Όταν μιλούσε σε μένα την έλεγε Τακουή, δεν την έλεγε Αρμένισσα. Με άφηνε όμως να πηγαίνω σπίτι της. Μερικές φορές με έστελνε κιόλας. «Άντε, πήγαινε λίγο και στην Τακουή, να φύγεις απ´ τα πόδια μου». Η ίδια όμως δε θυμάμαι να είχε πάει ποτέ στο σπίτι της Τακουής, ούτε η Τακουή είχε έρθει στο δικό μας. Δε με ένοιαζαν όμως όλα αυτά. Μου έφτανε ότι με άφηνε να πηγαίνω στο σπίτι της, «να μην αργήσεις» μου έλεγε. Αλλά ποτέ δεν αργούσα, γιατί η Τακουή με χτυπούσε μαλακά στην πλάτη και συμπλήρωνε «είναι ώρα να πας στη μαμά σου».
Μου άρεσε να πηγαίνω σπίτι της, κυρίως τα πρωινά, όταν τα μεγαλύτερα παιδιά πήγαιναν σχολείο. Σε λίγες μέρες όμως θα άρχιζα κι εγώ σχολείο κι ίσως να πήγαινα στην Τακουή το απόγευμα. Δεν ήξερα τότε ότι θα έχανα την Τακουή για πάντα.
Η Τακουή με έπαιρνε αγκαλιά και με κάθιζε πάνω στο μπουφέ με το μεγάλο καθρέφτη. Δεν μιλούσαμε σχεδόν καθόλου ούτε πολυέτρωγα τις καραμέλες που μου έδινε. Μου άρεσε όμως να τη βλέπω να χτενίζεται και να στολίζεται μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη του μπουφέ. Βούταγε τη χτένα της στο δαφνόλαδο και χτένιζε τα μαλλιά της με αργές κινήσεις. Μετά άνοιγε το κουτάκι της το τζαμπλακένιο κι έβγαζε από μέσα φουρκέτες και τσιμπηδάκια και τα περνούσε στα μαλλιά της. Κι αριστερά στο μέτωπο έστριβε μια μικρή τούφα κι έκανε ένα σαλιγκαράκι. Κι ύστερα έβαφε τα μάτια της με ένα μολύβι, που κάθε τόσο το ακουμπούσε στη γλώσσα της, το σάλιωνε λίγο και τότε αυτό έβαφε. Πρώτα τα φρύδια κι ύστερα τα τσίνορα και ζωγράφιζε και μια ελιά στο μάγουλο. Έκανε μια γκριμάτσα, για να τεντώνουν τα χείλη της, και τα έβαφε κόκκινα κι έβαζε και λίγο κοκκινάδι στα μάγουλα και το άπλωνε με τα δάχτυλά της. Μετά έβαζε άρωμα στο λαιμό και πίσω από τα αυτιά. Έβαζε και σε μένα κολόνια. «Σε σένα θα βάλουμε λεμόνι, γιατί είσαι άντρας, δεν θα βάλουμε φουζέρ», μου έλεγε. Ύστερα έβαζε τα κρεμαστά της σκουλαρίκια και η μεγάλη στιγμή είχε φτάσει. Γύριζε το κεφάλι της λίγο στο πλάι, χαμογελούσε ελαφρά, έτσι που να ανοίγει λίγο το στόμα της και να φαίνεται το χρυσό της δόντι, κοίταζε μέσα στον καθρέφτη και ρωτούσε «Τακουή, Τακουή, είσαι ωραία;» Μετά γύριζε το κεφάλι στο άλλο πλάι και πάλι: «Τακουή, Τακουή, είσαι ωραία;» Μπορεί να γινόταν το ίδιο και τρεις και τέσσερις φορές και μετά άρχιζε να τραγουδάει: «κι όταν ακούω μπίρ Αλλάχ, μπιρ Αλλάχ, ο νους μου πάει σε σένα…» Έλεγε πολλά τραγούδια η Τακουή και με έπαιρνε αγκαλιά, με κάθιζε στο αριστερό της χέρι και με το δεξί της κρατούσε το δικό μου αριστερό χέρι και χορεύαμε μαζί πολλή ώρα.
Προχωρούσε ο Σεπτέμβρης και σε λίγο θα πήγαινα σχολείο, πρώτη τάξη. Ήρθε και η γιορτή της μάνας μου και έφτιαξε γαλακτομπούρεκο. Στη γιορτή του πατέρα μου, του Αγίου Κωνσταντίνου, έφτιαχνε καταΐφι. Όταν τη ρώτησα γιατί δε φτιάχνει γαλακτομπούρεκο που μου αρέσει, μου είπε «το γαλακτομπούρεκο δεν είναι γλυκό για γιορτή», «στη δική σου γιορτή όμως φτιάχνεις γαλακτομπούρεκο», «άλλο εγώ, πήγαινε λίγο και στην Τακουή».
Έκανε πολλή ζέστη κι έβγαλε τις καρέκλες στην αυλή. Πέρασε κι ο παγοπώλης το απόγευμα κι αγόρασε μισή κολώνα πάγο για το ψυγείο, να μη μείνουμε από κρύο νερό χρονιάρα μέρα. Σε λίγο άρχισαν να έρχονται οι επισκέψεις, η Τασία, η θεία Χρυσάνθη, η κυρα-Βαγγελιώ, η κυρα-Ευτυχία. Από τα κουτιά που κρατούσαν κατάλαβα ότι όλες έφεραν σοκολατάκια μαργαρίτες, ενώ στη γιορτή του πατέρα μου έφερναν μεγάλα κουτιά με πάστες.
Τελευταία ήρθε η κυρα-Μαρίκα, που ο πατέρας μου την έλεγε κωλοπετσωμένη. Περίεργο κουτί
κρατούσε, λίγο παλιό και χωρίς κορδέλες και φιόγκους. Το γνώρισα όμως. Ήταν το κουτί του πουκαμισάδικου που αγοράζαμε τα πουκάμισα του πατέρα μου. Ήξερα και τι έλεγε απέξω. Είχα ρωτήσει τη μάνα μου και μου το είχε διαβάσει. «Αφοί, που θα πει αδελφοί, Λασκαράτοι». Μετά από αυτό έλεγα την αδελφή μου αφή μου και τον αδελφό μου αφό μου.
Η κυρα-Μαρίκα μπήκε φουριόζα και χωρίς να χαιρετίσει κανένα, χωρίς να πει χρόνια πολλά σήκωσε το κουτί ψηλά και φώναξε: «Να δεις τι δώρο σού έφερα. Ελάτε όλες να δείτε». Σηκώθηκαν και οι άλλες από τις καρέκλες τους και η η κυρα-Μαρίκα άνοιξα το κουτί πιο ψηλά από εμένα, ώστε να μη βλέπω. Αμέσως άρχισαν να ξελιγώνονται στα γέλια και να λένε πράγματα περίεργα. «Μπα που να μη σώσεις», «το θεό σου δεν έχεις», «και τι θρεμμένο που είναι», «και πώς πετάγεται», «πάλι ήρθε ο ναυτικός;», «θα κατουρηθώ από τα γέλια» και η θεία Χρυσάνθη μού είπε «φέρε μου, μανάρι μου, ένα ποτήρι νερό, να πάει η καρδιά μου στη θέση της».
«Τι είναι μέσα στο κουτί;» ρώτησα τη μάνα μου. «Πουκάμισο για τον μπαμπά σου». «Και γιατί γελάτε;». «Ε, γιορτή έχουμε, να μη γελάσουμε και λίγο;»
Μετά η μάνα μου πήρε το κουτί και το έβαλε ψηλά πάνω στο μπουφέ της σάλας και βγήκε να κεράσει το γλυκό. Κι εγώ έβαλα μια καρέκλα, πάτησα πάνω στο μπουφέ και μετά στο πρώτο ράφι. Με το ένα χέρι κρατιόμουν μην πέσω και με το άλλο άνοιξα το κουτί. Από μέσα πετάχτηκε κάτι σιχαμένο και μεγάλο με πολλές τρίχες. Ποτέ δεν είχα τρομάξει τόσο. Έκλεισα το κουτί όπως μπορούσα κι έτρεξα στην Τακουή αλαφιασμένος. Η Τακουή μόλις με είδε έτσι τρομαγμένο πήρε ένα κουταλάκι, το γέμισε με μέλι και μου το έβαλε στο στόμα. Με πήρε αγκαλιά και με φίλησε στο κεφάλι. «Τώρα όλα θα φτιάξουν».
Δεν έφτιαξαν όμως. Έμεινα αρκετή ώρα στην αγκαλιά της που μύριζε δαφνόλαδο και φουζέρ και μετά ακούστηκαν φωνές. Γυναίκες άγνωστες έριχναν πέτρες στα παράθυρα και φώναζαν «παλιοβρώμα», «αντροχωρίστρα», «Κάστρω, μαύρα να τα βάψεις». Η Τακουή με έβγαλε στην πίσω αυλή και με πέρασε πάνω από το φράκτη στην αυλή μας. Κόντευε να νυχτώσει, οι επισκέψεις είχαν φύγει, κι ο πατέρας μου είχε έρθει και μάζευε τις καρέκλες από την αυλή. Η μάνα μου έστρωνε το τραπέζι για το βραδινό. Έριξα μια ματιά ψηλά στο μπουφέ και το κουτί έλειπε κι ευτυχώς δεν το ξαναείδα ποτέ. Είχα όμως μεγάλη στενοχώρια για την Τακουή. Και πολλά πράγματα δεν τα καταλάβαινα. Το «μαύρα να τα βάψεις» το καταλάβαινα, γιατί πριν λίγο καιρό ήμουνα στο σπίτι της θειας μου της Μαρίας κι ήταν εκεί κι η ξαδέλφη του πατέρα μου, η Ανδρομάχη. Μόλις είχαν έρθει από το νεκροταφείο που είχαν ξεθάψει τον άντρα της Ανδρομάχης, γιατί μετά από τρία χρόνια τους πεθαμένους τους ξεθάβουν. Η Ανδρομάχη, έβγαλε το μαύρο μαντίλι από το κεφάλι της, το δίπλωσε και το έβαλε στην τσάντα της. Μετά σήκωσε το φουστάνι της ως το γόνατο κι έβγαλε τις καλτσοδέτες και τις μαύρες κάλτσες. Τις έδωσε στη θεία μου και της είπε «πέταξέ τις στα σκουπίδια, να μην τις ξαναδώ». Μετά ζήτησε ένα κουταλάκι ζάχαρη, το έβαλε στο στόμα της και το πιπίλαγε αργά αργά. Εγώ κοίταζα με γουρλωμένα μάτια και τότε η θεία μου μού εξήγησε: «Τα τρία χρόνια που ήταν πεθαμένος ο άντρας της, η Ανδρομάχη δεν έβαλε στο στόμα της ούτε γλυκό ούτε ζάχαρη. Και δεν άνοιξε τα παντζούρια στα παράθυρά της».
Αυτό που δεν καταλάβαινα όμως ήταν το κάστρο. Γιατί έλεγαν την Τακουή κάστρο; Την άλλη μέρα ρώτησα τη μάνα μου και μου εξήγησε: «Λένε Κάστρω, αλλά το πραγματικό της όνομα ήταν Κάστρου, το επίθετό της ήταν αυτό. Κι αυτή η Κάστρου είχε μια πολύ όμορφη κόρη, τη Φούλα. Και μαζί, μάνα και κόρη σκότωσαν τον άντρα της Φούλας και τώρα είναι φυλακή». Μετά μου είπε και το τραγούδι: «Στου Χαροκόπου τα στενά μια μικροπαντρεμένη». Αλλά εμένα πιο πολύ μου άρεσε εκεί που έλεγε: «Καημένε Αθανασόπουλε, τι σού μελλε να πάθεις, από κακούργα πεθερά τα νιάτα σου να χάσεις».
-Και γιατί βρίζανε την Τακουή;
-Γιατί είναι κακές γυναίκες, μη στενοχωριέσαι. Μετά από λίγες μέρες θα ξαναπάς.
Τις επόμενες μέρες τα παντζούρια της Τακουής ήταν κλειστά, όπως της Ανδρομάχης.
Και τη Δευτέρα, καθώς γύριζα από το σχολείο, είδα ένα φορτηγό μπροστά από την πόρτα της με όλα τα έπιπλα της Τακουής. Πήγα κοντά και τότε το φορτηγό ξεκίνησε. Κι από το τζάμι είδα την Τακουή να μου κουνάει το χέρι της. Και ήταν σαν να έκλαιγε η Τακουή κι έκλαιγα κι εγώ και κουνούσα το χέρι μου μέχρι που το φορτηγό έστριψε. Και δεν την ξαναείδα ποτέ την Τακουή κι ούτε μπόρεσα ποτέ να της πω «ναι είσαι ωραία Τακουή μου, η πιο ωραία των ωραίων, πιο ωραία κι από τη βασίλισσα του παραμυθιού».