Η μάνα μου είχε συγγενείς στη Λυγιά, κοντά στο Κιάτο. Από αυτούς του συγγενείς ερχόταν κάθε χρόνο ένα καλάθι με πορτοκάλια. Κάθε φορά που έφτανε η ειδοποίηση, για να πάει η μάνα μας να παραλάβει από το κτελ το καλάθι, έβγαζε ένα «ωχ», σαν να είχε φάει μαχαιριά. «Και κάτι χειρότερο» συμπλήρωνε. «Τι να τα κάνω εγώ τα πορτοκάλια; Βρωμάει ο τόπος από πορτοκάλια μές στο χειμώνα. Και δεν φτάνει που έχω να κουβαλήσω το καλάθι τόσο δρόμο από το κτελ, μετά πρέπει να το γεμίσω με δώρα και να το στείλω πίσω. Και άντε να βάλω καφέ και ζάχαρη και παντόφλες για τη θεία, το υπόλοιπο πώς γεμίζει; Αυτοί τα έχουν τζάμπα τα πορτοκάλια, αλλά εμένα δε μου φτάνει ένα κατοστάρικο, για να γεμίσω το καλάθι».
Πρέπει να ήμουν τεσσάρων ετών, όταν ήρθε το γράμμα. Το διάβασε η μάνα μου και άρχισε τα «ωχ, τι τραβάω». Θα ερχόταν, λέει από τη Λυγιά η Κατίνα, η αρραβωνιαστικιά του ξαδέλφου της, να μείνει λίγες μέρες, για να φτιάξει τα δόντια της. «Εδώ δε χωράμε εμείς, πού θα την βάλω αυτή;» μονολογούσε συνεχώς. Σε λίγες μέρες πήγε η μάνα μου στο κτελ, να την παραλάβει και κατέφτασε η Κατίνα με μια βαλιτσάρα.
-Κατίνα μου, τι βαλιτσάρα είναι αυτή; Τη σηκώνω και είναι ελαφριά, σαν άδεια.
-Σοφία μου, δεν είναι δικιά μου, δανεικιά την πήρα από τη γειτόνισσα. Αυτήν είχε, αυτή μού έδωσε.
Η Κατίνα ήταν μια λεπτούλα και κοντούλα, με μαύρα κατσαρά μαλλιά και χρυσά δόντια. Το βράδυ, όταν ήρθε ο πατέρας μου, ρώτησε τη μάνα μου. «Πόσο καιρό θα μείνει εδώ το μισοφέγγαρο;» Από εκείνη τη στιγμή δεν την ξαναείπαμε μεταξύ μας Κατίνα. Μόνο μισοφέγγαρο.
Κάθε μέρα το μισοφέγγαρο έφευγε να πάει στο γιατρό και γύριζε με ψώνια. Παπούτσια, φορέματα, ζακέτες, μπλούζες. Απορούσε η μάνα μου πού βρεθήκανε τόσα λεφτά για λούσα στη μετεμφυλιακή Ελλάδα. «Εδώ δεν έχουμε καλά-καλά να φάμε και αυτή αγοράζει φορέματα.»
Πέρασαν δυο βδομάδες, που φάνηκαν της μάνας μου ατέλειωτες, και μετά γέμισε η βαλιτσάρα με τα ψώνια, την πήρε το μισοφέγγαρο κι έφυγε.
Από την επόμενη εβδομάδα άρχισαν να χτυπάνε την πόρτα οι δοσατζήδες. Όλα εκείνα τα ψώνια είχαν αγοραστεί με δόσεις. Και το μισοφέγγαρο έδωσε το όνομα και τη διεύθυνση της μάνας μου. Και ξεχρέωνε η μάνα μου για καιρό από τις οικονομίες της, κρυφά από τον πατέρα μου, για να μην του δίνει δικαίωμα να λέει για το σόι της.
Το μισοφέγγαρο δεν το ξανάδαμε ποτέ. Το καλάθι με τα πορτοκάλια όμως πηγαινοερχόταν για πολλά χρόνια. Και για πολλά χρόνια το να δημιουργούν άλλοι τα χρέη και άλλοι να πληρώνουν έμοιαζε με άδικο, αλλά τώρα πια είναι το κανονικό. Και πληρώνουμε με παραπανιστούς φόρους και με περικοπές μισθών και συντάξεων. Μόνο που αυτό δεν είναι μισοφέγγαρο. Είναι φεγγάρι ολόγιομο, πανσέληνος. Και με την πανσέληνο ανάβουνε τα αίματα.
Υ.Γ. Αναλογίζομαι κι εκείνους τους εργαζόμενους, που, χωρίς να το ξέρουν, ξεχρεώνουν με μεγάλες περικοπές των αποδοχών τους, που έγιναν με άλλοθι την κρίση, ένα μεγάλο δάνειο, που πήραν οι ιδιοκτήτες για άλλη οικογενειακή επιχείρηση και λόγω κακής διαχείρισης γιγαντώθηκε.