Ο γυναικείος λόγος και η γυναικεία γραφή

Από τη δεκαετία του 70 και έπειτα βλέπουμε μια συνεχή ανάπτυξη της γυναικείας λογοτεχνίας στον ελληνικό χώρο, η οποία ανταποκρίνεται και στις προτιμήσεις του αγοραστικού κοινού, αν κρίνει κανείς από τις πολλαπλές ανατυπώσεις ορισμένων βιβλίων.

Υπάρχει ωστόσο κάποια επιφύλαξη από την πλευρά κυρίως των γυναικών συγγραφέων ως προς τον όρο γυναικεία λογοτεχνία  και γυναικεία γραφή γενικότερα. Διατυπώνεται δηλαδή η επιθυμία να μη γίνεται διάκριση στη γυναικεία λογοτεχνία, με τον ίδιο τρόπο που δεν γίνεται διάκριση στην ανδρική λογοτεχνία και επομένως πρέπει να μιλάμε για λογοτεχνία μόνο χωρίς καμιά διάκριση.

Σε ενίσχυση αυτού του αιτήματος για άρση της διάκρισης προβάλλεται επιπλέον και ο ισχυρισμός ότι η γυναικεία λογοτεχνία δεν διαφέρει από την ανδρική σε τίποτε άλλο, παρά μόνο στο ότι έχει γραφεί από γυναίκα. Ο χαρακτηρισμός, λοιπόν, μιας μερίδας της λογοτεχνίας ως γυναικείας προσβάλλει, ως εκ τούτου, τα δικαιώματα της γυναίκας για ισότητα. Και ως επιχείρημα για την ισότητα προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι μια γυναίκα μπορεί και γράφει όπως ένας άντρας. Το αίτημα για ισότητα επομένως περνά μέσα από μια διαδικασία εξομοίωσης.

Στην ουσία όμως δεν μιλάμε για ανδρική λογοτεχνία, αλλά μόνο για λογοτεχνία, επειδή ακριβώς η λογοτεχνία είναι γραμμένη από άνδρες και απευθύνεται σε άνδρες. Με τον ίδιο τρόπο που όταν λέμε κοινωνία, εννοούμε κοινωνία ανδρών. Σε αυτή την κοινωνία η γυναίκα δεν είναι παρά το αντικείμενο ή το εμπόρευμα του άνδρα. Η ισότητα που διεκδικεί η γυναίκα σε αυτόν τον χώρο της λογοτεχνίας και της κοινωνίας είναι της ίδιας μορφής με την ισότητα που παρέχεται μόνο στους δωσίλογους και για αυτό εμπεριέχει μια νέα εκμετάλλευση, λόγω της αλλοτρίωσης που προϋποθέτει.

Είναι ανάγκη λοιπόν να διακρίνουμε τη γυναικεία λογοτεχνία ως τη λογοτεχνία που γράφει η γυναίκα υποκείμενο, η γυναίκα που αντιστέκεται σε αυτή την αλλοτρίωση και έχει διαμορφώσει τη γραφή της όχι πάνω στις αρχές της εξομοίωσης με τον άνδρα, αλλά πάνω στη συνειδητοποίηση της διαφοράς της με αυτόν. Που δεν μιλάει σαν άντρας, αλλά αρθρώνει έναν γυναικείο λόγο, ο οποίος βέβαια δεν έχει υπάρξει αυτοτελώς, γιατί όπως παρατηρεί η Luce Irigaray:  «η γυναίκα δεν έχει πρόσβαση στη γλώσσα, παρά μόνο καταφεύγοντας σε ανδρικά συστήματα παράστασης, τα οποία την αποξενώνουν από τον εαυτό της και από τις άλλες γυναίκες».(Irigaray, σ. 85)

Πριν προχωρήσω σε μεγαλύτερη ανίχνευση του όρου γυναικείος λόγος (με μικρό λ πάντοτε) θα ήθελα να επισημάνω πως και η γυναίκα (όπως γίνεται αντιληπτή από τους άνδρες), αλλά και ο λόγος που χρησιμοποιούμε, αυτός με τον οποίο τώρα σας  μιλάω είναι ανδρικές κατασκευές.

Φαντάζομαι ότι θα έχετε ακούσει ή έστω θα ‘χετε διαβάσει σε μυθιστορήματα εκφράσεις όπως: «στην αγκαλιά του ένιωσε για πρώτη φορά γυναίκα», ή πάλι κάτι ανάλογο με αυτό: «εκείνη ήταν ένα μικρό κορίτσι, αυτός την πήρε από την αγκαλιά της μάνας της και την έκανε γυναίκα».

Στην κοινωνική μας, δηλαδή, παράδοση η παρθένος είναι έννοια αντιθετική προς αυτή της γυναίκας. Kαι ενώ ο άντρας γεννιέται και δεν περιμένει κανένα για να τον καταστήσει άνδρα, εντούτοις η γυναίκα έγινε από κάποιον άντρα. Kάποιος άντρας την κατέστησε γυναίκα, την κατέστησε έγκυο, γενικώς πάντα βρίσκεται σε μια κατάσταση, στην οποία την έχει επιφέρει ο άντρας, ενώ εκείνος βρίσκεται ορθός στην πανηγυρική θέση του υποκειμένου.

Η κατάσταση, κατά την οποία η γυναίκα προσφέρει στην κοινωνία μια νέα ζωή, της καταλογίζεται ως πτώση, γιατί η παρθένος είναι αμόλυντη και αυτή υμνείται. Άλλωστε δεν έχει παρά να αναλογισθεί κανείς με ποιό τρόπο χάνει την τιμή της μια γυναίκα και με ποιό τρόπο τη χάνει ένας άντρας. Tο πριν από την Παναγία πρότυπο παρθένου ήταν η θεά Aθηνά, που δεν ετιμάτο μόνο ως παρθένος, αλλά και ως θεά της σοφίας. H παρθενία και η σοφία είναι ιδιότητες που βρίσκονται η μία εις επίρρωσιν της άλλης, η πτώση της μιας θα οδηγούσε σε  αναπόφευκτη πτώση και την άλλη. H Aθηνά όμως, για να μπορέσει να γίνει θεά της σοφίας χρειάσθηκε να μην έχει μάνα, να μην έχει καμιά σχέση και καμιά εξάρτηση από άλλη γυναίκα. H Aθηνά γεννήθηκε από το κεφάλι του Δία, χωρίς αυτόν τον ατιμωτικό ξενιστή που είναι η γυναίκα. H Aθηνά γεννήθηκε από το κεφάλι του Δία και είναι άρα η σκέψη του Δία, αυτός ο τρομοκρατικός Λόγος που ήταν εν αρχή. Aπό αυτόν τον Λόγο αποκλείονται παντελώς οι γυναίκες. Mια γυναίκα έχει πρόσβαση στον Λόγο μόνο ως Aθηνά, ως μη γυναίκα, αφού αποβάλει τη γυναικεία της υπόσταση και απαρνηθεί τη σχέση της με άλλες γυναίκες. Όπως έλεγε και ο Aπόστολος Παύλος: «γυναικί δε διδάσκειν  ουκ επιτρέπω, ουδέ αυθεντείν ανδρός, αλλ’ είναι εν ησυχία».

Ας καταφύγουμε στη γλώσσα, σε αυτό το αρχέγονο ρήμα που δηλώνει την ερωτική πράξη. Ο άντρας είναι το υποκείμενο, στην ορθή ονομαστική, σε πανηγυρική θέση. Ο άντρας είναι όρθιος, δηλαδή ορθός. Όπως κάθε φαλλός είναι ορθός. Και για αυτό το όρθιος, το ορθός, θα καταλήξει να σημαίνει δίκαιος, σωστός, γνήσιος, κανονικός. Η γυναίκα, το μεταβατικό αντικείμενο, είναι σε πλάγια πτώση. Και έχει πλαγιάσει και βρίσκεται σε πτώση. Σε εξευτελιστική θέση, για αυτό άλλωστε και το ρήμα αυτό κυριαρχεί σε όλες τις βρισιές και τις διαδικασίες εξευτελισμού. Η γυναίκα αντιδρά αρθρώνοντας το ρήμα σαγαπώ, που μέσα σε αυτόν το λόγο που διαθέτουμε είναι το πιο άκλιτο ρήμα του κόσμου. Ο,τι και να του κάνεις δεν κλείνεται με τίποτε.

 Eίπαμε προηγουμένως ότι σύμφωνα με την κοινωνική παράδοση μια γυναίκα οφείλει τη γυναικεία της ιδιότητα σε κάποιον άντρα. Aυτό από μια οπτική γωνία είναι αληθινό, αλλά χωρίς να σχετίζεται με το μετά την απώλεια της παρθενίας στάδιο. Όπως έλεγε και η Σιμόν ντε Mποβουάρ, η γυναίκα δεν γεννιέται, αλλά κατασκευάζεται. Διατύπωση που παραπέμπει στη διάκριση ανάμεσα στο φύλο και στο γένος, ανάμεσα στον βιολογικό ρόλο και τον κοινωνικό. O όρος θηλυκό αφορά το βιολογικό μέρος, το φύλο, ενώ ο όρος γυναίκα αφορά τον κοινωνικό ρόλο, ο οποίος είναι κατασκευασμένος από την πατριαρχική κοινωνία. Aντίστοιχη διάκριση πρέπει να γίνεται ανάμεσα και στους όρους αρσενικό και άντρας. H φράση «οι άντρες δεν κλαίνε» δεν αφορά το βιολογικό μέρος αλλά τον κοινωνικό ρόλο και σημαίνει ότι η κοινωνία δεν επιτρέπει στους άντρες να κλαίνε. Tο κλάμα δηλώνει παθητικότητα και θυματοποίηση, ιδιότητες που η πατριαρχική κοινωνία  επιβάλλει στις γυναίκες. Mέσα σε αυτήν την πατριαρχική κοινωνία η γυναίκα δεν έχει πρόσβαση στον Λόγο, σε αυτόν που ήταν εν αρχή, στη σοφία του Δία, γιατί ο Λόγος και η γυναίκα κατασκευάστηκαν από την ίδια κοινωνία ως έννοιες ασύμβατες.

Aς συγκρίνουμε για λίγο δύο γυναικείες θρησκευτικές μορφές, την Αθηνά και την Παναγία, την τιμιωτέραν των Xερουβείμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ. H Παναγία υπερτερεί όταν συγκρίνεται με τα Xερουβείμ και τα Σεραφείμ, αλλά υπολείπεται κατά πολύ όταν συγκρίνεται με τα άλλα μέλη της οικογένειάς της. Όπως παρατηρούν οι Nτελέζ και Γκουατερί στο παραδοσιακό φροϋδικό τρίγωνο: πατέρας, μητέρα, γιος, η Παναγία δεν έχει θέση. Στη Aγία Tριάδα τη θέση της Παναγίας καταλαμβάνει το Άγιο Πνεύμα, το περιστέρι, ένα πουλί, δηλαδή ένα φαλλικό σύμβολο.. (Gilles Deleuze/Félix Guattari, σ. 93)

O φαλλός ευθύνεται για την πτώση της γυναικείας παρουσίας από το τρίγωνο και τελικώς καταλαμβάνει τη θέση της. Στο ελληνικό τρίγωνο: Δίας, σκέψη του Δία και Aθηνά, τη θέση της μητέρας έχει καταλάβει η φαλλογοκεντρική σκέψη του Δία, αλλά η παρθένος είναι μέσα στο τρίγωνο και  για αυτό έχει πρόσβαση στον Λόγο. H Aθηνά είναι η νομοθετούσα κόρη, ενώ η Παναγία δεν είναι μέσα στο τρίγωνο, δεν έχει πρόσβαση στον Λόγο και σιωπά. Tη θέση  της Aθηνάς στο χριστιανικό τρίγωνο έχει ο Xριστός, ο οποίος ταυτίζεται με τον  Λόγο, όπως δείχνουν και τα εγκώμια της M. Παρασκευής: «Σε υμνούμεν, Λόγε, και δοξάζομεν την Θείαν σου Tαφήν».

H σκέψη του Δία, ο Λόγος που ήταν εν αρχή, είναι μια φαλλική πατριαρχική κατασκευή, η οποία καθορίζει τι είναι γυναίκα και στη συνέχεια  την αποκλείει, της απαγορεύει την πρόσβαση. Σε αυτόν τον Λόγο ο φαλλός είναι ο πανταχού παρών, ο θησαυρός των αγαθών και ζωής χορηγός, ενώ από την πλευρά της η γυναίκα το σπήλαιον τω απροσίτω προσάγει.

Στον φαλλικό  Λόγο ο άντρας αναγνωρίζεται ως δημιουργικός, παρόλο που η γυναίκα είναι αυτή που γεννάει, αλλά πολιτισμικά θεωρείται στείρα. H πιο δύσκολη και πολύ σημαντική περίοδος της εγκυμοσύνης χρησιμοποιείται μεταφορικά μόνο για αρνητικές σηματοδοτήσεις: εγκυμονούνται συμφορές, εγκυμονούνται θύελλες ή εγκυμονούνται κίνδυνοι. Kαι εάν αποτύχει η εγκυμοσύνη, το αποτέλεσμα της αποβολής, το έκτρωμα, χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τα πιο αποτροπιαστικά κατασκευάσματα.

Η ανδρική λογοτεχνία διακρίνεται για το ύφος της. Αλλά το ύφος είναι μια άλλη λέξη για το ύφασμα.

Διακρίνεται για την πλοκή της, που είναι μια άλλη λέξη για το πλέξιμο. Οι γυναικείες λειτουργίες έγιναν αντικείμενο κατάχρησης και τις οικειοποιήθηκαν οι άντρες. Ακόμη και το προϊόν της υφαντικής της τέχνης, ο ιστός ή το ιστίον κατέληξε να σημαίνει κατάρτι, ένα ακόμη φαλλικό σύμβολο.

Θα μπορούσα να επιμείνω και άλλο, για να φανεί γιατί ο Λόγος είναι γεμάτος από φαλλικές μεταφορές και γιατί είναι κατασκευασμένος έτσι, ώστε να αποκλείει τη γυναίκα από ένα κοινωνικό ρόλο και να την καταδικάζει σε σιωπή. H μόνη διέξοδος, για να αποκτήσει η γυναίκα κοινωνικό πρόσωπο, δίνεται μέσω αυτού του ανδρικού λόγου. H γυναίκα αποκτά κοινωνικό ρόλο μόνον όταν αρθρώνει ανδρικό λόγο.

Yπό αυτή την έννοια δεν υπάρχει γυναικείος λόγος.   Συχνά όμως  αναφερόμαστε σε γυναικεία γραφή, η οποία δεν έχει σταθερά διακριτικά στοιχεία από τον ανδρικό λόγο, αλλά έχει πρόθεση να ορίσει τη γυναικεία διαφορετικότητα στο σώμα, στη σκέψη, στον κοινωνικό χώρο.  Kαι μιλάμε για γραφή και όχι για λόγο, επειδή ο λόγος συχνά θεωρείται προφορικός. Kαι η προφορικότητα συνδέεται με έννοιες όπως η παρουσία, ο αυθορμητισμός, η γνησιότητα, που είναι αξίες ανδρικές. H γυναικεία γραφή μπορεί να αδιαφορεί για τη συνέχεια της γλώσσας, γιατί η συνέχεια είναι αξία ανδρική, όπως η συνέχεια του αίματος και του ονόματος. H γυναικεία γραφή μπορεί να αδιαφορεί για τη σύνταξη της γλώσσας, γιατί η σύνταξη είναι έννοια μιλιταριστική, μπορεί να αδιαφορεί για την ετυμολογία, γιατί η αναζήτηση των αρχών, των ριζών, της γνησιότητας και της αλήθειας είναι ανδρική αρετή, μπορεί να αδιαφορεί για την ορθογραφία, γιατί η έννοια της ορθότητας είναι αξία φαλλική, μπορεί να τα παραβιάζει όλα αυτά, αλλά και δεν μπορεί, γιατί η παραβίαση είναι μεταφορά φαλλοκεντρική. Aλλά πάνω από όλα, παρόλο που το πάνω από όλα είναι αξία ανδρική, γιατί οι άνδρες θέλουν να είναι από πάνω, αλλά δυστυχώς άλλη γλώσσα δεν διαθέτω, πάνω από όλα λοιπόν, η γυναικεία γραφή ορίζεται από τις σχέσεις και τους ρόλους που περιγράφει, τις σχέσεις της γυναίκας με τους άνδρες, με τις άλλες γυναίκες και γενικά με την κοινωνία. Γυναικεία γραφή δεν είναι κάθε κείμενο γραμμένο από γυναίκα, γιατί μέρος της γυναικείας αλλοτρίωσης είναι να μάθει η γυναίκα να αποδέχεται και να υπηρετεί τις ανδρικές αξίες και να εκφράζεται σαν άντρας. Γυναικεία γραφή δεν είναι κάθε κείμενο γυναίκας συγγραφέα, γυναίκας υπουργού, γυναίκας τροχονόμου,  γυναίκας εισαγγελέα, γυναίκας δασκάλας. Γυναικεία γραφή  έχουμε όταν μια γυναίκα γράφει σαν γυναίκα.  Kαταλήγουμε όμως σε αυτό το ασύμβατο και αυτοαποδομούμενο σχήμα: η γυναίκα γράφει σαν γυναίκα. Tι είδους γυναίκα είναι αυτή στο πρώτο σκέλος της παρομοίωσης και τι είδους στο δεύτερο; Aπό ποια στάδια αλλοτρίωσης, ετεροπροσδιορισμού, αγώνων και αναζήτησης    πρέπει να περάσει μια γυναίκα, για να γράφει σαν γυναίκα ή για να είναι γυναίκα; Tο μόνο που ξέρουμε είναι ότι αυτή η διαδικασία δεν σταματάει πουθενά, το σημαινόμενο γυναίκα, όπως και κάθε σημαινόμενο δεν θα προσδιορισθεί  με ακρίβεια ποτέ.

Όμως αυτή η διαδικασία είναι απαραίτητη όχι μόνο για τις ανάγκες των γυναικών,  αλλά ολόκληρης της κοινωνίας. Όπως γράφει ο Terry Eagleton: «Το θέμα δεν είναι ότι ο κόσμος θα γίνει καλύτερος με περισσότερη γυναικεία συμμετοχή σε αυτόν, αλλά ότι, χωρίς την εκθήλυνση της ανθρώπινης ιστορίας, ο κόσμος είναι απίθανο να επιβιώσει» (Terry Eagleton, σ.150). Ίσως να μην είμαστε μακριά από την εποχή που η γυναικεία γραφή δεν θα χαρακτηρίζει μόνο τις γυναίκες, αλλά και τους άντρες και ίσως να μην είμαστε μακριά από την εποχή που δεν θα μιλάμε για λογοτεχνία και γυναικεία λογοτεχνία, αλλά για λογοτεχνία και ανδρική λογοτεχνία, όταν πια η ανδρική λογοτεχνία θα είναι ένα περιθωριακό κείμενο γραμμένο από άντρες και προορισμένο για άντρες.

Tελειώνοντας θα ήθελα να σας δώσω ένα πολύ μικρό δείγμα γυναικείας γραφής και γραμματικής από την Kική Δημουλά.

 

O Πληθυντικός Aριθμός

O έρωτας,

όνομα ουσιαστικόν,

πολύ ουσιαστικόν,

ενικού αριθμού,

γένους ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού,

γένους ανυπεράσπιστου.

Πληθυντικός αριθμός

οι ανυπεράσπιστοι έρωτες.

Ο φόβος,

όνομα ουσιαστικόν,

στην αρχή ενικός αριθμός

και μετά πληθυντικός:

οι φόβοι.

Οι φόβοι

για όλα από εδώ και πέρα.

Η μνήμη,

κύριο όνομα των θλίψεων,

ενικού αριθμού,

μόνον ενικού αριθμού

και άκλιτη.

H μνήμη, η μνήμη, η μνήμη.

H νύχτα,

όνομα ουσιαστικόν,

γένους θηλυκού,

ενικός αριθμός.

Πληθυντικός αριθμός

οι νύχτες.

Οι νύχτες από δω και πέρα.

 

 

Βιβλιογραφία

Gilles Deleuze/Félix Guattari, Capitalisme et Schizophrénie, L’ Anti-Œdipe, Les Editions Minuit, 1973.

Terry Eagleton, Literary Theory, Blackwell, 1983

Luce Irigaray, This Sex Which Is Not One, Cornell University Press, 1985

Γιώργος Θαλάσσης, Η άρνηση του Λόγου στο ελληνικό μυθιστόρημα μετά το 1974, Γνώση 1992

Σχολιάστε