Η Νταντουλάκη

 

[ Τα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογών, αλλά και των άλλων που έρχονται, μου φέρνουν στο νου τη μεγάλη έλλειψη κατανόησης, την αδυναμία συνεννόησης, αλλά και την ευκολία με την οποία μια τραγωδία μπορεί να γυρίσει σε κωμωδία ή φάρσα.]

-Δεν τη λένε Νταντουλάκη. Δανδουλάκη τη λένε.

-Σιγά που θα κάθομαι να τη λέω Δα-νδου-λά-κη. Ωχ, καημένε, θα τη λέω, όπως με βολεύει. Εσένα, δηλαδή, τι σε πειράζει;

Δεν με πείραζε και σιγά σιγά μάθαμε όλοι στην οικογένεια να τη λέμε Νταντουλάκη. Δήθεν για αστείο, αλλά ήταν πράγματι πιο βολικό. Μόνο που στην αρχή θύμωνε. -Τη λες κι εσύ Νταντουλάκη, για να με κοροϊδεύεις, ε;

Μια δυο φορές το χρόνο μάς έκανε κάτι τετραήμερες επισκέψεις και προσπαθούσαμε με κάθε τρόπο να την ευχαριστήσουμε, αλλά δεν ήταν και τόσο εύκολο. Τα απογεύματα της έλεγα «να σου ανοίξω την τηλεόραση να δεις τη Λάμψη». -Ε, καλά, να τη δω. Αλλά μη νομίζεις ότι βλέπω συχνά. Στη χάση και στη φέξη. Δεν ευκαιρώ από τις δουλειές. Και ούτε που δίνω βάση. Να, έτσι, να περνάει η ώρα. -Σου αρέσει η Νταντουλάκη, έτσι δεν είναι; -Ε, ναι μου αρέσει. Πώς να μη μου αρέσει;

Κάποια φορά, μετά από λίγα χρόνια, μου λέει η γυναίκα μου, καθώς διάβαζε την εφημερίδα. «Η Νταντουλάκη ανεβάζει το «λεωφορείο ο πόθος». Να πάμε τη μάνα σου, όταν ξανάρθει. Της αρέσει η Νταντουλάκη, της αρέσει το θέατρο, θα της αρέσει και το έργο, ευκαιρία είναι. Παίζει και ο Γκλέτσος, θα ενθουσιαστεί. Ας κάνουμε αυτή τη θυσία». «Και μετά να τη πάμε να φάμε στο Ιντεάλ, που το έχει κι αυτό μεγάλο καημό», συμπλήρωσα κι εγώ, για να προσθέσω κάτι σε αυτή τη θυσία.

Τον επόμενο μήνα μας επισκέφτηκε. Έκλεισα αμέσως εισιτήρια για την απογευματινή του Σαββάτου, αλλά έπρεπε να τα πάρουμε από το ταμείο τουλάχιστον μισή ώρα πριν από την παράσταση. Το μεσημέρι φάγαμε νωρίς και μετά το φαγητό της είπα:

-Να πας τώρα να ξαπλώσεις, για να σηκωθείς νωρίς. Το απόγευμα θα πάμε στο θέατρο.

-Να πάτε. Εγώ θα κάτσω εδώ. Η καλύτερή μου. Θα ´χω και την ησυχία μου.

-Θα έρθεις κι εσύ. Παίζει η Νταντουλάκη.

-Σιγά που θα πάω εγώ να δω τη Νταντουλάκη. Να μου λείπει. Εδώ τις προάλλες την έδειξε η τηλεόραση και με φωνάζει η κόρη μου και μου λέει «έλα μαμά να δεις τη Νταντουλάκη». Πάω κοντά και τι να δω. Πλισές το μούτρο της. Εγώ μπροστά της είμαι κόρη της. Δε φτάνει που την είδα στην τηλεόραση, θα πάω να τη δω κι από κοντά; Δε μου χρειάζεται.

-Θα πας τώρα να κοιμηθείς και το απόγευμα θα πάμε στο θέατρο.

Πρέπει να το είπα λίγο άγρια. Δεν ξαναμίλησε. Κάπνισε το τσιγάρο της και πήγε στο κρεβάτι της.

Φτάσαμε αρκετά νωρίς στο θέατρο. Έβγαλα τα εισιτήρια κι αρχίσαμε τις βόλτες πάνω κάτω στη στοά. Κάποια στιγμή, από την άλλη άκρη ερχότανε η Νταντουλάκη.

-Κοίτα, της λέει η γυναίκα μου, έρχεται η Νταντουλάκη.

-Αυτή είναι η Νταντουλάκη; Και τότε, αυτή που είδα στην τηλεόραση ποια ήταν;

-Θα ήταν καμιά άλλη. Δεν έχει σημασία.

-Έχει. Πρέπει να βρω ποια ήταν στην τηλεόραση.

Νιώσαμε λίγη ανακούφιση, μια και αυτή που δεν ήθελε να δει από κοντά δεν ήταν η Νταντουλάκη.

Με λιγότερη απογοήτευση μπήκαμε στο θέατρο, αλλά μόλις έσβησαν τα φώτα η μάνα μου μού λέει: «Θα σκάσω αν δε βρω ποια ήταν αυτή στην τηλεόραση».

Η παράσταση ήταν πολύ χειρότερη από ό,τι φανταζόμουν. Δεν βοήθησαν καθόλου και οι θεατές. Ως θετικός χαρακτήρας έβγαινε ο Στάνλεϊ και προκαλούσε τον θαυμασμό της αίθουσας, ενώ η Μπλανς προκαλούσε το γέλιο του κοινού σε κάθε της φράση.

-Θα σκάσω, αν δεν θυμηθώ ποια ήταν αυτή στην τηλεόραση.

Φτάσαμε και στη σκηνή που ο ημίγυμνος Στάνλεϊ/Απόστολος Γκλέτσος βγαίνει στο δρόμο και φωνάζει προς τα παράθυρα της γειτόνισσας: «Στέλλα, Στέλλα», «Κρατάω μαχαίρι» συμπληρώνει το ξεκαρδισμένο κοινό. Και τότε πετάγεται κι η μάνα μου:

-Τη θυμήθηκα. Η Έλενα Ναθαναήλ ήταν στην τηλεόραση.

Η παράσταση συνεχίστηκε ως κωμωδία. Πολλά γέλια στη σκηνή του βιασμού και πολλά ξεκαρδίσματα όταν έφθασαν οι άνθρωποι του ψυχιατρείου, για να πάρουν την Μπλανς.

Σίγουρα εμείς δεν μπορούμε να βασιζόμαστε ούτε «στην καλοσύνη των ξένων».

Όταν βγήκαμε από το θέατρο τη ρώτησα αν της άρεσε η παράσταση.

-Μου άρεσε, αλλά πιο πολύ φχαριστήθηκα που θυμήθηκα την Έλενα Ναθαναήλ. Μα δε φαντάζεσαι τι ζάρα είχε το μούτρο της. Πλισές σου λέω.

-Τώρα θα πάμε στο Ιντεάλ να φάμε.

-Να με πάτε εμένα σπίτι κι εσείς πηγαίνετε όπου θέλετε.

-Θα πάμε όλοι μαζί στο Ιντεάλ να φάμε.

-Εγώ θέλω ένα φαΐ με αυγολέμονο. Της κόρης μου δεν της αρέσει, ούτε να ακούσει για αυγολέμονο. Στο σπίτι μας δεν μπαίνει και τό ´χω λαχταρήσει τόσο πολύ.

Μόλις κάτσαμε στο τραπέζι κοίταξα τον κατάλογο και της λέω:

-Έχει φαΐ με αυγολέμονο. Ντολμάδες.

-Εγώ θέλω φρικασέ.

One thought on “Η Νταντουλάκη

  1. Όλα τα κείμενα & αυτό είναι τόσο παραστατικά, ζωντανά με χιούμορ & κάπου παραμέσα η μελαγχολία της χαμένης αθωότητας μιας ολόκληρης εποχής της δικής μας νεότητας, που πια δεν ξαναγυρίζει…

    Αρέσει σε 1 άτομο

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s