Η Τσικνοπέμπτη και το αλί μεντέτ

Γλέντια στο σπίτι μας δεν θυμάμαι, παρά μόνο όταν ήμουν πολύ μικρός και μέναμε στην οδό Βιτωλίων. Εκεί μείναμε ως τα Χριστούγεννα που πήγαινα πρώτη δημοτικού. Μετά αλλάξαμε σπίτι, πήγαμε στην Κυπρίων ηρώων. Άλλαξα και σχολείο. Σταμάτησα να πηγαίνω στο ενδέκατο, που ήμουν ερωτευμένος με τη Ρούλα και συνέχισα στο τρίτο, όπου ερωτεύτηκα την Κικίτσα και στις γυμναστικές επιδείξεις της πρώτης χορέψαμε ζευγάρι.

Εκεί στο σπίτι, στη Βιτωλίων γίνονταν πολλά γλέντια, και Τσικνοπέμπτη, και Καθαρή Δευτέρα και Πρωτομαγιά, αλλά όταν αλλάξαμε σπίτι σταμάτησαν όλα αυτά. Στις γιορτές δεν γίνονταν γλέντια, γιατί έρχονταν τα αδέλφια του πατέρα μου και ο πατέρας μου έλεγε πως ήταν μονόχνωτοι.

Την Τσικνοπέμπτη δεν υπήρχαν ψητά κρέατα τότε. Δεν υπήρχε και τρόπος να ψηθούν. Ούτε φούρνος υπήρχε, ούτε ψησταριά. Όλα ετοιμάζονταν στο τηγάνι και στην κατσαρόλα. Και με δυσκολία μεγάλη, γιατί η φωτιά ήταν μία, μια γκαζιέρα με φωτιστικό πετρέλαιο. Ό,τι προλάβαινε η μάνα μου, αλλά οι κεφτέδες ήταν απαραίτητοι, γιατί τρώγονταν και κρύοι. Κι από τραγούδια, μόνο ό,τι τραγουδούσαν μόνοι τους. Και μετά το φαγητό τραβούσαν το τραπέζι στην άκρη και χόρευαν. Αλλά περίμεναν να κοιμηθώ εγώ πρώτα. Και ο πατέρας μου τραγουδούσε «στης ματζουράνας τον ανθό»  που το άκουγα κάνοντας τον κοιμισμένο και το είχα μάθει απέξω, αλλά δεν καταλάβαινα τι έλεγε, ούτε καταλάβαινα γιατί γελούσαν. Και μετά πέφτανε στο πάτωμα και χόρευαν τραγουδώντας «πώς το τρίβουν το πιπέρι».

Δεν κρατούσε το γλέντι μέχρι αργά, γιατί έπρεπε να προλάβουν το τραμ του Περάματος και τα λεωφορεία, αν και μερικοί έμεναν κοντά και πήγαιναν με τα πόδια. Εκείνη τη φορά όμως, πριν φύγουν, ο πατέρας μου τους είπε μια ιστορία για μια παράγκα. Εγώ τότε δεν είχα δει παράγκα. Όταν όμως πήγαμε στην Κυπρίων Ηρώων είδα παράγκα. Σε μια παράγκα, πιο κάτω από το σπίτι μας έμενε η Όλγα η Βυζού με τη θεία της, αν και οι περισσότεροι ξεχνούσαν το Όλγα και την έλεγαν σκέτο Βυζού. Η Όλγα μύριζε ωραία κι η μάνα μου είχε πει ότι έβαζε μαγκρίφ, αλλά θύμωνε όταν η Όλγα με έπαιρνε αγκαλιά και δε με άφηνε να πηγαίνω στην παράγκα. Όταν αλλάξαμε πάλι σπίτι και πήγαμε στην Ψαρών, εκεί υπήρχαν πολλές παράγκες. Και στην Ψαρών και στη Μεσολογγίου, ώσπου κάποτε τις γκρέμισαν, όταν ήμουν μεγάλο παιδί του γυμνασίου. Τότε ήταν που ο Μπιθικώτσης είπε το τραγούδι «Παρ´ το στεφάνι μας, παρ´ το γεράνι μας, στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή»

Όταν όμως είπε ο πατέρας μου την ιστορία για την παράγκα, που δεν την κατάλαβα ολόκληρη τότε, είπε και μια περίεργη λέξη, που δεν την άκουσα καλά και δεν μπόρεσα να τη θυμηθώ. Θυμόμουν ολόκληρη την ιστορία ακριβώς, αλλά μού έλειπε αυτή η λέξη. Σημαντική λέξη, γιατί όταν την είπε ο πατέρας μου, άρχισαν όλοι να γελάνε.

Πέρασαν αρκετές δεκαετίες και μια φορά που πήγαινα την ηλικιωμένη πλέον μάνα μου στο γιατρό τη ρώτησα. Καθόταν δίπλα μου, με την τσάντα στην αγκαλιά και την κρατούσε σφιχτά με τα δυό της χέρια. Κοιτούσε σιωπηλή μπροστά και τότε την αιφνιδίασα. «Μαμά, κάποτε ο μπαμπάς είχε πει μια ιστορία για μια παράγκα, αλλά είπε και μια τούρκικη λέξη που δεν τη θυμάμαι». «Αλί μεντέτ» απάντησε κοφτά, χωρίς να αλλάξει έκφραση. Ούτε γύρισε να κοιτάξει δεξιά ή αριστερά. Και μετά σιωπή. Η ιστορία όμως ήταν πλήρης μετά από τόσα χρόνια.

«Γύρισε ο άντρας από τη δουλειά νωρίς και λέει στη γυναίκα του. “Βρε γυναίκα, δε στέλνεις τα παιδιά στη μάνα σου, να κάνουμε τίποτε να το φχαριστηθούμε με την ησυχία μας;”. Πράγματι, έφυγαν τα παιδιά, έπεσαν στο κρεβάτι, αλλά μετά από λίγο έπιασε μπόρα. Όταν έβρεχε, από τη λαμαρίνα της σκεπής έτρεχε νερό, που το μάζευαν σε ένα κουβά επάνω στη ντουλάπα. Και πάνω στο αλί μεντέτ δίνει μια το κρεβάτι στη ντουλάπα και τού ´ρχεται ο κουβάς με το νερό καπέλο. “Α, ρε γυναίκα, δεν ήτανε γραφτό μας”.»

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s