Οι κακοποιητικές μέθοδοι του Αλέξη Κούγια

Για να γνωρίσει κανείς τις υπερασπιστικές μεθόδους του Αλέξη Κούγια, αρκεί να γνωρίσει πώς υπερασπίστηκε τον δολοφόνο του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Ο πρώτος του στόχος ήταν να κουρελιάσει τη μνήμη του θύματος και την υπόληψη της οικογένειάς του, καθώς και την υπόληψη των άλλων παιδιών, που θα μπορούσαν να καταθέσουν ως αυτόπτες μάρτυρες της δολοφονίας.

«Τα παιδιά αυτά δεν είναι σαν τα δικά σας και τα δικά μας» είπε από την πρώτη στιγμή, πριν ακόμη γίνει η κηδεία του θύματος. Παρόλο που αμέσως το σχολείο του Γρηγορόπουλου εξέδωσε ανακοίνωση που διέψευδε τους ισχυρισμούς του Κούγια, εκείνος δεν άλλαξε τακτική ως το τέλος της δίκης, επινοώντας ψεύδη με τα οποία όπλιζε το χέρι του Κορκονέα ξανά και ξανά. Ο Γρηγορόπουλος δολοφονήθηκε μία φορά από τον Κορκονέα και άπειρες από τον Κούγια στη διάρκεια της διαδικασίας.

Επόμενος στόχος του, μετά τη σπίλωση της μνήμης του θύματος και της οικογένειάς του ήταν η οικονομική εξάντληση της οικογένειας Γρηγορόπουλου και η παρεμπόδιση των μαρτύρων να καταθέσουν. Ο Κούγιας ισχυρίστηκε πως αν γινόταν η δίκη στην Αθήνα, κινδύνευε η ζωή του πελάτη του. Και ενώ οι δίκες της Χρυσής Αυγής έγιναν στην Αθήνα, οι δίκες του Κορκονέα έγιναν στην Άμφισσα και στη Λαμία, με επακόλουθο την τεράστια αύξηση των εξόδων λόγω των μετακινήσεων και των διανυκτερεύσεων πολλών ατόμων. Βεβαίως η απόσταση καθιστούσε προβληματική και την παρουσία των μαρτύρων. Εγώ, προσωπικά, αναγκάστηκα να διασχίσω χαράματα με πολύ χιόνι και αλυσίδες την Αράχωβα, για να είμαι στις 8 το πρωί στην Άμφισσα. Μήπως, μια και κινδύνεψε η ζωή του Λιγνάδη μία φορά, κινδυνέψει και δεύτερη; Μήπως η δίκη γίνει στα Ιωάννινα;

Ο άλλος τρόπος αύξησης του κόστους της δίκης ήταν η παράτασή της με κάθε τεχνητό μέσο. Με απουσίες και καθυστερήσεις και με καθημερινές αγωγές εναντίον των συνηγόρων πολιτικής αγωγής, που κατέθετε στο δικαστήριο, και με διαμαρτυρίες που υπαγόρευε προς τη γραμματέα του δικαστηρίου. Οι αντεγκλήσεις και οι ενστάσεις συνεχείς, ώστε να καθυστερήσει η απόφαση του δικαστηρίου και να απομακρυνθεί χρονικά από την τέλεση του κακουργήματος, ώστε να έχουν εκτονωθεί οι αντιδράσεις της κοινωνίας και να είναι πιο χειραγωγήσιμοι οι ένορκοι.

Το άλλο του δόλιο μέσο είναι η τρομοκράτηση και η παγίδευση των μαρτύρων και η προσπάθειά του να βάλει στο στόμα τους λόγια που ούτε έχουν πει, ούτε έχουν εννοήσει.

Όταν επρόκειτο να καταθέσω εγώ, επί ώρες ξιφουλκούσε με σαθρά επιχειρήματα, ώστε να αποτρέψει την εξέτασή μου ως μάρτυρα. Όταν απέτυχε να το καταφέρει πιάστηκε από το ότι έδωσα πολιτικό όρκο και με ρωτάει. «Είδα ότι δεν δώσατε θρησκευτικό όρκο, στο σχολείο σας κάνετε ορκωμοσία;» «Γιατί, απάντησα, γίνεται ορκωμοσία σε κάποιο σχολείο;». Η ερώτηση «κάνετε ορκωμοσία στο σχολείο σας;» μοιάζει βλακώδης. Όμως τέτοιες είναι οι ερωτήσεις του Κούγια. Αποβλέπουν στον να σε μπερδέψουν, να σου προκαλέσουν αμφιβολίες και ενοχές και μετά να σε κατευθύνει όπου θέλει. Εκείνη την ώρα η λέξη ορκωμοσία χάνει τη σημασία της. Εσύ αισθάνεσαι πως για να ρωτάει η σωστή απάντηση είναι το ναι, οπότε χάνεται η αξιοπιστία σου ως μάρτυρα. Μετά θα σε ρωτήσει πότε κάνετε ορκωμοσία και μετά έχει κερδίσει το παιχνίδι.

Μετά την ορκωμοσία άρχισε να με ρωτάει αν κάνουμε προσευχή στο σχολείο και αν είμαι παντρεμένος. Βέβαια το αν είμαι παντρεμένος, ανύπαντρος, διαζευγμένος η χήρος δεν έχει καμιά σχέση με τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου. Το ξέρει αυτό. Αλλά μέσα στην προσωπική μου ζωή μπορεί να υπάρχει κάτι που δεν θέλω να αποκαλυφθεί και η σκέψη αυτή να μου προκαλεί σύγχυση και να με καθιστά ευάλωτο. Όταν του είπα ότι είμαι παντρεμένος με την ίδια σύζυγο από το 1972 κι ότι έχω παιδιά κι εγγόνια κυριολεκτικά μαράζωσε. Οι ερωτήσεις έπεφταν βροχή και η πρόεδρος μού έλεγε «μην απαντάτε», παρόλο που εγώ ήθελα να απαντήσω σε όλες. Κάποια στιγμή είπα στην πρόεδρο: «Σας παρακαλώ μη με προστατεύετε. Έχω τεράστια εμπειρία από έφηβους».

Η εξέτασή μου κράτησε πολλή ώρα, αλλά δεν θα μπω στην ουσία της κατάθεσής μου, γιατί θεωρώ πως είναι εκτός θέματος. Άλλωστε ολοκλήρωσε λέγοντας ότι λέω ψέματα και να μη ληφθούν υπόψη όσα είπα.

Ας δούμε όμως πώς συμπεριφέρεται και με τη νέα υπόθεση που ανέλαβε. Οι μέθοδοι δεν άλλαξαν.

-Λέει ότι οι καταγγέλλοντες ψεύδονται. Όμως μέσα στα τόσα ψέματα που λένε, γιατί δεν μετακινούν και τις χρονολογίες, ώστε να μην έχει παραγραφεί τίποτε;

-Λέει ότι οι καταγγέλλοντες είναι επαγγελματίες ομοφυλόφιλοι. Κάτι αντίστοιχο με το αυτά τα παιδιά δεν είναι σαν τα δικά σας και τα δικά μας. Δεν μας είπε όμως πώς είναι τα δικά μας παιδιά και πώς τα άλλα. Αφήνει να δώσουμε ό,τι σημασία θέλουμε και όποια σημασία τον βολεύει. Το ίδιο ισχύει και με το επαγγελματίες ομοφυλόφιλοι, που μπορεί να αποκτήσει διαφορετικά νοήματα, ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες και τη σύγχυση που θέλει να προκαλέσει. Το επαγγελματίες ομοφυλόφιλοι μπορεί να είναι μια ανοησία αντίστοιχη με το κάνετε ορκωμοσία, αλλά μπορεί να εξυπηρετήσει πολλαπλά.

Και βέβαια οι απειλές για μηνύσεις άρχισαν με πρώτη υποψήφια να μηνυθεί τη Μενδώνη. Και η πρώτη αίτηση αναβολής έχει γίνει καθώς και άλλες κωλυσιεργίες.

Και με τον ίδιο τρόπο που πρόφερε τη λέξη Εξάρχεια τότε, τώρα λέει Σουηδία, Αιγύπτιος, μια κυρία.

Δεν έχω καμιά αμφιβολία για το σθένος των καταγγελλόντων και των μαρτύρων. Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι με ένα φου θα σπάσουν αυτή τη χωρίς τεκμήρια σαπουνόφουσκα ρητορικής.

Αυτό που όμως με ανησυχεί είναι το κόστος της δίκης.

Πρέπει να σκεφτούμε πώς όλη αυτή η αθλιότητα δεν αφορά μόνο τα θύματα, μόνο αυτούς τους νέους άνδρες, που δεν διαθέτουν μάλλον τα οικονομικά μέσα, για να ανταποκριθούν σε μια τέτοια δίκη. Αφορά όλους μας, αφορά όλη την κοινωνία και όλοι μαζί πρέπει να συμβάλουμε οικονομικά, αν υπάρξει ανάγκη.

Θύματα αστυνομικής βίας

Υπουργός αστυνομικής βίας ήταν ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, όταν στις 19 Ιανουαρίου του 2000 δολοφονήθηκε από αστυνομικούς στην πλατεία Βάθης ο εικοσάχρονος Ρουμάνος Βασίλιε Ιόν. Η είδηση σπαραχτικά σύντομη, πιο σύντομη κι από τα είκοσι χρόνια της ζωής του.

Ακόμη πιο σπαραχτικά σύντομη η είδηση για τη δολοφονία ανώνυμου Αλβανού από τον αστυνομικό Διονύση Καρακαϊδό σε επιχείρηση «σκούπα» στον Ωρωπό στις 20 Ιανουαρίου 1996.

Το ατίθασο όπλο του αστυνομικού εκπυρσοκρότησε από δική του πρωτοβουλία και η υπόθεση μπήκε στο αρχείο. Κανείς δεν ασχολήθηκε να μάθει ποιος ήταν ο άτυχος μετανάστης. Παρέμεινε για πάντα ανώνυμος. Αναρωτιέμαι από πού προκύπτει η βεβαιότητα πως επρόκειτο για Αλβανό μετανάστη. Υπουργός αστυνομικής βίας ο Σήφης Βαλυράκης. Δύο ημέρες μετά τον διαδέχθηκε ο Κώστας Γείτονας στην κυβέρνηση Σημίτη.

Στις 21 Ιανουαρίου του 1991 συνελήφθη ο Τούρκος πρόσφυγας Σουλεϊμάν Ακιάρ, με την κατηγορία της διακίνησης ναρκωτικών. Η κατηγορία ουδέποτε επαληθεύτηκε, ούτε έγινε δικαστήριο. Στις 29 Ιανουαρίου, οχτώ ημέρες μετά τη σύλληψή του και ενώ ήταν κρατούμενος στην Ασφάλεια της Αθήνας, ο Ακιάρ βρέθηκε νεκρός. Η νεκροψία απέδειξε ότι ο θάνατός του οφειλόταν σε τραύματα από χτυπήματα σε όλο το σώμα, σε πολλαπλά κατάγματα, κακώσεις των γεννητικών οργάνων, ρήξη πρωκτικού δακτυλίου, βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση. Όμως οι τρεις υπεύθυνοι αστυνομικοί απηλλάγησαν, διότι τον χτυπούσαν «αμυνόμενοι». Υπουργός αστυνομικής βίας ο Ιωάννης Βασιλειάδης, στην κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.

Θα ήθελα να αναφερθώ και σε ένα άλλο θύμα, τον δεκαεφτάχρονο Γιάννη Καραγιαννόπουλο, που πυροβολήθηκε εξ επαφής στο κεφάλι, αλλά επέζησε με παράλυση 100%, σύμφωνα με τη διάγνωση του ιατροδικαστή, και δεν μπορεί ούτε να μιλήσει.

Ο μεγάλος αδελφός του Γιάννη είχε κρύψει στο σπίτι του, στο Ποντισμένο Σερρών, μια μικρή ποσότητα 37 γραμμαρίων ινδικής κάνναβης. Στις 28 Ιανουαρίου του 1998, σε στιγμή που έλειπε ο μεγάλος αδελφός, οι αστυνομικοί εισέβαλαν στο σπίτι, παραβιάζοντας την πόρτα με πυροβολισμούς, έδειραν πολύ άγρια τον μικρό αδελφό μπροστά στους γονείς του, έψαξαν όλο το σπίτι, βρήκαν τα ναρκωτικά, για τα οποία δεν γνώριζαν τίποτε ούτε οι γονείς, ούτε ο μικρός γιός. Στη συνέχεια πέρασαν χειροπέδες στον Γιάννη και τον πήραν μαζί τους, για να τον ανακρίνουν στο τμήμα. Αντί όμως να πάνε στο αστυνομικό τμήμα πήγαν στο πάρκιν νυχτερινού κέντρου, όπου έβγαλαν το παιδί από το περιπολικό και συνέχισαν να το δέρνουν με τα χέρια δεμένα πισώπλατα, για να τους υποδείξει και άλλες κρυψώνες ναρκωτικών. Ο Γιάννης τους έλεγε ότι δεν γνώριζε τίποτε για το τι έκανε ο αδελφός του και εκείνοι  τον πυροβόλησαν εξ επαφής στο κεφάλι.

Η ΕΔΕ αποφάνθηκε ότι επρόκειτο περί ατυχήματος. Ο αστυνομικός που τον πυροβόλησε είπε απολογούμενος: «Ο Καραγιαννόπουλος προσπάθησε να αρπάξει το υπηρεσιακό μου περίστροφο και στη συνέχεια αυτοπυροβολήθηκε στο κεφάλι». Η επιτροπή που διενέργησε την ΕΔΕ αποδέχθηκε αυτήν την περιγραφή, απάλλαξε τον αστυνομικό, αλλά του επέβαλε πρόστιμο 90€ επειδή ανέκρινε το παιδί στο πάρκιν και όχι στο τμήμα. Υπουργός αστυνομικής βίας ο Γεώργιος Ρωμαίος.

Εννέα χρόνια μετά ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου παρατηρεί: «Με αφήνει έκπληκτο η εξαιρετική έλλειψη επαγγελματισμού που διέκρινε τον αστυνομικό της υποθέσεως ». Το ευρωπαϊκό δικαστήριο επιδίκασε στον Γιάννη Καραγιαννόπουλο αποζημίωση 120.000€.

Μοχάμετ και Λούτφη: Δύο ακόμη θύματα της αστυνομίας

13 και 14 Ιανουαρίου. Δύο επέτειοι δολοφονιών από την αστυνομία. Τα ονόματα των θυμάτων δεν είναι ελληνικά, δεν απομνημονεύονται εύκολα και δεν αναφέρονται συχνά, όπως αναφέρονται τα ονόματα της Κανελλοπούλου ή του Καλτεζά. Τα ειδησεογραφικά ρεπορτάζ είναι σύντομα, λίγες αράδες μόνο. Κι όλα αυτά βοηθούν στη λήθη. Παραγράφονται και μένουν ατιμώρητες και αδιερεύνητες οι δολοφονίες. Παραγράφονται και οι άνθρωποι όσο δεν αντιστεκόμαστε στην βία του κράτους.

13 Ιανουαρίου του 2004. Υπουργός της αστυνομικής βίας ο Γιώργος Φλωρίδης.

Θύμα της ο πρόσφυγας από τη Συρία Μοχάμετ Χαμούτ, ετών 42, μπογιατζής που ζούσε και εργαζόταν στο Ρέθυμνο. Σε μπλόκο της αστυνομίας συλλαμβάνονται ο Μοχάμετ και ο Αχμέτ, 25 ετών σοβατζής. Οι αστυνομικοί τους γονατίζουν και τους γρονθοκοπούν. Ο Μοχάμετ τους λέει ότι έχει καρδιολογικό πρόβλημα, ότι έχει κάνει εγχείρηση καρδιάς πριν από ένα χρόνο και ότι πρέπει να παίρνει τα φάρμακά του, που τα έχει στο σπίτι του. Οι αστυνομικοί δεν συγκινούνται, μεταφέρουν και τους δύο στο αστυνομικό τμήμα, όπου συνεχίζεται η κακοποίησή τους. Αργότερα ο Μοχάμετ μεταφέρεται στο νοσοκομείο Ρεθύμνου, όπου διαπιστώνεται ο θάνατός του, ο οποίος αποδίδεται σε παθολογικά αίτια με την επισήμανση όμως ότι ο ξυλοδαρμός του επιδείνωσε την κατάστασή του. Αυτά τα «παθολογικά αίτια» έκλρεισαν την υπόθεση του θανάτου, χωρίς να αποδοθούν ευθύνες. Ο Αχμέτ παρέμεινε φυλακισμένος, του αποδόθηκαν πέντε κατηγορίες και μετά από λίγες ημέρες μεταφέρθηκε στα επείγοντα, λόγω των βασανιστηρίων που υπέστη.

Σε μια συγκινητική ανταπόκριση από το Ρέθυμνο, που δημοσιεύτηκε στο Indymedia τρεις ημέρες μετά, στις 16 Ιανουαρίου του 2004, περιγράφεται η πομπή που ακολούθησε το φέρετρο του νεκρού Μοχάμετ ως το λιμάνι. «Το πανό των μεταναστών έγραφε:ΟΧΙ ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΣ ΟΙ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΙ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥΝ ΝΤΟΠΙΟΥΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ.»

14 Ιανουαρίου 1996. Υπουργός της αστυνομικής βίας ο Σήφης Βαλυράκης. Θύμα της ο Τούρκος από την Ξάνθη Λούτφη Οσμάντζε, ετών 40.

Πολύ ολιγόλογες οι αναφορές για τον Λούτφη. Τον συνέλαβαν μεθυσμένο στον Βύρωνα και τον μετέφεραν στο αστυνομικό τμήμα. Την επόμενη μέρα στις 10 το βράδυ ήταν νεκρός. Ο ιατροδικαστής Εμμανουήλ Νόνας διαπίστωσε ότι ο θάνατος οφειλόταν σε οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου κατά τη διάρκεια του ξυλοδαρμού του.

Δεν έχουμε καμιά πληροφορία για τον ίδιο και την οικογένειά του. Ποιος νοιάζεται;

Παντού αναφέρεται ως «μουσουλμάνος» από την Ξάνθη. Εγώ τον χαρακτήρισα Τούρκο, πράγμα που θα ενοχλήσει πολλούς πατριώτες, που δεν αναγνωρίζουν εθνικές μειονότητες στην Ελλάδα. Πριν από λίγες ημέρες σχολίασε κάποιος άλλο κείμενό μου γράφοντας: « Ως προς το άλλο θέμα,προφανώς και κρίνονται και οι διεθνείς συνθήκες και ιδεολογικά και “πρακτικά”, αλλά όπως γνωρίζετε σε αυτά τα ζητήματα αυτό που καθορίζει την μακροβιότητά τους (γιατί τίποτα δεν είναι τελεσίδικο στη γεωπολιτική) είναι ο συσχετισμός ισχύος. Όσο αυτός παραμένει συντριπτικά πατριωτικός-και θα παραμείνει, θα το φροντίσουμε αυτό- στην Ελλάδα δεν υπάρχουν και δεν θα υπάρξουν “εθνικές” μειονότητες.» Ίσως ένας από τους τρόπους, για να το «φροντίσουμε αυτό» είναι ο ξυλοδαρμός έως θανάτου.

Άραγε πώς βρέθηκε στον Βύρωνα ο Λούτφη; Πού ζούσε, πού εργαζόταν, πού έγινε η κηδεία του, πού θάφτηκε; Και αυτά δεν είναι τα μοναδικά ερωτήματα.

Κάποτε είχε έρθει στο Σχολείο να μιλήσει στα παιδιά κάποια κυρία, που εκπροσωπούσε το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες. Καλή ομιλία, παρά τον διαχωρισμό που έκανε για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες και τον απαξιωτικό τρόπο που μίλησε για τους δεύτερους. Στο τέλος ζήτησε από τα παιδιά να υποβάλουν ερωτήσεις. Σε αυτές τις περιπτώσεις τα παιδιά είναι στην αρχή διστακτικά και για να ενθαρρύνω τη διαδικασία των ερωτήσεων έκανα εγώ μια ερώτηση: «Εκτός Θράκης, όπου υπάρχουν μουσουλμανικά νεκροταφεία, πού θάβονται οι μουσουλμάνοι, όταν πεθαίνουν;» Η κυρία αιφνιδιάστηκε πολύ. Είπε πως δεν την είχε ποτέ απασχολήσει το θέμα και πως δεν ήξερε. Θα φρόντιζε όμως να μάθει και θα μου τηλεφωνούσε να με ενημερώσει. Πράγματι μου τηλεφώνησε μετά από δύο ημέρες. Δεν είχε μάθει κάτι συγκεκριμένο, μόνο πως κάπου τους παραχώνουν, αλλά δεν ήξερε πού. Τους μουσουλμάνους, λοιπόν, δεν τους θάβουν, αλλά κάπου τους παραχώνουν.

Άραγε τον Λούτφη τον μετέφεραν νεκρό στην Ξάνθη, να τον θάψουν κανονικά ή κάπου τον παράχωσαν;

Η δολοφονία του Θοδωρή Γιάκα από τον αρχιφύλακα Λαγογιάννη

.

10 Ιανουαρίου του 1994

Ο Θοδωρής Γιάκας, ένας νεαρός μουσικός δολοφονήθηκε στα 28 του χρόνια από τον αρχιφύλακα Λαγογιάννη τελείως αναίτια και απρόκλητα.

Παρόλη την αγανάκτηση που προκαλεί και αυτή η δολοφονία μού προξενεί ιδιαίτερη λύπη το ότι δεν υπάρχει στο διαδίκτυο ούτε μία φωτογραφία του, ούτε μια πληροφορία για τη ζωή του, για την οικογενειακή του κατάσταση. Βεβαίως το 1994 που έγινε η δολοφονία δεν ήταν ανεπτυγμένο το διαδίκτυο, όμως απασχολούσε τις αίθουσες των δικαστηρίων έως το 2000, που το διαδίκτυο είχε αναπτυχθεί πολύ. Άλλωστε υπάρχουν δύο φωτογραφίες του δολοφόνου, που δεν θέλω να αναδημοσιεύσω. Δεν πρόκειται για κάποιον ανώριμο και άπειρο αστυνομικό, αλλά για έναν μεσήλικα, που αν τον τοποθετούσε κανείς μέσα σε υπουργικό συμβούλιο δεν θα έδειχνε παράταιρος.

Νωρίς το βράδυ εκείνης της μέρας ο Θοδωρής Γιάκας έκανε περίπατο στους δρόμους του Μοσχάτου. Ξαφνικά σταματάει δίπλα του ένα αυτοκίνητο, όχι περιπολικό, και κατεβαίνει με πολιτικά ο αρχιφύλακας κρατώντας το περίστροφο στο χέρι του. Τρομοκρατημένος ο νεαρός αρχίζει να τρέχει και ο Λαγογιάννης τον πυροβολεί τέσσερις φορές.

Αμέσως η αστυνομία, που πάντα μηχανορραφεί σε τέτοιες περιπτώσεις, έστησε απαλλακτικό σενάριο. Ο Γιάκας παρουσιάστηκε ως δραπέτης ψυχιατρείου, ο Λαγογιάννης προσπάθησε να τον συλλάβει, ο επικίνδυνος δραπέτης επιτέθηκε στον άτυχο και ευσυνείδητο αρχιφύλακα με μαχαίρι, οπότε ο αμυνόμενος Λαγογιάννης αναγκάστηκε να πυροβολήσει τέσσερις φορές, ώσπου το αιμόφυρτο σώμα του νέου άνδρα κατέληξε στο πεζοδρόμιο.

Παρόλο που αμέσως αποδείχθηκε ότι ο Γιάκας δεν ήταν τρόφιμος ψυχιατρείου και δεν είχε δραπετεύσει, το σενάριο ότι ο Λαγογιάννης πυροβόλησε αμυνόμενος παρέμεινε μέχρι τέλους.

Ο αρχιφύλακας δεν συνελήφθη και συνέχισε να υπηρετεί στην ΕΛ.ΑΣ ως την δίκη το 1997. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο τον έκρινε ένοχο για ανθρωποκτονία από πρόθεση καθ’ υπέρβαση των ορίων της άμυνας και τον καταδίκασε σε ποινή κάθειρξης 10 ετών και 5 μηνών. Ο Λαγογιάννης άσκησε έφεση και αφέθηκε ελεύθερος.

Το μεικτό ορκωτό εφετείο της Αθήνας συνεδρίασε επί τρεις ημέρες και μετέτρεψε το κατηγορητήριο σε ανθρωποκτονία από αμέλεια καθ’ υπέρβαση των ορίων της άμυνας.

Η μετατροπή του κατηγορητηρίου υπέρ του συνταξιούχου πλέον Ευάγγελου Λαγογιάννη στο Εφετείο είχε ως συνέπεια να του επιβληθεί πολύ μικρότερη ποινή από την πρωτόδικη: 4 χρόνια και 3 μήνες κατά πλειοψηφία 4-3. Τα τρία μέλη, που μειοψήφησαν, ήθελαν να του επιβληθεί ποινή φυλάκισης τριών μόνο χρόνων.

Ο κατηγορούμενος ήταν βέβαιος ότι δεν θα έμπαινε ούτε μια μέρα φυλακή. Στο άκουσμα της απόφασης κατέρρευσε και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, ενώ η οικογένειά του καταριόταν τους δικαστές που μόλις είχαν μετατρέψει το κατηγορητήριο σε ανθρωποκτονία από αμέλεια.

Μετά την αποκατάσταση της υγείας του ο Λαγογιάννης οδηγήθηκε στις φυλακές για πολύ λίγες μέρες. Πολύ γρήγορα παρουσιάστηκε στο πενταμελές εφετείο της Αθήνας και ζήτησε την αναστολή της ποινής του για λόγους υγείας. Το εφετείο ανέστειλε την ποινή έγκαιρα, ώστε ο Λαγογιάννης να γιορτάσει με την οικογένειά του τα Χριστούγεννα του 2000.

Η περίπτωση του Λαγογιάννη έχει πολλά κοινά στοιχεία με την αρχική καταδίκη του Σαραλιώτη σε δεκαετή κάθειρξη, την αναστολή της ποινής του και την αθώωσή του τελικά από το εφετείο Λαμίας.

Είναι πλέον εμφανές ότι τα δικαστήρια οπλίζουν τα χέρια των αστυνομικών. Τα δικαστήρια διασφαλίζουν στους αστυνομικούς την πεποίθηση ότι τα εγκλήματά τους θα μείνουν ατιμώρητα.

Στην έρευνα που έκανα των στοιχείων για αυτή τη δολοφονία ήρθα αντιμέτωπος με αυτή την είδηση: από το 2000 μέχρι τον Ιούνιο του 2002 εκδόθηκαν πέντε αποφάσεις δικαστικών συμβουλίων ή δικαστηρίων για υποθέσεις θανατηφόρων πυροβολισμών από αστυνομικούς. Σε δύο περιπτώσεις δεν απαγγέλθηκε καν κατηγορία, σε άλλες τρεις οι αστυνομικοί καταδικάστηκαν για ανθρωποκτονία από αμέλεια με αναστολή.

Ποιες είναι αυτές οι ανθρωποκτονίες;

Ας συμβάλουμε όλοι μας, ώστε να ανασυρθούν από τη λήθη και την αφάνεια, όλα τα θύματα, όλα τα εγκλήματα της αστυνομίας. Και άνθρωποι σαν τον Θοδωρή Γιάκα να μην παραμένουν ένα όνομα σε μια ληξιαρχική πράξη θανάτου.

Υποψιάζομαι ότι οι κατάλογοι που κυκλοφορούν δεν είναι πλήρεις.

Τα Βασανιστήρια σε Αφγανούς Πρόσφυγες

Για άλλη μια φορά να τονίσουμε ότι ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος δεν είναι το μοναδικό θύμα της αστυνομίας. Τα θύματα είναι πολλά και καθήκον μας είναι να μην επιτρέψουμε να ξεχαστούν. Επετειακά θα ανασύρω ένα ένα όλα τα γνωστά τουλάχιστον θύματα της αστυνομικής βίας και ας προσπαθήσουμε όλοι μαζί να τους δώσουμε τη θέση που τους αξίζει στην Ιστορία.

Δεκέμβρης του 2004. Υπουργός Δημόσιας Τάξης ο Γεώργιος Βουλγαράκης.

Ένας Αφγανός κρατούμενος, συνοδευόμενος από δύο αστυνομικούς, κατάφερε να δραπετεύσει. Τις επόμενες ημέρες οι δύο αστυνομικοί και αρκετοί συνάδελφοί τους έκαναν επιδρομές σε κτήριο της οδού Πιπίνου, όπου στεγάζονταν Αφγανοί πρόσφυγες, μεταξύ των οποίων και ανήλικοι, και επιδίδονταν σε βασανιστήρια με σκοπό να αποσπάσουν πληροφορίες για τον κρατούμενο που δραπέτευσε.

Ειδικότερα οι αστυνομικοί μετέφεραν δύο πρόσφυγες στο υπόγειο γκαράζ του ΑΤ Αγίου Παντελεήμονα, όπου τους υπέβαλαν σε φάλαγγα και άλλα βασανιστήρια (σύμφωνα με το κατηγορητήριο) για να τους εξαναγκάσουν να αποκαλύψουν πού κρυβόταν ο συμπατριώτης τους, παρόλο που είχαν δηλώσει επανειλημμένα ότι δεν τον γνώριζαν.

Τα θύματα των βασανιστηρίων, μεταξύ των οποίων και ανήλικοι, κατέφυγαν σε ΜΚΟ και συλλογικότητες που ειδικεύονταν στην προστασία των προσφύγων και εξετάστηκαν από ειδικευμένο προσωπικό του Ιατρικού Κέντρου Αποκατάστασης Βασανιστηρίων. Κατόπιν τούτου η υπόθεση έλαβε μεγάλες διαστάσεις. Η αστυνομία δεν μπόρεσε, όπως ήταν τελείως αναμενόμενο, να ανακαλύψει τους άλλους αστυνομικούς που εμπλέκονταν στην υπόθεση και η υποτιθέμενη έρευνα περιορίστηκε στους δύο ήδη γνωστούς αστυνομικούς. Σκηνοθετήθηκε ΕΔΕ η οποία επέβαλε ποινή εξάμηνης αργίας στους δύο αστυνομικούς, οι οποίοι όμως ουδέποτε την εξέτισαν. Ακολούθησε παραπομπή σε δίκη για κακουργηματική άσκηση βασανιστηρίων.

Η παραπομπή για κακούργημα ήταν τελείως ασυνήθιστη, γιατί όπως επεσήμανε το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες οι αστυνομικοί δεν παραπέμπονται με τη διάταξη του ποινικού κώδικα που τιμωρεί ως κακούργημα τα βασανιστήρια.

Πράγματι, στην ακροαματική διαδικασία, μετά από 7 χρόνια, που διήρκεσε επτά συνεδρίες η εισαγγελέας της έδρας πρότεινε τη μετατροπή του κατηγορητηρίου σε πλημμεληματική άσκηση σωματικών κακώσεων. Το δικαστήριο αποδέχθηκε την πρόταση και η λέξη βασανιστήρια εξοβελίστηκε. Στους κατηγορούμενους επιβλήθηκε ποινή 5 ετών στον ένα και 5 ετών και 5 μηνών στον άλλο και αφέθηκαν ελεύθεροι μέχρι την εκδίκαση της έφεσης.

Λίγους μήνες αργότερα το εφετείο μείωσε την ποινή σε 20 και 25 μήνες αντίστοιχα και εξαγοράστηκε.

Μετά την απόφαση του εφετείου δέκα Αφγανοί ηλικίας 16 έως 29 ετών προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ).

Στην προσφυγή τους στο ΕΔΔΑ οι Αφγανοί ανέφεραν ότι παραβιάστηκε το Άρθρο 3 της Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (απαγόρευση βασανιστηρίων και απάνθρωπη/ταπεινωτική συμπεριφορά) καθώς και το Άρθρο 6, που αφορά το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη εντός λογικής προθεσμίας. Οι ίδιοι αναφέρθηκαν και στη μεγάλη καθυστέρηση της ποινικής δίκης, η οποία έθεσε σε κίνδυνο τον όγκο και την ποιότητα των αποδεικτικών στοιχείων.

Η απόφαση του ΕΔΔΑ δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του 2019 και αναφέρεται σε αυτήν ότι στη δικογραφία δεν είχαν συμπεριληφθεί οι καταθέσεις των μαρτύρων, ούτε αναφερόταν αν είχαν δοθεί παρουσία διερμηνέα, καθότι οι ίδιοι δεν γνώριζαν Ελληνικά. Επίσης επισημαίνεται ότι το δικαστήριο δεν εξέτασε το ρατσιστικό κίνητρο, ούτε το ενδεχόμενο οι κατηγορούμενοι να είχαν εμπλακεί στο παρελθόν σε επεισόδια με φυλετική χροιά ή αν είχαν ρατσιστική ή εξτρεμιστική ιδεολογία. Κάπως έτσι θεμελιώνεται το ελαφρυντικό του πρότερου σύννομου βίου.

Στην αιτιολογία της απόφασης του ΕΔΔΑ διαβάζουμε: «Τα ελληνικά δικαστήρια δεν είχαν δώσει την αρμόζουσα προσοχή σε ορισμένους παράγοντες, μεταξύ αυτών ότι οι αστυνομικοί είχαν ενεργήσει στο πλαίσιο μιας άτυπης επιχείρησης, χωρίς να έχουν λάβει ένταλμα σύλληψης ή έρευνας…δεν διαπιστώθηκε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της χρήσης βίας από τους αστυνομικούς και της συμπεριφοράς των αιτούντων, οι οποίοι δεν επιχείρησαν να επιτεθούν στους αστυνομικούς ούτε άσκησαν βία»

Το ευρωπαϊκό δικαστήριο χαρακτήρισε επιεικείς τις ποινές που επέβαλε το ελληνικό δικαστήριο και επιδίκασε αποζημίωση 170.000€ σε εννέα από τους δέκα προσφεύγοντες Αφγανούς.

Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι ελάχιστες τέτοιες περιπτώσεις φτάνουν στη δημοσιότητα, πολύ λιγότερες στα δικαστήρια και ελάχιστες στο ευρωπαϊκό δικαστήριο.

Η σιωπή, η συγκάλυψη και η ατιμωρησία ενθαρρύνει τους αστυνομικούς προς τέτοιες συμπεριφορές.

Το 2015 επί υπουργίας Γιάννη Πανούση και με πρωτοβουλία των αστυνομικών υπαλλήλων υψώθηκε μνημείο στον αερολιμένα Αθηνών, στο οποίο αναγράφεται «Στη μνήμη των αγγέλων που θυσιάστηκαν για την ευνομία».

Όπως λέει και ο Χρυσοχοΐδης, όταν περνούν αυτοί οι άγγελοι ο κόσμος χειροκροτεί.

Ελάχιστο καθήκον μας να μη λησμονούμε. Δεκαέξι χρόνια μετά.

Ευχαριστώ το tvxs και το vice.com που δεν άφησαν να περάσει απαρατήρητη αυτή η υπόθεση.