστοδιαλο. Κάθε δευτερόλεπτο ένα, κάθε λεπτό 60, κάθε ώρα 3600. Στις 12 ώρες που έμεινε εκεί πρέπει να έπεσαν τουλάχιστον 43.200 άστοδιαλο. Είχα μπροστά μου μια μπαρουτοκαπνισμένη διαολοσταλτική μηχανή που δούλευε με ούζο.
Ξέχασα και πείνα και παγωνιά και κούραση. Έφυγα γοητευμένος. Έφαγα 2 τυρόπιτες στην πλατεία Κάνιγγος, γιατί δεν θα προλάβαινα το βραδινό, και πήρα το λεωφορείο 24 για Φιλοθέη. Κοιμήθηκα με την προσμονή της επόμενης ημέρας που θα πήγαινα, για να πάρω την έγκριση της χουντικής λογοκρισίας πριν από την εκτύπωση. Ξύπνησα μεγάλος και δυνατός. Δεν ήμουν το παιδί που ντρεπόταν να φάει μια ελιά. Έβαλα το γκρίζο κοστούμι της σχολικής στολής, σκούρα γραβάτα, ηλίθιο ύφος και το παλτό του αδελφού μου από τη στρατιωτική του θητεία ως υποκελευστή. Ρωτώντας βρέθηκα στην οδό Ζαλοκώστα, όπου στεγαζόταν η λογοκρισία και υπέβαλα τις 80 σελίδες του περιοδικού για έγκριση. Ο ανθρωπάκος ήταν πολύ ψείρας από μέσα κι από έξω. Διάβαζε και ξαναδιάβαζε. Εγώ διατηρούσα ουράνια ηρεμία, ενώ από μέσα μου έπεφταν απανωτά άστοδιαλο, άστοδιαλο, άστοδιαλο … Κάποια στιγμή τα μάτια του τύπου έλαμψαν σαν να είχε ανακαλύψει θησαυρό. «Εδώ λέει Κάρολος Κουν, ποιος είναι αυτός;» «Ισπανός στρατηγός» του απαντώ επιτιμητικά για την άγνοιά του’’. Και λίγο αργότερα συνεχίζει: «Προσέξτε όμως εδώ, αντί για Ουνέσκο γράφει Ιονέσκο». Τον ευχαρίστησα πολύ και με δήθεν αγανάκτηση για τον υπεύθυνο του λάθους έβγαλα την πένα μου και έκανα πως διορθώνω το λάθος.
«Με συγχωρείτε πολύ που σας καθυστέρησα» μού απολογήθηκε, «αλλά, ξέρετε, είμαι άπειρος, μέχρι χθες ήμουν στη λογοκρισία των βιβλίων, σήμερα ήρθα για πρώτη φορά στη λογοκρισία των περιοδικών». Αλληλοευχαριστήσαμε, χαιρετιστήκαμε και έφυγα τροπαιοφόρος και έμπλεως από άστοδιαλο.
Έκτοτε αυτά τα άστοδιαλο με έχουν βγάλει από δύσκολη θέση σε πολλές περιπτώσεις, στο στρατό, σε πνευματικά ιδρύματα, σε συνεννοήσεις με εργοδότες, σε τράπεζες, στην εφορία, στην έκδοση ταυτότητας και διαβατηρίου, και βέβαια σε εκλογικά κέντρα. Και πέφτουν αναρίθμητα κάθε φορά που διαβάζω ειδήσεις ή γίνονται συζητήσεις και ψηφοφορίες στη Βουλή. Και οπωσδήποτε σήμερα που ψηφίζεται το τέταρτο μνημόνιο. Μόνο που πλέον το από μέσα μου έχει γίνει απέξω μου.
Ευχαριστούμε πολύ κύριε Θαλάσση για όλα.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!