Δεν είναι δυνατόν να μιλήσει κανείς για την εκπαίδευση στην Ελλάδα και να αποφύγει την επισήμανση ότι η Ελλάδα δεν γνώρισε διαφωτισμό, γιατί ο διαφωτισμός εμποδίστηκε και εξοβελίστηκε από την εκκλησία, με αποτέλεσμα η παιδεία στη χώρα μας να διακατέχεται ως σήμερα από ρομαντικά ιδεολογήματα, τα οποία δεν θίγουν οι κατά καιρούς εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις.
Η τελευταία κάπως ρηξικέλευθη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση ήταν αυτή του 1976 από τον υπουργό παιδείας της ΝΔ Γεώργιο Ράλλη. Παρόλο που ο Ράλλης ήταν υπουργός δεξιάς κυβέρνησης αναγνώρισε πως η κοινωνία της εποχής επιθυμούσε κάθαρση από το «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» της δικτατορίας και αποκήρυξη της καραβανάδικης γλώσσας των συνταγματαρχών και όλων εκείνων που ήσαν πρόθυμοι να «συμμεθέξουν» και να «παρέξουν» στέγη στα ιδεολογήματά της, όπως οι ιεράρχες της εκκλησίας. Ο Γεώργιος Ράλλης επέβαλε εννέα χρόνια υποχρεωτικής παιδείας, αναγνώρισε τη δημοτική ως επίσημη γλώσσα και διέκοψε τη διδασκαλία της καθαρεύουσας, ενώ συγχρόνως περιόρισε τη διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής στο λύκειο. Εισήγαγε όμως τη διδασκαλία μεταφρασμένων αρχαίων κειμένων στο γυμνάσιο, υπερτονίζοντας την αξία της αρχαίας γραμματείας.
Έξι χρόνια αργότερα, η πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ επέβαλε το μονοτονικό σύστημα με τροπολογία σε νόμο, ως αναγκαία επέκταση της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης της ΝΔ, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα να αρχίσει μεγάλη ιδεολογική αντίδραση που εγκαινίασε μια επιχειρηματολογία περί κινδύνων και καταστροφών. Είχε προηγηθεί η ένταξη της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή το 1981, η οποία, παρά τους πανηγυρισμούς, προκάλεσε και ένα κλίμα πολιτισμικής ανασφάλειας και ανησυχίας μήπως κινδυνεύσει η «ελληνικότητά» και γενικά η ταυτότητά μας.
Το μονοτονικό ήταν πλέον η αφορμή που πυροδότησε έναν ιδεολογικό πόλεμο. Όλοι οι νέοι της Ελλάδας ανακηρύχθηκαν αγγράμματοι, γιατί δεν ήξεραν αρχαία Ελληνικά και επομένως προέκυπτε το συμπέρασμα ότι δεν ήξεραν ούτε τη σύγχρονη γλώσσα. Οι νέοι δεν μπορούσαν σύμφωνα με αυτούς να κατανοήσουν τη γλώσσα της εκκλησίας ούτε να καταλάβουν τον άγιο της λογοτεχνίας Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Από τον Μπαμπινιώτη ως την Αρβελέρ και τον Ελύτη και από τον Γιανναρά και τον Ράμφο έως τον Σαββόπουλο και τον Ζουράρη το αίτημα για επιστροφή των αρχαίων Ελληνικών στο γυμνάσιο και τη διαχρονική διδασκαλία της γλώσσας ήταν επιτακτικό παράλληλα με την ανάγκη να «βιώνουμε» την ορθοδοξία. Και επιπλέον διατυπώνεται το επιχείρημα ότι μόνο «βιώνοντας» την ορθοδοξία μπορούμε να κατανοήσουμε τον Αριστοτέλη και τους τραγικούς, πράγμα που εμποδίζει τους ξένους μελετητές να αντιληφθούν τα αληθινά νοήματα της τραγωδίας. Όλα αυτά επέφεραν σταδιακά μία μεταστροφή στην κοινωνία.
Τον Δεκαπενταύγουστο του 1982 ο Ανδρέας Παπανδρέου, που είχε προηγουμένως ταχθεί υπέρ του διαχωρισμού εκκλησίας και κράτους πηγαίνει για προσκύνημα στην Παναγία Σουμελά.
Το 1983 εκδίδεται το έργο του Μακρυγιάννη «Οράματα και Θάματα» που κατατάσσει και τον Μακρυγιάννη στους αγίους της λογοτεχνίας και το 1985 εκδίδεται η Αποκάλυψη του Ιωάννη σε μετάφραση Ελύτη, ενώ είχε ήδη μεταφραστεί και από τον Σεφέρη. Το 1985 η ΝΔ προσέρχεται στις εκλογές με το σύνθημα «για τη γλώσσα, για τη θρησκεία, ψηφίστε Νέα Δημοκρατία», αλλά το «Τσοβόλα δώστα όλα» αποδείχτηκε πιο ισχυρό και χάρισε την εκλογική νίκη και πάλι στο ΠΑΣΟΚ. Ο υπουργός παιδείας Τρίτσης τάσσεται από το 1986 υπέρ της διδασκαλίας των αρχαίων στο γυμνάσιο. Την ίδια χρονιά το περιοδικό «Χάρτης» εκδίδει ένα τόμο αφιερωμένο στον Ελύτη, στον οποίο περιλαμβάνεται και μεταφρασμένο από τον Χειμωνά το «Ποίημα Κασσιανής Μοναχής», ο οποίος το αφιερώνει στον Ελύτη ως αναγνώριση της υποχρέωσης που αισθάνεται προς αυτόν για τη μετάφραση της Αποκάλυψης. Ο Χειμωνάς αφιερώνει τη μετάφραση του ποιήματος της Κασσιανής ως ένα «ασημένιο τάμα» σε μια προσπάθεια αγιοποίησης και του Ελύτη.
Αποκορύφωμα όλων αυτών είναι ότι το 1988 αρχίζει η μεταφορά του αγίου φωτός με αεροπλάνο με δαπάνες του δημοσίου και η υποδοχή του με τιμές αρχηγού κράτους. Με τιμές αρχηγού κράτους γίνεται και η υποδοχή λειψάνων αγίων.
Στις επόμενες εκλογές και τα δύο μεγάλα κόμματα υπόσχονται στις προεκλογικές τους δηλώσεις πως αν σχηματίσουν κυβέρνηση θα επαναφέρουν τη διδασκαλία των αρχαίων Ελληνικών στο γυμνάσιο. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης κερδίζει τις εκλογές του 1990 και ο Σουφλιάς ως υπουργός παιδείας πραγματοποιεί την προεκλογική δέσμευση, όπως είχε διαποτιστεί από τις θέσεις του Μπαμπινιώτη. Σε όλο τον κόσμο η επιστήμη της γλωσσολογίας πρεσβεύει ότι οι γλώσσες πρέπει να διδάσκονται συγχρονικά, αλλά ο Μπαμπινιώτης επιδόθηκε στο εθνικιστικό παραλήρημα ότι η ελληνική γλώσσα πρέπει να διδάσκεται διαχρονικά σε όλα της τα στάδια. Καθώς η άποψη περί καθαρότητας και συνέχειας της φυλής δεν μπορεί να σταθεί στην εποχή μας, έχει αντικατασταθεί με την ίδια εθνικιστική επιμονή από τη συνέχεια του ελληνισμού και της γλώσσας. Και μια και η συνέχεια του αίματος στα γενεαλογικά δέντρα εξυπακούεται από τη συνέχεια του ονόματος, ο εθνικισμός από το 1992 και εντεύθεν συμπυκνώθηκε γύρω από το όνομα Μακεδονία. Δεν μιλάμε για το αίμα, για να μην κατηγορηθούμε ως φυλετιστές, αλλά μιλάμε για το όνομα. Μιλάμε για τον ελληνισμό, για την ελληνικότητα, για τη γλώσσα και την ορθοδοξία, γιατί ποτέ δεν απομακρυνθήκαμε ουσιαστικά από το Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών. Εντωμεταξύ η ασθένεια των τρελών αγελάδων απειλεί με απαγόρευση την κατανάλωση εντοσθίων και υπάρχει κίνδυνος για το ελληνικό κοκορέτσι, το ελληνικό Πάσχα και την ελληνική κουλτούρα. Έξαλλοι Έλληνες δημιουργούν τον ιστότοπο kokoretsi.com, όπου διοχετεύουν το περίσσευμα του ανδρισμού τους και της ελληνικής τους περηφάνειας. Το μακεδονικό, τα συλλαλητήρια, η μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, οι ολυμπιακοί αγώνες, ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, το βιβλίο της Ρεπούση, η βαθειά οικονομική κρίση, η Χρυσή Αυγή, τα μνημόνια, το προσφυγικό, τα θρησκευτικά του Φίλη έγιναν αιτίες και αφορμές, για να φουντώνει η εθνικιστική ελληνοχριστιανική υστερία μετακινώντας την κοινωνία και το κοινοβούλιο σε πιο δεξιές επιλογές. Ακόμη και οι «μένουμε Ευρώπη» διεκδικούν μόνο τον δυτικό τρόπο ζωής και τον καταναλωτισμό, χωρίς να υποχωρούν στο ρομαντικό ιδεολόγημα της ελληνικότητας.
Μέσα σε όλο αυτό το κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο η παιδεία είναι καταδικασμένη και εγκλωβισμένη σε αναχρονιστικά ιδεολογήματα. Βασικό ιδεολόγημα ότι η σωστή χρήση της δημοτικής προϋποθέτει την καλή γνώση της αρχαίας. Και γνώση της αρχαίας σημαίνει άριστη γνώση της γραμματικής και του συντακτικού, ερήμην των κειμένων. Έχω γνωρίσει καθηγητές της Οξφόρδης που μιλούν και γράφουν αρχαία Ελληνικά, αλλά αγνοούν τους όρους ειδικό και τελικό απαρέμφατο, κατηγορηματική μετοχή και δοτική προσωπική. Δεν τα ξέρουν επειδή τους είναι άχρηστα. Έχω γνωρίσει και καθηγητές της νέας Ελληνικής, που μιλούν και γράφουν άριστα Ελληνικά, που όμως δεν ξέρουν καθόλου αρχαία, γιατί δεν τους χρειάζονταν, για τη γνώση της σύγχρονης γλώσσας. Ξέρω και κληρικούς που δεν ξέρουν Λατινικά και χρησιμοποιούν το αντιμήνσιο, για να κάνουν λειτουργία σε εξωτερικό χώρο, χωρίς να ξέρουν ότι το αντιμήνσιο παράγεται από το αντί και τη λατινική λέξη mensa, που σημαίνει τράπεζα.
Τα παιδιά του ελληνικού σχολείου όμως σπαταλούν πολλές ώρες σε χρονικές και εγκλιτικές αντικαταστάσεις, λες και πρόκειται να γράψουν ή να μιλήσουν αρχαία Ελληνικά, υπό το πρόσχημα ότι έτσι μαθαίνουν καλά τη δημοτική γλώσσα. Τη γλώσσα όμως την μαθαίνει κανείς μιλώντας και γράφοντας. Αντίθετα τα παιδιά στο ελληνικό σχολείο μιλούν πολύ λίγο και γράφουν ελάχιστα. Η γλώσσα δεν μαθαίνεται με οχτώ εκθέσεις το χρόνο, ούτε στο μάθημα των νέων Ελληνικών. Τα παιδιά πρέπει να γράφουν πολύ τακτικά εκτενείς εργασίες, από τις οποίες θα προκύπτει η βαθμολογία τους, σε όλα τα μαθήματα. Εργασίες στην Ιστορία, στη Φυσική, στη Χημεία, στη Βιολογία, στη Γεωγραφία, στη μελέτη περιβάλλοντος, στη Μουσική, στα Καλλιτεχνικά και όλα τα άλλα. Αλλά για να γίνουν όλα αυτά πρέπει τα μονόωρα και τα δίωρα μαθήματα να γίνουν τουλάχιστον τετράωρα και ας διδάσκονται λιγότερα χρόνια. Ένας/μία εκπαιδευτικός που διδάσκει μονόωρο μάθημα πρέπει να μπει σε 20 τουλάχιστον τμήματα, για να συμπληρώσει το ωράριο. Αν δίδασκε τέσσερις ώρες θα χρειαζόταν να μπει σε πέντε τμήματα και θα ήταν εφικτό να διαβάσει και να βαθμολογήσει τις εργασίες πέντε ολιγομελών τμημάτων και να επισημάνει και τα γλωσσικά προβλήματα σε αυτές. Είναι όμως αδύνατον να το κάνει σε είκοσι τμήματα.
Μιλάμε δηλαδή για ένα άλλο σχολείο, για ένα άλλο εκπαιδευτικό σύστημα, που πρέπει να σχεδιαστεί εξαρχής. Με μάθημα κοινωνιολογίας και με μάθημα σεξουαλικής αγωγής. Κι όταν μιλάω για μάθημα σεξουαλικής αγωγής δεν αναφέρομαι κυρίως στην τεχνική του σεξ, αλλά για κάτι απείρως σημαντικότερο. Αναφέρομαι κυρίως σε θέματα σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων του ίδιου ή διαφορετικού φύλου. Πρέπει τα παιδιά μέσα στο σχολείο να διδάσκονται, να μιλούν πολύ και να γράφουν πολύ για ισότητα, για ρατσισμό, για σεξισμό, για ομοφυλοφιλία, για ομοφοβία, για αντισύλληψη, για συμβίωση, για συζυγικές σχέσεις, για εξωσυζυγικές σχέσεις, για διαζύγια, για γηρατειά.
Και το μάθημα της ελληνικής λογοτεχνίας με τις στερεοτυπικές αναπαραστάσεις της ελληνικής κοινωνίας και την έμφαση στη μορφολογία και τις αφηγηματολογικές τεχνικές να αντικατασταθεί από μάθημα, το οποίο εκτός από κείμενα της διεθνούς λογοτεχνίας να εξετάζει και άλλα κείμενα που προκαλούν γενικότερο προβληματισμό, με έμφαση στην ανάδειξη της ιδεολογίας του κειμένου. Πρέπει τα παιδιά, τελειώνοντας το σχολείο, να έχουν μάθει να ερμηνεύουν, να αναδεικνύουν τα ιδεολογικά συμφραζόμενα και να κινδυνεύουν όσο το δυνατόν λιγότερο να μεταβληθούν σε οπαδούς. Σε ένα σύγχρονο και ευυπόληπτο εκπαιδευτικό σύστημα θα έπρεπε να διδάσκονται το σεξιστικό βίντεο της πολιτικής προστασίας και τα κείμενα που γράφτηκαν για αυτό (και αυτά που το υποστηρίζουν) καθώς επίσης να δίνονται για σημειολογικές αναλύσεις οι τηλεοπτικές εμφανίσεις των Τσιόδρα και Χαρβαλιά.
Σήμερα ψηφίζεται στη Βουλή ένας νέος νόμος για την «αναβάθμιση» του σχολείου. Ενός εθνικιστικού, αρχαιόπληκτου και θρησκόληπτου σχολείου, με αγιασμούς, εκκλησιασμούς, σημαιοφορίες και παρελάσεις, στο οποίο η κυρία Κεραμέως παρέλειψε να προσκαλέσει και τον διαφωτισμό «να συμμεθέξει».
Αυτό μας αξίζει. Γιατί έχουμε μείνει στο 1980, τότε που ο αξιωματικός στο στρατό μού έδωσε μια ανακοίνωση μειοδοτικού διαγωνισμού να ελέγξω αν είναι σωστά γραμμένη. Στεκόταν από πάνω μου και μούγκριζε δυσανασχετώντας με τις διορθώσεις και όταν διόρθωσα το ανύπαρκτο και καταγέλαστο «να συμμεθέξουν» σε «να συμμετάσχουν» μού πήρε το χαρτί λέγοντας: «Δεν τα ξέρεις καλά τα Ελληνικά, δάσκαλε». Και δεν θα τα μάθουμε.
Reblogged στις agelikifotinou.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!