Η «Άλλη Μοίρα» του Νίκου Παπαδόπουλου

Ο Νίκος Παπαδόπουλος με προσκάλεσε να παρουσιάσω την ποιητική του συλλογή «Άλλη Μοίρα» τη Δευτέρα, 29 Ιανουαρίου 2018, στο Ζοο. Το κείμενο που ακολουθεί είναι από την παρουσίαση.

 

Πριν λίγες μέρες, όταν ο Νίκος Παπαδόπουλος ετοίμαζε την πρόσκληση για την παρουσίαση της «Άλλης Μοίρας» μου πρότεινε να με αναφέρει ως φιλόλογο. Του είπα βιαστικά όχι και διέκοψα απότομα την επικοινωνία. Πάντα θεωρούσα ότι το «φιλόλογος» δεν είναι ειδικότητα, αλλά είδος ανθρώπου. Είδος τρομακτικό και τρομοκρατικό. Το σκέφτηκα μερικές μέρες και μετά του είπα: «γράψε φιλόλογος». Γιατί δεν έχω το κουράγιο και τον χρόνο, για να παλέψω και να διεκδικήσω μια «άλλη μοίρα». Μπορώ ίσως, με πολλά ίσως, να μιλήσω για την «άλλη μοίρα» του Νίκου κινδυνεύοντας πάντα να υποπέσω σε έναν πατερναλισμό, μια και ο φιλόλογος είναι ο κατεξοχήν πατέρας.

Ο Νίκος Παπαδόπουλος συναντάει τη μοίρα του που:

«Ζει σε αδράχτια μοιράζει κομμάτια

Και πνίγει τα δάκρυα

Στ´ αμόνι».

 

Λοιδορεί και περιφρονεί αυτή τη μοίρα:

« Η δική μας η μοίρα

Λιμανιού η ξεφτίλα

Δε θα αλλάξει σαν κάποιων

Φτωχών

 

Η δική μας η μοίρα

Μια θαλάσσια αλμύρα

Θα ξεβράζει καημό

Ξενυχτιών»

 

Αναγνωρίζει τον εαυτό του ανάμεσα σε άλλους:

 

«Κολασμένοι της γης διορισμένοι εξ αρχής

Απ´ τη Μοίρα

Τη θεά των θεών μια μαμά των πολλών

Που δεν οίδα»

 

Θέλει με κάθε τρόπο να ξεφύγει από αυτή τη μοίρα. Αλλά ο τρόπος είναι τελικά ένας και μοναδικός:

 

«Ανοίγει την πόρτα αλλάζει πια ρότα

Γυρίζει την πλάτη

Γλιτώνει

 

Γεννιέται και πάλι και μέσα στην πάλη

Θυμώνει και

Δεν πληρώνει

 

Ζητάει και πάλι να ζήσει τη ζάλη

Αγαπάει μα

Δε ματώνει».

 

Ο στίχος του Νίκου Παπαδόπουλου θυμίζει ρυθμό στοχαστικού πολυβόλου.  Χωρίς στίξη, με μέτρο και ομοιοκαταληξία. Όχι από πίστη και εμμονή σε μια παράδοση, αλλά γιατί ο ήχος του πολυβόλου έχει και μέτρο και ο οικαταληξία, όταν στοχάζεται με ριπές.

 

«Τα ποιήματά μου δε μου άρεσαν ποτέ

Όχι βέβαια ότι προσπάθησα ποτέ να τα κάνω να μου αρέσουν

Ούτε και ότι έγραψα ποτέ

Ποιήματα – με χορδές

Ορδές λέξεων και φράσεων

Που κατακλύζουν τον εγκέφαλο ενός νοητού αναγνώστη»

 

Το ποιητικό του ύφος απέχει πολύ από την καλλιέπεια. Ας λέει ο ίδιος ότι τα ποιήματά του δεν του άρεσαν ποτέ. Στο ύφος αυτό, στον στίχο αυτό έχει φτάσει από καθαρή επιλογή:

 

«Η πένα ακονίζει τις λόγχες, θυμίζει

Παλιά γνώριμη μελωδία

 

Που θέλει να φέρει στο νου που υποφέρει

Την πρώτη αλήθεια

Με βία»

Από αυτή την πένα που ακονίζει τις λόγχες θα προκύψει η άλλη μοίρα, που τελικά μπορεί να μην είναι μόνο η άλλη μοίρα του Νίκου Παπαδόπουλου, αλλά όλων μας.

 

«Η δική μας λεπίδα

Αλλού ηλίου αψίδα

Θα εκτελέσει ένα κράτος

Αστών

 

Ατσαλένια η ασπίδα

Ημετέρα ελπίδα

Για ν´ αλλάξουμε ρου

Στρεβλωτικό»

 

Η άλλη μοίρα όμως δεν συγκρούεται μόνο με τις κοινωνικές και πολιτικές νόρμες. Δεν οδηγεί μόνο σε μια κοινωνική και πολιτική αναγέννηση.   Χρειάζεται να επουλώσει και παλιά τραύματα της ψυχής και της καρδιάς.

 

«Δώσ´ μου ένα σ´ αγαπώ

Λιγάκι και ορθοποδώ

Και συνεχίζω

……..

Και ξαναδώσ´ μου αναπνοή

Μες στης καρδιάς τη συνοχή

Να μ´ αγαπήσω

………

Να ξαναστήσω μια ζωή

Ανθρώπινη και αληθινή

Με μια μαγεία

 

Μια κινησούλα τόσο απλή

Να καθαρίσει η βροχή

Την αμαρτία».

Η Γλώσσα που Περικλείει και η Γλώσσα που Αποκλείει

Ο τίτλος της ομιλίας μου η γλώσσα που περικλείει και η γλώσσα που αποκλείει είναι μετάφραση των αγγλικών όρων inclusive και exclusive language. Δεν ξέρω πόσο επιτυχή βρίσκετε την απόδοση αυτών των όρων στα Ελληνικά, αλλά, όπως λέγεται, «η μετάφραση είναι σαν την γυναίκα. Όταν είναι ωραία, είναι και άπιστη». Δεν ανέφερα πάντως αυτό το καταστάλαγμα σοφίας, για να συζητήσουμε και να αποφασίσουμε αν η μετάφραση που επιχείρησα είναι ωραία και άπιστη ή άσχημη και πιστή. Αντίθετα, και παρόλο που με ενδιαφέρει πολύ η γνώμη σας, αναφέρθηκα σε αυτό, για να επισημάνω ότι στη μετάφραση αποδίδεται γυναικεία υπόσταση, η οποία συμπυκνώνεται σε δύο βασικά χαρακτηριστικά, την ομορφιά και την απιστία. Η γυναίκα οφείλει να είναι ωραία, για να αρέσει στον άνδρα της, και επιπλέον πρέπει να του είναι πιστή. Θα μπορούσαμε όμως να πούμε ότι εντέλει το μόνο σταθερό χαρακτηριστικό της γυναίκας είναι η απιστία, η προδοσία, γιατί το αν θα είναι ωραία είναι ζήτημα τύχης. Αντίθετα είναι πάντα δυνάμει άπιστη, γιατί όταν είναι όμορφη έχει ευκαιρίες να είναι άπιστη, ενώ όταν είναι άσχημη λιγοστεύουν ή εκμηδενίζονται οι ευκαιρίες για απιστία, και άλλωστε μπορεί και να μην έχει καθόλου άνδρα, οπότε σε ποιον να είναι άπιστη;

Συνέχεια

Ο γυναικείος λόγος και η γυναικεία γραφή

Από τη δεκαετία του 70 και έπειτα βλέπουμε μια συνεχή ανάπτυξη της γυναικείας λογοτεχνίας στον ελληνικό χώρο, η οποία ανταποκρίνεται και στις προτιμήσεις του αγοραστικού κοινού, αν κρίνει κανείς από τις πολλαπλές ανατυπώσεις ορισμένων βιβλίων.

Υπάρχει ωστόσο κάποια επιφύλαξη από την πλευρά κυρίως των γυναικών συγγραφέων ως προς τον όρο γυναικεία λογοτεχνία  και γυναικεία γραφή γενικότερα. Διατυπώνεται δηλαδή η επιθυμία να μη γίνεται διάκριση στη γυναικεία λογοτεχνία, με τον ίδιο τρόπο που δεν γίνεται διάκριση στην ανδρική λογοτεχνία και επομένως πρέπει να μιλάμε για λογοτεχνία μόνο χωρίς καμιά διάκριση.

Συνέχεια

Νένη Ευθυμιάδη

Όταν μου έγινε η πρόσκληση να σας μιλήσω στη σημερινή συγκέντρωση απάντησα καταφατικά με μεγάλη προθυμία, γιατί είναι το ελάχιστο που μπορώ να κάνω για τη Νένη. Στη συνέχεια όμως αναλογίσθηκα πόσο δύσκολο είναι να αρχίσω να μιλάω για τη Νένη και κυρίως πόσο δύσκολο είναι να σταματήσω να μιλάω για αυτήν. Πού θα βάλω τελεία, αφού εδώ και καιρό μου έχουν τελειώσει οι τελείες και βάζω παντού ερωτηματικά.

Την πρώτη δυσκολία θα την ξεπεράσω πολύ συμβατικά. Θα αρχίσω από τη γνωριμία μας.  Το 1982, όταν εργαζόμουν στον εκδοτικό τομέα του Βιβλιοπωλείου της Εστίας, με επισκέφτηκε μια νέα κυρία με πολύ εντυπωσιακή εμφάνιση και έντονο μακιγιάζ και με πολύ μεγαλοπρεπείς κινήσεις μου έδωσε ένα ντοσιέ. Μου είπε: «’Εχω γράψει ένα πολύ ωραίο βιβλίο και σας το έφερα να το εκδώσετε». Ο διάλογος δεν κράτησε περισσότερο από ένα λεπτό, χαμογέλασε συγκαταβατικά και αποσύρθηκε. Πολύ βιαστικά την έκρινα στερεοτυπικά και θεώρησα πως αντιμετώπιζα ένα ψώνιο. Αργότερα, πολλές φορές της είχα περιγράψει αυτή τη συνάντηση με τις ανάλογες μιμήσεις φωνής και κινήσεων και αντιδρούσε με ένα παρατεταμένο γέλιο, ιδιαίτερα με το συμπέρασμά μου ότι αντιμετώπιζα ένα ψώνιο. Πάντως, όπως έκανα με όλα τα χειρόγραφα, το έβαλα στην τσάντα μου και το πήρα μαζί μου για να το διαβάσω στο σπίτι.

Συνέχεια