Όταν μου έγινε η πρόσκληση να σας μιλήσω στη σημερινή συγκέντρωση απάντησα καταφατικά με μεγάλη προθυμία, γιατί είναι το ελάχιστο που μπορώ να κάνω για τη Νένη. Στη συνέχεια όμως αναλογίσθηκα πόσο δύσκολο είναι να αρχίσω να μιλάω για τη Νένη και κυρίως πόσο δύσκολο είναι να σταματήσω να μιλάω για αυτήν. Πού θα βάλω τελεία, αφού εδώ και καιρό μου έχουν τελειώσει οι τελείες και βάζω παντού ερωτηματικά.
Την πρώτη δυσκολία θα την ξεπεράσω πολύ συμβατικά. Θα αρχίσω από τη γνωριμία μας. Το 1982, όταν εργαζόμουν στον εκδοτικό τομέα του Βιβλιοπωλείου της Εστίας, με επισκέφτηκε μια νέα κυρία με πολύ εντυπωσιακή εμφάνιση και έντονο μακιγιάζ και με πολύ μεγαλοπρεπείς κινήσεις μου έδωσε ένα ντοσιέ. Μου είπε: «’Εχω γράψει ένα πολύ ωραίο βιβλίο και σας το έφερα να το εκδώσετε». Ο διάλογος δεν κράτησε περισσότερο από ένα λεπτό, χαμογέλασε συγκαταβατικά και αποσύρθηκε. Πολύ βιαστικά την έκρινα στερεοτυπικά και θεώρησα πως αντιμετώπιζα ένα ψώνιο. Αργότερα, πολλές φορές της είχα περιγράψει αυτή τη συνάντηση με τις ανάλογες μιμήσεις φωνής και κινήσεων και αντιδρούσε με ένα παρατεταμένο γέλιο, ιδιαίτερα με το συμπέρασμά μου ότι αντιμετώπιζα ένα ψώνιο. Πάντως, όπως έκανα με όλα τα χειρόγραφα, το έβαλα στην τσάντα μου και το πήρα μαζί μου για να το διαβάσω στο σπίτι.
Εκείνη την ημέρα έπρεπε να περάσω από το συνεργείο για κάποιο πρόβλημα του αυτοκινήτου και χρειάστηκε να περιμένω αρκετά. Άνοιξα, λοιπόν την τσάντα μου, έβγαλα το χειρόγραφο και άρχισα να διαβάζω τις Αθόρυβες Μέρες της Νένης Ευθυμιάδη με τις αναπόφευκτες προκαταλήψεις τις πρωινής γνωριμίας. Μετά από λίγες σελίδες ανάγνωσης ευχόμουν να καθυστερήσει η επισκευή του αυτοκινήτου, για να μη χρειαστεί να διακόψω. Η αναμονή σε συνεργείο αυτοκινήτων μου ήταν πάντα πιο δυσάρεστη από την αναμονή στον προθάλαμο οδοντιατρείου, αλλά για πρώτη φορά μου ήταν πολύ ευχάριστη. Στο σπίτι παραμέρισα όλες μου τις υποχρεώσεις, ολοκλήρωσα την ανάγνωση και γύρω στις 11 το βράδυ της τηλεφώνησα και της είπα: «Κυρία Ευθυμιάδη, πράγματι έχετε γράψει ένα πολύ ωραίο βιβλίο». Εκείνη την ημέρα συνολικά διάβασα ένα πολύ ωραίο βιβλίο, γνώρισα μια πολύ σημαντική συγγραφέα και απόκτησα την πιο σταθερή, πιο ειλικρινή, πιο ευγενική, πιο ανιδιοτελή, πιο διακριτική, πιο γενναιόδωρη φίλη της ζωής μου.
Θα μπορούσα σήμερα να σας μιλήσω για τα βιβλία που έχει εκδώσει η Νένη. Αλλά για αυτά έχουν μιλήσει και γράψει πολλοί, μεταξύ των οποίων και εγώ. Σήμερα θα σας μιλήσω για ένα ανέκδοτο βιβλίο της, για ένα βιβλίο πολύ σημαντικό που έγραφε η ίδια έως την τελευταία της πνοή και αυτό είναι η ίδια της η ζωή. Δεν του έβαλε τίτλο, αυτό το άφησε σε μας, αλλά κατ’ απομίμηση του Υπέροχου Γκάτσμπυ του Φιτζέραλντ, προτείνω ως τίτλο αυτού του βιβλίου το Υπέροχη Νένη.
Μπορώ να σας δώσω στα επόμενα λεπτά μόνο λίγα αποσπάσματα από αυτό το βιβλίο, μέσα από τη δική μου ανάγνωση και σίγουρα θα έχετε κι εσείς τα δικά σας, από τη δική σας ανάγνωση.
Ανατρέχει συχνά η μνήμη μου στον αφοριστικό τρόπο με τον οποίο έκανε τις αναπάντεχες δηλώσεις της, έτσι που έκανε κάθε δευτερόλεπτο να επαναστατήσει και να διεκδικήσει χρονική διάρκεια. Κάποτε είχε κάνει ένα ολιγοήμερο ταξίδι στη Σαντορίνη. Όταν επέστρεψε και μιλήσαμε στο τηλέφωνο τη ρώτησα πώς της φάνηκε η Σαντορίνη. Εκείνη, απορημένη με την κοινοτοπία μου, είπε: «Ξέρεις, εγώ δεν παρατηρώ τα τοπία».
Τι παρατηρούσε όμως η Νένη; Κάποια ημέρα θα ερχόταν στο σπίτι μου στη Βαρυμπόμπη με το Γιώργο Γαλάντη. Η ώρα περνούσε και καθυστερούσαν, ενώ ήταν πάντα πολύ ακριβής στα ραντεβού της. Κάποια στιγμή έφτασαν και δήλωσαν πώς χάσανε τη στροφή προς Βαρυμπόμπη και ανέβηκαν πολύ ψηλά στην εθνική οδό. Της είπα τότε «Καλά, ο Γιώργος δεν έχει έρθει πολλές φορές στο σπίτι και δικαιολογείται να χαθεί. Εσύ, όμως, που έχεις έρθει τόσες φορές, πώς είναι δυνατόν να μην είδες τη στροφή προς Βαρυμπόμπη;» Η Νένη, τελείως ατάραχη, είπε: «Και βέβαια την είδα, αλλά δεν μίλησα, γιατί ήθελα να παρατηρήσω στο πρόσωπό του τον τρόμο και την αγωνία, καθώς θα έκανε στροφή 360 μοιρών στη Εθνική, για να γυρίσει πίσω.»
Η ίδια ήταν πάντα κρυμμένη πίσω από μια μάσκα μακιγιάζ, που δεν επέτρεπε να παρατηρείς στο πρόσωπό της τις συναισθηματικές της αποχρώσεις. Όλοι όμως εμείς ήμασταν εκτεθειμένοι στο οξυδερκές βλέμμα της, το οποίο έκανε αλυσιδωτές διαγνώσεις, αλλά πάντα με επιείκεια και κατανόηση. Η Νένη ανακάλυπτε την ανθρωπιά του άλλου μέσα στις αδυναμίες του και τις εξαρτήσεις του. Δεν είναι τυχαίο πως κάποτε μου είχε χαρακτηρίσει με περιφρόνηση κοντινό της πρόσωπο ως «τέρας ψυχικής υγείας».
Η ίδια, όπως είπα, ήταν αδιόρατη, πίσω από ένα παχύ στρώμα μακιγιάζ, ένα εκκωφαντικό ντύσιμο, διανθισμένο από αξεσουάρ και εντυπωσιακά κοσμήματα. Στολή παραλλαγής, συνήθιζα να την αποκαλώ. Κάποτε ήθελε να συναντηθούμε για να δούμε μαζί ένα θεωρητικό της κείμενο. Είχαμε δυσκολία να βρούμε ώρα που να μας βολεύει. Οπότε κάπως πιεστικά της είπα «Εγώ μπορώ να έρθω μόνο τώρα και μπαίνω στο αυτοκίνητο και έρχομαι». «Αδύνατον», μου λέει «είμαι άβαφη». «Για να έρθω από τη Βαρυμπόμπη στη Βουλιαγμένη θα μου πάρει μία ώρα», της απαντώ. «‘Εχεις μια ολόκληρη ώρα, για να βαφτείς». «Αδύνατον, δεν προλαβαίνω σε μια ώρα να βαφτώ». Πολύ πιεστικά την έπεισα πως δεν θα χάλαγε ο κόσμος, αν μετά από τόσων ετών φιλία την έβλεπα άβαφη. Για πρώτη φορά την είδα χωρίς την πανοπλία της μεγαλοπρέπειας. Με ένα τζίν και ένα μπλουζάκι και τελείως άβαφη. Στην πραγματικότητα όμως δεν την είδα. Παρέμεινε όλη την ώρα κουλουριασμένη σε ένα καναπέ να τρώει τα νύχια των ποδιών της. Μια άλλη Νένη, αμήχανη, λιγόλογη, χωρίς την πνευματική της οξυδέρκεια. Στην ουσία δεν κάναμε δουλειά και επέσπευσα την αναχώρησή μου.
Άλλη φορά πάλι που έπρεπε να συναντηθούμε μου εξήγησε πως η συνάντηση αυτή θα αναβαλλόταν για λίγο καιρό, γιατί της είχε τελειώσει το πράσινο βερνίκι των νυχιών, το οποίο αποκτούσε με πολλλή δυσκολία από κάποιο κατάστημα του Παρισιού και την τελευταία φορά που είχε πάει για να το αγοράσει είχε εξαντληθεί. Γεμάτος απορία της είπα «Τι σημασία έχει αυτό;» Και ως αφελής έφερα στη σκέψη μου τα μπουκαλάκια με βερνίκι νυχιών στο ράφι του σουπερμάρκετ.
Η δική της απορία όμως ήταν πολύ πιο μεγάλη. «Μα πάντα όταν σε βλέπω έχω πράσινα νύχια. Αυτό το βερνίκι το έχω αποκλειστικά για σένα και τώρα τέλειωσε. Έχω παραγγείλει όμως με κάποιον φίλο που πήγε στο Παρίσι και θα έρθει σε λίγες μέρες».
Βασικό θέμα της ήταν πάντα ο θάνατος, σε όλες του τις εκδοχές, σε όλες του τις οπτικές. Ακόμη και το αγαπημένο της γλυκό ήταν τα κόλλυβα και συχνά έφτιαχνα κόλλυβα και της πήγαινα, πάντα στο ίδιο μεταλλικό δοχείο, για να αντέχει τις μεταφορές. Πέρα από το θάνατο στα βιβλία της που έχουμε διαβάσει, πάντα τον σκεφτόταν, πάντα αναφερόταν σε αυτόν. Δεν το εξόρκιζε με αυτόν τον τρόπο. Δεν εξορκίζεται η βεβαιότητα, μόνο η πιθανότητα φαντάζει πιο απόμακρη με τους εξορκισμούς.
Το 1986 που θα έφευγα για μερικά χρόνια στην Αγγλία, η Νένη οργάνωσε στο σπίτι της ένα μικρό αποχαιρετιστήριο πάρτι. Κάποια στιγμή ο Γαλάντης μου είπε: «Τον πρώτο καιρό θα δυσκολευτείς με την οδήγηση μέχρι να μάθεις να οδηγείς ανάποδα». Τότε η Νένη, κρατώντας το δίσκο με τα ποτά και με στροφή του σώματος κατά τρία τέταρτα δήλωσε παγερά και ηχηρά: «Θα μάθει αμέσως, γιατί αλλιώς θα σκοτωθεί».
Λίγα χρόνια μετά, όταν γίνονταν οι μεγάλες προεκλογικές συγκεντρώσεις στο σύνταγμα, μου τηλεφώνησε ταραγμένη με το θέαμα όλων αυτών τον οπαδών των μεγάλων κομμάτων και μου είπε. «Εγώ όλους αυτούς τους φαντάζομαι απογυμνωμένα κρανία μετά από 100 χρόνια και τότε ηρεμώ».
Μου είχε πολλές φορές αναφέρει πως παρατηρούσε την αλλοίωση των χαρακτηριστικών στα πρόσωπα ετοιμοθάνατων φίλων, το τράβηγμα στα πρόσωπα των νεκρών. «Προετοιμάζομαι για το αναπόφευκτο, είναι απλό», μου είχε εξηγήσει
Κάποια στιγμή την ρώτησα: «Νένη, γιατί γράφεις». Με κοίταξε με απορία «μα, από καθαρή ματαιοδοξία, φυσικά» μου απάντησε απογοητευμένη που μια τέτοια ερώτηση προερχόταν από εμένα. Τίποτε βαρύγδουπο, τίποτε υψιπετές. «Καθαρή ματαιοδοξία». Καταλόγιζε στον εαυτό της το γράψιμο ως μια αδυναμία, ένα πάθος, μια εξάρτηση που την καθιστούσε ευάλωτη. Αλλά πάλι είμαστε άνθρωποι επειδή έχουμε αδυναμίες, επειδή είμαστε ευάλωτοι. Τα τέρατα είναι ψυχικά υγιή.
Αντίποδας στον πόλο του θανάτου, ο πόλος των χρωμάτων. Τα φωτάκια του χριστουγεννιάτικου δέντρου αναμμένα και τον Αύγουστο: «Ξέρεις, για το χρώμα». Η τηλεόραση ανοιχτή να παίζει μόνιμα χωρίς ήχο, «ξέρεις, για το χρώμα». Ετερόκλητα εδέσματα που δεν ήξερε ούτε τη σύσταση ούτε τη γεύση τους, συνταιριασμένα στις πιατέλες, «ξέρεις, για το χρώμα».
Και μετά ήρθαν οι παραιτήσεις: Παραίτηση από την οδήγηση, παραίτηση από τις μετακινήσεις, παραίτηση από τη θάλασσα, που αγαπούσε πολύ και κάποτε ήταν και αθλήτρια της κολύμβησης. Πριν από δέκα χρόνια, σε μια αναφορά μου για τη θάλασσα, μου απάντησε με ύφος δημόσιου κατήγορου: «Έχουν διακοπεί οριστικά οι σχέσεις μου με το υγρό στοιχείο».
Τελευταία μας συνάντηση ένα πρωινό στο στάρμπακς του Ψυχικού. Παράγγειλε σοκολάτα. Η προσπάθεια να δείχνει απαράλλαχτη ήταν εμφανής. Παρόντα όλα τα στοιχεία της εμφάνισης, ακόμη και τα πράσινα νύχια. Αλλά κάτι είχε αλλάξει. Μου είπε ότι πάθαινε κρίσεις έντονου πανικού. Της σύστησα ένα νευρολόγο, δεν πήγε ποτέ. Και ποτέ δεν μου μίλησε για την αρρώστια της. Για την αρρώστια δεν έμαθα ποτέ. Φρόντισε καλά να με προστατεύσει από αυτή τη θλίψη. Αλλά δεν θα μπορούσε να διαχειριστεί μια τέτοια εξομολόγηση, που θα οδηγούσε σε επισκέψεις. Σε επισκέψεις σε νοσοκομεία. Και εκεί πώς θα εμφανιζόταν χωρίς μακιγιάζ, χωρίς πράσινα νύχια; Η απόκρυψη έλυνε όλα τα προβλήματα. Οι τηλεφωνικές συνομιλίες ήταν πλέον αραιές και σύντομες. Και πάντοτε στη σχέση μας ήταν απαραβίαστη μια σύμβαση. Δεν ρωτάμε. Η σύμβαση των Αθόρυβων Ημερών. Ο αφηγητής ποτέ δεν ρώτησε τίποτε τον αδελφό του. Ποιος τον καταζητούσε, γιατί κρυβόταν, που ήταν τα όπλα; Στις πιέσεις της Νέλλας απαντούσε πως αν υπήρχε κάτι που έπρεπε να το μάθει, ο αδελφός του θα του το έλεγε. Δεν χρειαζόταν να ρωτήσει. Και εμείς ποτέ δεν ρωτούσαμε ο ένας τον άλλον. Ήξερα λεπτομέρειες της ζωής της που σίγουρα δεν έμαθε ποτέ κανείς άλλος και ούτε θα μάθει. Ήξερα με λεπτομέρειες την οικονομική της κατάσταση, όπως κι εκείνη τη δική μου, αλλά χωρίς ποτέ κανείς να ρωτήσει. Και ποτέ δεν έμαθα για την αρρώστια της, γιατί δεν έπρεπε να μάθω. Κάποτε τα τηλεφωνήματα σταμάτησαν. Έγιναν μηνύματα με ευχές στη γιορτή μου και στα γενέθλια. Απαντούσα με μήνυμα που δεν έφτανε ποτέ, γιατί αμέσως έκλεινε το τηλέφωνο της και το μήνυμα επέστρεφε πίσω. Περνούσα εφιαλτικές ώρες ανησυχίας, αλλά δεν έκανα τίποτε, γιατί αν έπρεπε να ξέρω κάτι, θα επέλεγε να μου το πει η ίδια.
Πέρσι στις 25 Σεπτεμβρίου έλαβα πάλι ευχές για τα γενέθλια μου μαζί με λόγια αγάπης. Απάντησα αμέσως με μήνυμα, αλλά το τηλέφωνο και πάλι κλειστό.
Τη Δευτέρα 27 Οκτωβρίου, κάτι έφτιαχνα στην κουζίνα κι εκεί προς το μεσημέρι καθώς άνοιξα το πάνω ντουλάπι της κουζίνας έπεσε στα πόδια εκείνο το μεταλλικό σκεύος, με το οποίο της πήγαινα τα κόλλυβα. Αναρωτήθηκα αναπόφευκτα με ένα παράπονο πότε θα ξαναφτιάξω κόλλυβα για τη Νένη. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο. Στην αναγνώριση της κλήσης διάβασα «Νένη». Το άνοιξα με λαχτάρα, «Νένη», φώναξα, αλλά ακούστηκε άγνωστη γυναικεία φωνή. «Είμαι εξαδέλφη της Νένης. Η Νένη πέθανε πριν λίγη ώρα στο νοσοκομείο και μου άφησε παραγγελία να ειδοποιήσω μόνον εσάς.»
Είπα διάφορα ασυνάρτητα πράγματα και νόμιζα ότι άκουγα ασυνάρτητα πράγματα. Κάποια στιγμή κατόρθωσα να ρωτήσω πότε θα γίνει η κηδεία. «Δεν θα γίνει κηδεία. Θα μεταφερθεί στο Παρίσι και θα αποτεφρωθεί χωρίς κηδεία. Τα είχε όλα οργανώσει η ίδια από πριν».
Εδώ τελειώνει το βιβλίο της ζωής της. Χωρίς ιδεολογικές αντιφάσεις. Με απόλυτη συνέπεια. Η Νένη, ο πιο αγαπημένος χαρακτήρας βιβλίου. Ο πιο έντιμος, αλλά χωρίς κοινωνικές συμβάσεις. Ο πιο διακριτικός, αλλά με έντονη επαναστατικότητα. Ο πιο ευγενικός, αλλά με σαρωτική προσωπικότητα. Ο πιο μαχητικός, αλλά με υπογραμμένες όλες τις προσωπικές παραιτήσεις.
Αναπάντεχα τέλειωσε το βιβλίο. Η, ίσως πιο σωστά, αναπάντεχα τέλειωσε η παράσταση. Μια παράσταση της οποίας τα σκηνικά και κοστούμια θα ζήλευε και η Θεώνη Βαχλιώτη που έκανε τα κοστούμια του υπέροχου Γκάτσμπυ. Αλλά μάταια περιμέναμε την πρωταγωνίστρια για το τελευταίο χειροκρότημα. Η αυλαία έκλεισε οριστικά και η πρωταγωνίστρια εξαφανίστηκε στα παρασκήνια της ύπαρξης μας.
Μας στέρησε αυτό το τελευταίο χειροκρότημα που είχαμε τόσο ανάγκη. Εκείνη δεν το είχε ανάγκη. Αλλά αν ήξερε πόσο πολύ μας ήταν απαραίτητο, νομίζω πως θα συναινούσε, έστω και με συγκατάβαση. Ας μην το καθυστερούμε επομένως κι άλλο.