Όχι ο τσάρος, η τσαρίνα και ο τσάρεβιτς, αλλά ο Τσάρος, η Τσάραινα και το Τσαράκι. Αυτός ο Τσάρος ήταν ξάδελφος του πατέρα μου και τον έλεγαν Κώστα, όπως τον πατέρα μου, και τη γυναίκα του Μαρία, αλλά όλοι στην οικογένεια και οι θείες και οι θείοι τους έλεγαν ο Τσάρος, η Τσάραινα και το Τσαράκι. Όταν ήμουν μικρός νόμιζα ότι το Τσάρος ήταν ένα ανεξήγητο παρατσούκλι, αλλά όταν ήμουν πια έφηβος έμαθα ότι όταν ήταν αντάρτης στο βουνό το συνωμοτικό του όνομα ήταν Τσάρος.
Στο σπίτι τους είχα πάει μια φορά, όταν ήμουν πολύ μικρός. Είχαμε ξεκινήσει όλοι μαζί και οι θείες και οι θείοι με μεγάλες τσάντες με φαγητά, αλλά όταν πήγαμε εκεί δεν υπήρχε πιάτο για να φάμε, ούτε ποτήρι για να πιούμε. Όλα τα πιάτα, ποτήρια, πιρούνια ήταν άπλυτα στο νεροχύτη. Κι έπιασαν οι θείες και η μάνα μου, άλλη έβγαζε τα αποφάγια, άλλη έπλενε, άλλη σκούπιζε και κατάφεραν να συμμαζέψουν την κουζίνα. Κι όταν φάγαμε, πάλι έπλυναν τα πιάτα, γιατί είπαν, άμα ξανάρθουμε, εδώ θα τα βρούμε άπλυτα να περιμένουν.
Και μια φορά, παντρεμένος ήμουν πλέον, ήρθε η μάνα μου στο σπίτι ξαφνικά και είδε άπλυτα πιάτα στο νεροχύτη και την άκουσα να μουρμουράει «άλλη Τσάραινα μας βρήκε».
Πρέπει να ήμουν πάνω κάτω τεσσάρων όταν ο πατέρας μου μού έφερε ένα αυτοκινητάκι με πετάλια. Δεν ξέρω αν ήταν καινούριο, αλλά η χαρά μου ήταν πολύ μεγάλη. Όλο το πρωί πήγαινα πάνω κάτω στο πεζοδρόμιο, και δεν ξεκόλλαγα από το αυτοκινητάκι. Και κοντά μεσημέρι ήρθε η Τσάραινα με το Τσαράκι και είπε της μάνας μου: «Πέρασα από το μαγαζί και ο Κώστας είπε να μου δώσεις το αυτοκινητάκι». Και η μάνα μου το έδωσε κι εγώ έμεινα στην εξώπορτα μέχρι που η Τσάραινα, το αυτοκινητάκι και το Τσαράκι έστριψαν στη γωνία.
Σε λίγο ήρθε κι ο πατέρας μου για φαγητό «είσαι με τα καλά σου;» λέει της μάνας μου. «Ούτε που την είδα, ούτε που της μίλησα της Τσάραινας. Πώς σου πέρασε απ´ το μυαλό ότι εγώ θα έδινα το αυτοκινητάκι του παιδιού; Σου είπε κι εσύ τό χαψες;»
Αν δεν το διηγόταν όλο αυτό κάθε τόσο η μάνα μου στις θείες και στις φίλες της θα νόμιζα ότι το αυτοκινητάκι το είχα δει όνειρο. Έτσι ήταν, σαν ένα ωραίο όνειρο, που χάνεται μόλις ξυπνήσεις.
Την Τσάραινα και το Τσαράκι δεν τους ξαναείδα ποτέ. Οι επισκέψεις σταμάτησαν. Αλλά μετά από κάνα χρόνο πηγαίναμε επίσκεψη στη νονά μου, η μάνα μου κι εγώ. Μόλις βγήκαμε από τη Βικτώρια, πλατεία Κυριακού την έλεγε η μάνα μου, νάσου μπροστά μας ο Τσάρος, που είχε το ταξί του στην πιάτσα. Μόλις μας είδε βγήκε από το ταξί κι αρχίσανε τα τι κάνεις, καλά. Από την άλλη πλευρά της πλατείας ερχόταν μια καλοντυμένη κυρία με γούνινο παλτό και ψηλές γόβες. «Στάσου να δεις τι θα της κάνω» λέει στη μάνα μου. Κι όταν μας πλησίασε η κυρία ο Τσάρος της λέει: «Μωρή, φοράς βρακί;».
«Πω, πω πέσαν τα μούτρα μου, ρεζίλι μας έκανε» διηγόταν μετά η μάνα μου. «Κι όχι τίποτε άλλο, ήταν και το παιδί μπροστά και άκουγε». Παντού το διηγήθηκε η μάνα μου και παράλληλα με τα «ρεζίλι μας έκανε» έβλεπες και μια λάμψη στα μάτια της, που πολύ αργότερα κατάλαβα ότι ήταν ταξική εκδίκηση.
Μεγάλωνα πια και ο καημός για το αυτοκινητάκι μού είχε περάσει, γιατί καταλάβαινα ότι ήταν για πολύ μικρά παιδιά. Έτσι κι αλλιώς δεν θα χωρούσα πια εκεί μέσα. Ήμουν πια στη δευτέρα δημοτικού. Μέναμε στην Κυπρίων Ηρώων, που το πρόφερα κυπρίων ηρών και ούτε καταλάβαινα τι σήμαινε. Ήταν ένας στενός και μικρός δρόμος, που έπιανε μόλις τρία οικοδομικά τετράγωνα. Από τη μια μεριά τέλειωνε σε ένα σπίτι κι από την άλλη σε ένα χορταριασμένο οικόπεδο. Αυτό το οικόπεδο το περπάτησα δύο φορές. Την πρώτη φορά με τον φίλο μου τον Γιαννάκη, που είχε τελειώσει το σχολείο και με πήγε από κει πίσω σε κάτι παράγκες, για να συναντήσει τον Αρμάο, που έφτιαχνε λατέρνες. Τη δεύτερη φορά με τον πατέρα μου την παραμονή πρωτοχρονιάς, τότε που ήμουν στη δευτέρα δημοτικού. Δεν πήγαμε από εκεί που ήταν οι παράγκες, αλλά κατηφορίσαμε, χωρίς να μου πει πού πηγαίναμε. Περπατήσαμε κάμποσο και βγήκαμε σε κανονικούς δρόμους. Περπατήσαμε πάλι και σταματήσαμε μπροστά σε ένα ποδηλατάδικο. Διάλεξε μου είπε, ποιο σ´ αρέσει. Έτσι μου είπε, αλλά νομίζω πως διάλεξε ο ίδιος. Μου είχε κοπεί η ανάσα. Κόκκινο με δύο ρόδες κι άλλες δύο μικρές βοηθητικές. Ρώτησε πόσο κάνει και μου κόπηκε η ανάσα ακόμη πιο πολύ. Τρακόσιες δραχμές. Πολύ ακριβό. Νόμισα πως δεν θα το παίρναμε, αλλά ο πατέρας μου έβγαλε τα τρία κόκκινα κατοστάρικα και το πλήρωσε. Τρία κατοστάρικα είναι μια χρυσή λίρα. Είχα δει στο Ρεξ την κάλπικη λίρα με τον Ορέστη Μακρή, που ήταν η συμπάθεια της μάνας μου. Με μια χρυσή λίρα ζει μια ολόκληρη οικογένεια.
Ανέβηκα στο ποδήλατο και έτσι πήγαμε στο σπίτι. Εγώ πάνω στο ποδήλατο κι ο πατέρας μου, δίπλα μου περπατώντας. Είχε και κουδούνι.
Πόσες φορές έκανα την κυπρίων ηρών πάνω κάτω δεν λέγεται. Κι όταν τα άλλα παιδιά με ρωτούσαν πόσο κάνει, απαντούσα με μεγάλη περηφάνεια «μια χρυσή λίρα». Λίγο λίγο μου σήκωναν τις βοηθητικές ρόδες και πριν τελειώσουν οι διακοπές τις έβγαλαν τελείως.
Πολύ το αγάπησα αυτό το ποδήλατο, δύο χρόνια πάνω κάτω. Ψήλωσα όμως, μου έπεφτε πολύ μικρό κι η μάνα μου το χάρισε σε ξαδελφάκι μου. Από τότε δεν απόκτησα άλλο ποδήλατο και ούτε ξανανέβηκα σε δανεικό η νοικιασμένο. Ούτε σε ποδήλατο, ούτε σε μηχανάκι. Έτσι τα έφερε η ζωή.
Ο Τσάρος συνέχισε κάπου κάπου να περνάει από το σπίτι με το ταξί του. Κι όταν τον ρωτούσαν τι κάνει, απαντούσε «δόξα τω θεώ, δόξα τω θεώ, δόξα τω θεώ». Τρεις φορές και κάθε φορά σταύρωνε με την παλάμη του, έτσι όπως σταύρωνε κι η μάνα μου το ψωμί, όταν ζύμωνε. Έτσι σταύρωνε κι ο Τσάρος με κοφτές κινήσεις της παλάμης, μια στο κεφάλι, μια στην καρδιά και μια ανάμεσα στα σκέλια του.