Πώς γλίτωσα τον εκκλησιασμό

Ο πατέρας μου δεν είχε καλές σχέσεις με τη θρησκεία, αλλά ανάμεσα στον πατέρα μου και στον παπα-Γιάννη υπήρχε μεγάλη αλληλοεκτίμηση. Η μάνα μου είχε καλές σχέσεις με τη θρησκεία, αλλά από απόσταση. Στην εκκλησία δεν πηγαίναμε, ούτε ποτέ το ραδιόφωνο μετέδιδε τη λειτουργία. Μόνη εξαίρεση γινόταν τη Μ. Πέμπτη. Τη λάτρευα από παιδί αυτή την ημέρα, με τα κόκκινα αυγά και τα κουλουράκια. Η μάνα μου τσουρέκια δεν έφτιαχνε, αλλά εγώ πάντα έδινα υπόσχεση στον εαυτό μου πως άμα μεγαλώσω θα φτιάχνω και τσουρέκια. Το βράδυ της Μ. Πέμπτης η μάνα μου άνοιγε το ραδιόφωνο, για να ακούσουμε τη σταύρωση. Περίμενε να ακουστεί το «σήμερον κρεμάται επί ξύλου» και με φώναζε. «Να τώρα θα ακουστεί το σφυρί που καρφώνει τα καρφιά». Κι όταν άκουγε το σφυρί δάκρυζε και με την ανάποδη του χεριού της σκούπιζε τα δάκρυα. Κάποτε τη ρώτησα ποιος καρφώνει τον Χριστό στην εκκλησία. «Ο επίτροπος»,  μού απάντησε κι εγώ κάθε χρόνο σκεφτόμουν τον κύριο Γρηγόρη, που ήταν επίτροπος στην εκκλησία κι ο πατέρας μου τον κορόιδευε γιαυτό, να ανεβαίνει με μια σκάλα να σταυρώσει τον Χριστό.

Όταν ήμουν στην πέμπτη δημοτικού, ο αδελφός του πατέρα μου, που δεν είχε δικά του παιδιά και ήθελε πάντα να έχει λόγο στο πώς μεγάλωνα, μού υποσχέθηκε πως την Μ. Πέμπτη θα με έπαιρνε μαζί του στην εκκλησία να ακούσουμε τα δώδεκα ευαγγέλια και πως από δω κι εμπρός θα πηγαίναμε στην εκκλησία κάθε Κυριακή. Ήθελα να δω τον κύριο Γρηγόρη να σταυρώνει το Χριστό και να μην ακούω το σφυρί και τα καρφιά από το ραδιόφωνο. Από την άλλη όμως με ανησυχούσαν τα δώδεκα ευαγγέλια, μου φαίνονταν πολλά, και το κάθε Κυριακή μού προκαλούσε τρόμο.

Σε όλη τη διαδρομή ως τον Άγιο Διονύσιο ο θείος μου με κρατούσε από το χέρι, πράγμα που δεν έκανε ο πατέρας μου, γιατί ήμουν πια μεγάλος. Αλλά και μέσα στην εκκλησία, πάλι από το χέρι με κρατούσε κι εγώ ήθελα να αλλάξω χέρι, αλλά δεν μπορούσα.

Όλα ήταν πολύ βαρετά, πάρα πολύ βαρετά και το θέαμα αργούσε. Σκεφτόμουν τα κόκκινα αυγά στο σπίτι. Η μάνα μου ήθελε να βάψει τριάντα, εγώ εξήντα και συμβιβαστήκαμε στα 40. Όλα κόκκινα. Εγώ ήθελα κι άλλα χρώματα, αλλά η μάνα μου έλεγε ότι τα αυγά του πάσχα είναι κόκκινα και δε σήκωνε αντίρρηση. Μόνο τότε που ήμουν πολύ μικρός και είχα πάθει μαγουλάδες και γκρίνιαζα κλεισμένος στο σπίτι μού έδωσε στουπί και μέ έβαλε να βγάζω τις άσπρες κλωστές, για να μείνουν μόνο οι χρωματιστές. Δυο μέρες έβγαζα τις άσπρες κλωστές και μετά πήρε τις χρωματιστές κλωστές, τις τύλιξε γύρω από τα αυγά και τα έβρασε. Βγήκαν έξι πολύ ωραία χρωματιστά αυγά, αλλά ποτέ άλλοτε δεν μπήκαν χρωματιστά αυγά στο σπίτι μας. Όμως εγώ, άμα μεγαλώσω θά βάφω για τα παιδιά μου χρωματιστά αυγά.

«Θείε, πόσα ευαγγέλια έχουν πει;» -«Σουτ, μη μιλάς».

Και μετά με έτρωγε το πόδι μου κι έσκυβα να το ξύσω κι ο θείος με τράβαγε να μη σκύβω. Και μετά άρχισε να με τρώει το άλλο πόδι και δεν μπορούσα να το ξύσω, γιατί το άλλο χέρι το κρατούσε ο θείος μου. Και τράβηξα το χέρι μου, αλλά ο θείος μου μού το ξανάπιασε. «Σταμάτα να ξύνεσαι και πρόσεχε». -«Πόσα ευαγγέλια έχουν πει;», -«να μην ξαναμιλήσεις.» Τότε κατάλαβα πως ο θείος μου δεν ήξερε πόσα ευαγγέλια είχαν πει και κόντευα να τρελαθώ από τη φαγούρα, που πλέον απλωνόταν σε όλο μου το σώμα.

Κάποια στιγμή έσβησαν τα φώτα κι η εκκλησία φωτιζόταν μόνο από τα κεριά. Ωραίο ήταν αυτό και κατάλαβα πως ήρθε η ώρα. Κι ο παπα-Γιάννης βγήκε από την αριστερή πόρτα του ιερού κουβαλώντας το σταυρό στον ώμο του κι έψελνε αργά αργά και μακρόσυρτα «σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασι την γην κρεμάσας». Και άρχισε να έρχεται στον κεντρικό διάδρομο που καθόμασταν εμείς. Και τότε είδα ότι ο παπά-Γιάννης είχε δέσει στο σταυρό μια πλακέ μπαταρία κι ένα λαμπάκι που φώτιζε ένα χαρτί κολλημένο στο σταυρό. Κι από αυτό το χαρτί διάβαζε γραμμένα με το χέρι τα λόγια που έψελνε. Κι όταν έφτασε μπροστά μου διάβασα κι εγώ στο χαρτί «σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν οίδασι την γην κρεμάσας». Και τότε έδειξα με το χέρι και με φωνή που ενδυνάμωναν ο θρίαμβος κι η διαμαρτυρία φώναξα «είναι ανορθόγραφο». Ο καημένος ο παπα-Γιάννης είχε μπερδέψει τα ύδατα με το «ου γαρ οίδασι τι ποιούσι».

Η αντίδραση του θείου μου ήταν ακαριαία. Με άρπαξε από το χέρι και με τράβηξε έξω από την εκκλησία, χωρίς να δούμε τον κύριο Γρηγόρη να σταυρώνει τον Χριστό. Ο θείος μου έδειχνε πολύ θυμωμένος. Δεν με κρατούσε πια από το χέρι, αλλά με τραβούσε από το μπράτσο και δεν έλεγε τίποτε. Μόνο όταν κοντεύαμε στο σπίτι μού είπε «εσύ, όταν μεγαλώσεις, θα γίνεις δάσκαλος». Και ποτέ πια δεν με ξαναπήρε στην εκκλησία.

Η γυναικεία σεξουαλικότητα στο στόχαστρο της θρησκείας.

Η γιορτή του Ευαγγελισμού και οι Χαιρετισμοί κάθε Παρασκευή αυτή την εποχή υμνούν και δοξάζουν «την ωραιότητα της παρθενίας». Η Παναγία είναι η αδιαφθόρως τεκούσα, η αμόλυντος παστάς και συνοδεύεται από χαρακτηρισμούς όπως άμωμος, αειπάρθενος και πανάχραντος. Η έμφαση στην αξία και τη δόξα της παρθενίας και ο έμμεσος χαρακτηρισμός της ερωτικής συνεύρεσης  ως διαφθοράς και μόλυνσης της παρθένου έχει μεγάλη κοινωνιολογική και παιδαγωγική σημασία για την αξία και αντιμετώπιση της γυναίκας και της σεξουαλικότητάς της.

Η παρθένος δεν είναι γυναίκα. Μπορούμε να το δούμε αυτό από συνήθεις εκφράσεις όπως: «στην αγκαλιά του ένιωσε για πρώτη φορά γυναίκα» ή «μικρό κορίτσι την πήρε από την αγκαλιά της μάνας της κι αυτός την έκανε γυναίκα». Η γυναίκα δεν είναι παρθένος και η παρθένος δεν είναι γυναίκα. Η παρθένος είναι κόρη, κοπέλα, μεγαλοκοπέλα, γεροντοκόρη, δεσποινίς. Δεν είναι γυναίκα. Περιμένει έναν άντρα που θα την κάνει γυναίκα και κυρία.

Αυτοί οι διαχωρισμοί έχουν ως σκοπό να αποκλείσουν τη γυναίκα από το σεξ και να της απαγορεύσουν την ερωτική επιθυμία και ευχαρίστηση. Οι γυναίκες που έχουν ερωτικές επιθυμίες και αντλούν ευχαρίστηση από το σεξ θεωρούνται πόρνες και είναι κατακριτέες. Το χειρότερο είναι ότι αυτές οι αντιλήψεις είναι εμπεδωμένες από την παιδική ηλικία. Σε ένα γυμνάσιο θεωρείται απόλυτα φυσιολογικό και κανονικό και συχνά επιθυμητό να εκδηλώνουν τα αγόρια την ερωτική τους επιθυμία προς τα κορίτσια με θεμιτούς ή αθέμιτους τρόπους, ενώ θεωρείται τελείως απαράδεκτο για τα κορίτσια, όχι μόνο να εκδηλώνουν, αλλά και να έχουν ερωτική επιθυμία. Και γνωρίζουμε τον θαυμασμό και τα εγκωμιαστικά σχόλια με τα οποία η μαθητική κοινότητα και η οικογένεια περιβάλλουν έναν έφηβο που έχει ερωτικές εμπειρίες, ενώ αντίστοιχα για μια έφηβη με ερωτικές εμπειρίες ισχύει πάντα ο ένας και μοναδικός απαξιωτικός χαρακτηρισμός. Και, το χειρότερο, στις σεξουαλικές παρενοχλήσεις μέσα στο σχολείο δείχνεται μεγάλη κατανόηση προς το αγόρι, ενώ συχνά η ευθύνη και η κατακραυγή έχουν ως στόχο το κορίτσι Και μπορεί η κοινωνία μας να μην προβαίνει σε ακρωτηριασμούς γεννητικών οργάνων, αλλά η αντίληψη γύρω από τη γυναικεία σεξουαλικότητα δεν διαφέρει πολύ. Οι αυστηροί περιορισμοί ως προς την εμφάνιση και το «προκλητικό» ντύσιμο έχουν ως στόχο τα κορίτσια και όχι τα αγόρια.Τα αγόρια μπορούν να εμφανίζονται με πολύ αποκαλυπτικά αθλητικά σορτς και συχνά γυμνά από τη μέση και πάνω. Τα αγόρια μπορούν να βάζουν τα αθλητικά τους ρούχα στις κερκίδες, ενώ για ένα διάστημα παραμένουν αναγκαστικά με το εσώρουχο μόνο, αλλά έχουν το άλλοθι ότι δεν αποκαλύπτουν τίποτε περισσότερο από ό,τι αποκαλύπτουν στην παραλία. Ένα κορίτσι βεβαίως σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να εμφανιστεί ποτέ με τα εσώρουχα, γιατί τα γυναικεία εσώρουχα δεν παραπέμπουν σε παραλία, αλλά σε κρεβατοκάμαρα  και κρεβάτι. Αντίστοιχα μέσα στην οικογένεια ο πατέρας και οι γιοί μπορούν να κυκλοφορούν με το εσώρουχο μόνο, πράγμα αδιανόητο για τη μητέρα και τις κόρες.

Στην εποχή μας, που υποτίθεται ότι έχει αποβάλει μερικές από τις προκαταλήψεις του παρελθόντος, έχει γίνει και έχει επιδιωχθεί ο γυναικείος οργασμός. Όμως ο γυναικείος οργασμός δεν ανήκει στη γυναίκα, αλλά στον άντρα. Είναι απόδειξη της ικανότητάς του, είναι μέρος της τεχνικής του, είναι απόδειξη της εμπειρίας του. Γιαυτό και οι γυναίκες υποκρίνονται ότι έχουν οργασμό, για να τον προσφέρουν στους άντρες, στους οποίους τελικά ανήκει.

Στον άντρα ανήκει ο οργασμός και στον άντρα άνήκει επίσης η παρθενία. Στα πρώτα νομοθετήματα των εθνοσυνελεύσεων προβλεπόταν και η νομοθέτηση σχετικά με την αποπλάνηση και τον βιασμό, γιατί μέσω αυτών εθίγοντο βασικά ανδρικά συμφέροντα. Προβλεπόταν λοιπόν ότι ο βιασμός παρθένου είχε ως επίπτωση την επιβολή προστίμου στον βιαστή, που θα αύξανε την προίκα της γυναίκας, ανάλογα με την κοινωνική της θέση, ώστε να αντισταθμίσει για τον μέλλοντα σύζυγό της τη ζημιά που του είχε γίνει. Το πρόστιμο δηλαδή απέβλεπε στην αποζημίωση του μέλλοντος συζύγου. Στην περίπτωση βιασμού παντρεμένης γυναίκας επιβαλλόταν αποζημίωση προς τον σύζυγο της γυναίκας, και πάλι ανάλογα προς την κοινωνική της θέση, αλλά πολύ μικρότερο από την προηγούμενη περίπτωση, γιατί η γυναίκα δεν ήταν παρθένα. Τέλος για το βιασμό χήρας δεν επιβαλλόταν κανένα πρόστιμο, γιατί ο βιασμός δεν ζημίωνε κανένα άντρα. Και μπορεί τον 19ο αιώνα και αργότερα να προβάλλονταν κατά κόρον γυναικείες μορφές, για να συμβολίσουν υπέρτατες αξίες και έθνη όπως η Ελλάδα, η Ελευθερία και η Δόξα, και περιγράφονταν με τρόπους που συχνά θυμίζουν την παρθένο θεά Αθηνά και την Παναγία. Όντα φανταστικά, ασεξουαλικά και υπέρτατα, που κάνουν τις πραγματικές γυναίκες να φαίνονται πολύ κατώτερες και τελείως ασήμαντες.

Ακόμη και σήμερα ακούμε στο συνεργείο αυτοκινήτων ότι το αυτοκίνητο φοράει αυτά τα λάστιχα από τη μάνα του και το στερεοφωνικό είναι της μάνας του. Ακόμη και το αυτοκίνητο, όπως και άλλα μηχανήματα, έχουν μια μάνα φαντασιακή, υπέρτατη που γεννά και αυτή με παρθενογένεση. Αυτή είναι και η μεγαλύτερη ανδρική φαντασίωση. Η παρθένος μητέρα κάθε άνδρα. Και όταν οι άνδρες περιγράφουν γυναίκες συχνά καταφεύγουν σε στερεοτυπικές περιγραφές. Η μάνα περιγράφεται ως Παναγία, ενώ οι υπόλοιπες περιγράφονται ως Μαγδαληνές. Δεν έχουμε παρά να δούμε τη δυσκολία, για να νομοθετηθεί ως βιασμός η έλλειψη συναίνεσης στο σεξ.  Οι Μαγδαληνές πάντα συναινούν και οι Παναγίες δεν βιάζονται.

Η γιορτή του Ευαγγελισμού και οι Χαιρετισμοί προβάλλουν αξίες που καθηλώνουν τις γυναίκες, και μαζί τους ολόκληρη την κοινωνία, σε παρωχημένες και καταστροφικές αντιλήψεις. Η θρησκεία αντλεί μεγάλη δύναμη παρεμβαίνοντας στο σώμα και ελέγχοντας τις δύο πολύ μεγάλες σωματικές ανάγκες για τροφή και σεξ. Αλλά φαίνεται πως δίνει μεγαλύτερη σημασία στον έλεγχο του σεξ από όση δείχνει για τη νηστεία, γιατί οι απαγορεύσεις του σεξ είναι πολύ περισσότερες. Το σεξ απαγορεύεται τις 50 ημέρες της σαρακοστής του Πάσχα, τις 15 του Αυγούστου και τις 40 της σαρακοστής των Χριστουγέννων. Κάθε Τετάρτη και Παρασκευή όλο τον χρόνο, όλα τα σαββατόβραδα και τις Κυριακές, όλες τις γιορτές σημαντικών αγίων και τις παραμονές τους. Αν αφαιρέσει κανείς και τις ημέρες της περιόδου, παρέμεναν ελάχιστες ημέρες που επιτρεπόταν το σεξ. Όταν όμως γίνονταν παραβιάσεις, επειδή η ανδρική φύση είναι ανυπότακτη, οι γυναίκες ήταν οι αμαρτωλές και οι γυναίκες έτρεχαν να εξομολογηθούν και μέσω της υποταγής των γυναικών αντλούσαν εξουσία οι ιερείς. Η εξιδανίκευση της παρθενίας και η απαγόρευση των προγαμιαίων σχέσεων δεν περιορίζουν απλώς το σεξ, αλλά του προσδίδουν και διαστροφική διάσταση.

Και βέβαια ας μη μιλήσουμε για τον αυνανισμό, την ομοφυλοφιλία και τις λοιπές, γύρω από το σεξ, αμαρτίες. 

Η Τσικνοπέμπτη και το αλί μεντέτ

Γλέντια στο σπίτι μας δεν θυμάμαι, παρά μόνο όταν ήμουν πολύ μικρός και μέναμε στην οδό Βιτωλίων. Εκεί μείναμε ως τα Χριστούγεννα που πήγαινα πρώτη δημοτικού. Μετά αλλάξαμε σπίτι, πήγαμε στην Κυπρίων ηρώων. Άλλαξα και σχολείο. Σταμάτησα να πηγαίνω στο ενδέκατο, που ήμουν ερωτευμένος με τη Ρούλα και συνέχισα στο τρίτο, όπου ερωτεύτηκα την Κικίτσα και στις γυμναστικές επιδείξεις της πρώτης χορέψαμε ζευγάρι.

Εκεί στο σπίτι, στη Βιτωλίων γίνονταν πολλά γλέντια, και Τσικνοπέμπτη, και Καθαρή Δευτέρα και Πρωτομαγιά, αλλά όταν αλλάξαμε σπίτι σταμάτησαν όλα αυτά. Στις γιορτές δεν γίνονταν γλέντια, γιατί έρχονταν τα αδέλφια του πατέρα μου και ο πατέρας μου έλεγε πως ήταν μονόχνωτοι.

Την Τσικνοπέμπτη δεν υπήρχαν ψητά κρέατα τότε. Δεν υπήρχε και τρόπος να ψηθούν. Ούτε φούρνος υπήρχε, ούτε ψησταριά. Όλα ετοιμάζονταν στο τηγάνι και στην κατσαρόλα. Και με δυσκολία μεγάλη, γιατί η φωτιά ήταν μία, μια γκαζιέρα με φωτιστικό πετρέλαιο. Ό,τι προλάβαινε η μάνα μου, αλλά οι κεφτέδες ήταν απαραίτητοι, γιατί τρώγονταν και κρύοι. Κι από τραγούδια, μόνο ό,τι τραγουδούσαν μόνοι τους. Και μετά το φαγητό τραβούσαν το τραπέζι στην άκρη και χόρευαν. Αλλά περίμεναν να κοιμηθώ εγώ πρώτα. Και ο πατέρας μου τραγουδούσε «στης ματζουράνας τον ανθό»  που το άκουγα κάνοντας τον κοιμισμένο και το είχα μάθει απέξω, αλλά δεν καταλάβαινα τι έλεγε, ούτε καταλάβαινα γιατί γελούσαν. Και μετά πέφτανε στο πάτωμα και χόρευαν τραγουδώντας «πώς το τρίβουν το πιπέρι».

Δεν κρατούσε το γλέντι μέχρι αργά, γιατί έπρεπε να προλάβουν το τραμ του Περάματος και τα λεωφορεία, αν και μερικοί έμεναν κοντά και πήγαιναν με τα πόδια. Εκείνη τη φορά όμως, πριν φύγουν, ο πατέρας μου τους είπε μια ιστορία για μια παράγκα. Εγώ τότε δεν είχα δει παράγκα. Όταν όμως πήγαμε στην Κυπρίων Ηρώων είδα παράγκα. Σε μια παράγκα, πιο κάτω από το σπίτι μας έμενε η Όλγα η Βυζού με τη θεία της, αν και οι περισσότεροι ξεχνούσαν το Όλγα και την έλεγαν σκέτο Βυζού. Η Όλγα μύριζε ωραία κι η μάνα μου είχε πει ότι έβαζε μαγκρίφ, αλλά θύμωνε όταν η Όλγα με έπαιρνε αγκαλιά και δε με άφηνε να πηγαίνω στην παράγκα. Όταν αλλάξαμε πάλι σπίτι και πήγαμε στην Ψαρών, εκεί υπήρχαν πολλές παράγκες. Και στην Ψαρών και στη Μεσολογγίου, ώσπου κάποτε τις γκρέμισαν, όταν ήμουν μεγάλο παιδί του γυμνασίου. Τότε ήταν που ο Μπιθικώτσης είπε το τραγούδι «Παρ´ το στεφάνι μας, παρ´ το γεράνι μας, στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή»

Όταν όμως είπε ο πατέρας μου την ιστορία για την παράγκα, που δεν την κατάλαβα ολόκληρη τότε, είπε και μια περίεργη λέξη, που δεν την άκουσα καλά και δεν μπόρεσα να τη θυμηθώ. Θυμόμουν ολόκληρη την ιστορία ακριβώς, αλλά μού έλειπε αυτή η λέξη. Σημαντική λέξη, γιατί όταν την είπε ο πατέρας μου, άρχισαν όλοι να γελάνε.

Πέρασαν αρκετές δεκαετίες και μια φορά που πήγαινα την ηλικιωμένη πλέον μάνα μου στο γιατρό τη ρώτησα. Καθόταν δίπλα μου, με την τσάντα στην αγκαλιά και την κρατούσε σφιχτά με τα δυό της χέρια. Κοιτούσε σιωπηλή μπροστά και τότε την αιφνιδίασα. «Μαμά, κάποτε ο μπαμπάς είχε πει μια ιστορία για μια παράγκα, αλλά είπε και μια τούρκικη λέξη που δεν τη θυμάμαι». «Αλί μεντέτ» απάντησε κοφτά, χωρίς να αλλάξει έκφραση. Ούτε γύρισε να κοιτάξει δεξιά ή αριστερά. Και μετά σιωπή. Η ιστορία όμως ήταν πλήρης μετά από τόσα χρόνια.

«Γύρισε ο άντρας από τη δουλειά νωρίς και λέει στη γυναίκα του. “Βρε γυναίκα, δε στέλνεις τα παιδιά στη μάνα σου, να κάνουμε τίποτε να το φχαριστηθούμε με την ησυχία μας;”. Πράγματι, έφυγαν τα παιδιά, έπεσαν στο κρεβάτι, αλλά μετά από λίγο έπιασε μπόρα. Όταν έβρεχε, από τη λαμαρίνα της σκεπής έτρεχε νερό, που το μάζευαν σε ένα κουβά επάνω στη ντουλάπα. Και πάνω στο αλί μεντέτ δίνει μια το κρεβάτι στη ντουλάπα και τού ´ρχεται ο κουβάς με το νερό καπέλο. “Α, ρε γυναίκα, δεν ήτανε γραφτό μας”.»

Κάπως έτσι σκέφτηκε ο εισαγγελέας για τους δύο δολοφόνους του Γρηγορόπουλου

Ο Κορκονέας είναι Άντρας. Με κεφαλαίο Α. Είναι Άντρας και το κέφι του θα κάνει. Και θα ρίξει και καμιά σφαίρα παραπάνω. Ο Κορκονέας είναι θυμωμένος. Ξέρεις τι θα πει να είναι ένας Άντρας θυμωμένος; Και είναι θυμωμένος, γιατί έχει δίκιο. Τον πνίγει το δίκιο του, γιατί μέσα στο δρόμο κάθονται δεκαπεντάχρονο παλιόπαιδα. Κι ο Σαραλιώτης δίπλα του είναι κι αυτός θυμωμένος. Βλέπουν τα παλιόπαιδα και φεύγουν. Αλλά ο θυμός τους δε λέει να περάσει. Ο θυμός ενός Άντρα δεν περνάει εύκολα, πόσο μάλλον ο θυμός δύο Αντρών. Και αφήνουν το περιπολικό πιο μακριά και επιστρέφουν με τα πόδια. Κι από το κέντρο τους λένε να απομακρυνθούν. Αλλά στο κέντρο δεν ξέρουν ότι οι Άντρες είναι θυμωμένοι. Αν το ήξεραν θα τους έλεγαν να γυρίσουν πίσω, να καθαρίσουν σαν Άντρες. Και αυτό έκαναν. Και δεν μιλάνε μεταξύ τους. Ο Κορκονέας δεν λέει στον Σαραλιώτη πού πάνε και με ποιο σκοπό, γιατί οι θυμωμένοι δεν δίνουν εξηγήσεις. Ούτε ο Σαραλιώτης ρωτάει. Τι να ρωτήσει, που κι αυτός είναι θυμωμένος και σέβεται τον άλλο. Οι κουβέντες είναι για τις γυναικούλες, κουβέντα θα πιάσουν τώρα; Και πάνε. Και στήνονται μπροστά στα παιδιά. Και τα βρίζουν, όπως κάνουν οι αληθινοί Άντρες, στη δική τους γλώσσα. Και όσο βρίζουν τα παιδιά, τόσο μεγαλώνει ο θυμός τους. Και ο Κορκονέας βγάζει το όπλο. Κι ο Σαραλιώτης το βλέπει και δεν μιλάει. Ιερή στιγμή αυτή. Δεν είναι για κουβέντες. Κι ο Κορκονέας γονατίζει και σημαδεύει. Για να πυροβολήσει στον αέρα. Όσοι πυροβολούν στον αέρα γονατίζουν πρώτα. Όλοι το ξέρουμε αυτό. Το έχουμε δει και στις ταινίες. Κι ο Κορκονέας πυροβολεί δυο φορές, για να τρομάξουν δυο φορές τα παιδιά. Και τρόμαξαν τα παιδιά, γιατί η μπαμπέσα η σφαίρα βρήκε τον Αλέξανδρο κατάκαρδα. Αλλά τον Αλέξανδρο δεν τον σκότωσε ο Κορκονέας, τον σκότωσε η μπαμπέσα η σφαίρα, που σφηνώθηκε στην καρδιά του. Τι θέλατε δηλαδή, κοτζάμ Άντρας, ειδικός φρουρός, να μην ξέρει καλό σημάδι; Αλλά τον Αλέξανδρο δεν είχε πρόθεση να τον σκοτώσει ο Κορκονέας. Τίποτε τέτοιο. Ο Κορκονέας δεν στόχευσε, δεν πυροβόλησε, για να σκοτώσει. Πυροβόλησε από θυμό. Πολύ μεγάλο θυμό. Άλλο πράμα. Για αυτό κράτησε τόσο πολύ. Γιατί τον έπνιγε το δίκιο του. Κι ο θυμός του ο μεγάλος και το δίκιο του το μεγάλο κράτησαν δέκα χρόνια. Για αυτό και μετά από δέκα χρόνια δεν ζητούσε συγγνώμη από ένα δεκαπεντάχρονο, που βρέθηκε στο λάθος μέρος, στη λάθος ώρα, απέναντι σε μια σφαίρα, που ξεπόρτισε από το περίστροφο ενός θυμωμένου Άντρα.

Τι σου είναι όμως ο θυμός! Και μετά τον πυροβολισμό κι αφού έπεσε νεκρός ο Αλέξανδρος, οι δύο θυμωμένοι Άντρες δεν λυγίζουν, δεν κάνουν σαν γυναικούλες να τρέξουν να προσφέρουν βοήθεια στο δεκαπεντάχρονο παλιόπαιδο, αλλά φεύγουν αγέρωχοι, όπως ήρθαν. Και πηγαίνουν στο περιπολικό και είναι τόσο θυμωμένοι που ξεσπάνε στο περιπολικό. Και το χτυπάνε και σπάνε όλα τα τζάμια και μετά βγήκαν οι παλιοδικηγόροι και είπαν πως το έκαναν, για να πουν αργότερα ότι το έσπασαν τα παλιόπαιδα, δήθεν. Δεν κάνουν τέτοια πράγματα αυτοί, γιατί είναι αληθινοί Άντρες και οι αληθινοί Άντρες απλώς δεν σηκώνουν μύγα στο σπαθί τους.

Και μετά ήρθε στο δικαστήριο μια σοβαρή γυναίκα, συγγενής αστυνομικών, που έβλεπε από το μπαλκόνι και είδε πώς έγιναν τα πράγματα, αλλά θύμωσε κι εκείνη, θόλωσε ο νους της και τα είπε ανάποδα στη δίκη. Και πάλι είπαν οι παλιοδικηγόροι ότι ήταν ψευδομάρτυρας και έψαξαν και βρήκαν ότι ήταν συγγενής αστυνομικών. Αλλά δεν ήταν ψευδομάρτυρας, απλώς τα μπέρδεψε, γιατί πραγματικά θόλωσε ο νους της.

Και μετά ήρθε στη δίκη μια παλιογυναίκα, από εκείνες που ξημεροβραδιάζονται στο μπαλκόνι με το κινητό στο χέρι και τα κατέγραψε όλα σε βίντεο και έβαλαν τα δυο παλικάρια φυλακή και τότε θύμωσαν ακόμη πιο πολύ, γιατί πού ακούστηκε αστυνομικοί να μπαίνουν φυλακή, επειδή ένα δεκαπεντάχρονο παλιόπαιδο βρέθηκε στο λάθος μέρος, στη λάθος ώρα.

Τέτοιες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό του εισαγγελέα στο εφετείο της Λαμίας, για αυτό στην πρότασή του θεώρησε πως ο Κορκονέας δεν πυροβόλησε από δόλο, αλλά από θυμό. Αυτός που φταίει είναι ο δεκαπεντάχρονος που βρέθηκε στο λάθος μέρος, στη λάθος ώρα. Κι ο Σαραλιώτης δεν φταίει καθόλου, ούτε είδε, ούτε άκουσε, ούτε κατάλαβε τι γινόταν, τι έγινε τελικά. Τίποτε. Παντελώς αθώος. Και για εκείνο το μικρό διάστημα που έμεινε φυλακή θα πρέπει να αποζημιωθεί κιόλας το παλικάρι. Ευτυχώς που έμεινε πολύ λίγο στη φυλακή και ανεστάλη η ποινή του, γιατί, λέει, ήταν άρρωστος ο μπαμπάς του. Κι αυτό ο νόμος του Παρασκευόπουλου το λέει;

Άντε, λοιπόν, να βγουν καθαρά τα παλικάρια από τη φυλακή, γιατί εκλογές έρχονται, να μπουν και στα ψηφοδέλτια της Χρυσής Αυγής, να σώσουν την πατρίδα από όλα τα αποβράσματα τύπου ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΓΡΗΓΟΡΟΠΟΥΛΟΣ κι εμείς να καθόμαστε με σταυρωμένα χέρια. 

Μια πρόταση για την αποδοχή της διαφορετικότητας στα σχολεία

Ο σεξισμός, η ομοφοβία, ο ρατσισμός, ο κοινωνικός αποκλεισμός και κάθε είδους διακρίσεις συχνά οφείλονται σε έλλειψη παιδείας και εγκλωβισμό σε στερεοτυπικές παγίδες. Οι εκπαιδευτικοί έχουμε υποχρέωση να διαπαιδαγωγήσουμε τα παιδιά, ώστε να εξασφαλίσουμε σε αυτά περιβάλλον αλληλοσεβασμού και ανεκτικότητας, περιβάλλον που περιλαμβάνει όλη τη σχολική κοινότητα, χωρίς αποκλεισμούς και περιθωριοποιήσεις. Η διαπαιδαγώγηση είναι διαρκής, γιατί τα παιδιά βομβαρδίζονται συνεχώς από τις προκαταλήψεις και τις στενοκέφαλες αντιλήψεις κάποιων πολιτικών, στρατιωτικών, δημοσιογράφων, αθλητών, καλλιτεχνών και, δυστυχώς,  κάποιων ελάχιστων εκπαιδευτικών.

Βεβαίως, όσο και να προσπαθούμε, δεν θα εξοβελίσουμε τελείως τα σεξιστικά, ομοφοβικά, ρατσιστικά σχόλια, ούτε θα εξαφανίσουμε το μπούλινγκ. Όπως, όμως είχα πει σε προηγούμενο

κείμενο, είναι απαραίτητο να διαπαιδαγωγηθεί η πλειοψηφία έτσι, ώστε να αντιτάσσεται σε κάθε μειωτικό, προσβλητικό σχόλιο και σε κάθε προσπάθεια για μπούλινγκ. Αυτές και κυρίως αυτοί που κάνουν τα προσβλητικά σχόλια και επιδίδονται σε μπούλινγκ θα πρέπει να μη βρίσκουν ανταπόκριση από την ομήγυρη, θα πρέπει να μην έχουν την επιδοκιμασία των ακροατών και των θεατών, αλλά να εισπράττουν έντονη αποδοκιμασία. Μόνον έτσι δεν θα τολμούν να επιδίδονται σε λόγια και πράξεις που δηλητηριάζουν το περιβάλλον τους.

Είμαι βέβαιος πως η πλειοψηφία των εκπαιδευτικών αποτελείται από γυναίκες φεμινίστριες και σίγουρα υπάρχουν και άντρες φεμινιστές. Παρά τα σεξουαλικού χαρακτήρα σχόλια που απευθύνονται εναντίον τους, ότι στερούνται το σεξ ή το καλό σεξ, στο οποίο φαντασιακά  επιδίδονται όσοι κάνουν τα σχόλια, θα πρέπει αυτά τα σχόλια να μη πτοούν τη φεμινιστική πλειοψηφία των εκπαιδευτικών. Αντίθετα θα πρέπει αυτές/οί οι εκπαιδευτικοί να συνεννοηθούν μεταξύ τους και να αναλάβουν ομαδική δράση.

Παρόλο που αυτά που λέω ίσως ακούγονται πολύ πατερναλιστικά, έχω να κάνω μια πολύ συγκεκριμένη πρόταση, με την οποία ίσως διαφωνήσουν κάποιοι/οιες διευθυντές/τριες σχολείων, αλλά πρέπει να καμφθούν από την επιμονή των εκπαιδευτικών.

Η πρότασή μου στοχεύει στην τελευταία τάξη γυμνασίων και λυκείων. Αφού γίνουν κάποιες ομιλίες από εκπαιδευτικούς ή προσκεκλημένους/ες ομιλητές/τριες στην αίθουσα συγκεντρώσεων που θα προετοιμάσουν το κλίμα, να προταθεί στα παιδιά να διαμορφώσουν ένα σύντομο κείμενο με βασικές αρχές ισότητας, σεβασμού και ανεκτικότητας προς κάθε άτομο ανεξάρτητα από φύλο, φυλή, εθνότητα, σεξουαλικό προσανατολισμό, θρησκεία, σωματική διάπλαση και αρτιμέλεια, κλίση ή απόκλιση, κοινωνική ή οικονομική κατάσταση.

Καλό θα είναι όλα αυτά να προκύπτουν από προτάσεις των παιδιών, ίσως με τα κατάλληλα ερεθίσματα από την πλευρά των εκπαιδευτικών. Καλό επίσης είναι να μην περιλαμβάνονται διακηρύξεις περί φιλοπατρίας και θρησκευτικής ευσέβειας, που τελικώς έχουν διαχωριστικό χαρακτήρα, ούτε να περιέχουν υποσχέσεις κατασταλτικού χαρακτήρα, που αφορούν την εμφάνιση, την επιμέλεια και την πειθαρχία, γιατί θα υπονομεύσουν το αποτέλεσμα, που πρέπει να είναι η αποδοχή και ο σεβασμός του Άλλου.

Αφού διαμορφωθεί το κείμενο να τεθεί σε ψηφοφορία, ώστε να έχει την έγκριση της πλειοψηφίας. Η εμπειρία μου λέει ότι πρέπει να δίνουμε ευκαιρίες στους ανθρώπους να αποφασίζουν και να ψηφίζουν, γιατί η συντριπτική πλειοψηφία αποφασίζει και ψηφίζει σωστά. Να μην αποτελούν παράδειγμα οι ψηφοφορίες στη Βουλή, που γίνονται με ψηφοθηρικά κριτήρια και ανάλογα με το παραταξιακό, κομματικό και προσωπικό συμφέρον. Η σχολική κοινότητα μπορεί να αποφασίζει και να ψηφίζει με ανιδιοτέλεια.

Αφού το κείμενο εγκριθεί και ψηφισθεί πρέπει να δεσμεύει όλα τα μέλη της κοινότητας και να υπογραφεί από κάτω από τη διεύθυνση, από τις/τους εκπαιδευτικούς, από όλα τα παιδιά και το υπόλοιπο προσωπικό. Στη συνέχεια να προωθηθεί στις μικρότερες τάξεις, να παρουσιαστεί ως πρόταση των μεγαλύτερων παιδιών, να επεξηγηθούν όλα τα σημεία με εκτενή συζήτηση και να ζητηθεί και η δική τους έγκριση, ώστε τελικώς να προσυπογραφεί και από τα μικρότερα παιδιά. Την επόμενη χρονιά και πάλι να παρουσιαστεί στα νέα μέλη της μαθητικής κοινότητας και να ακολουθηθεί η ίδια διαδικασία, ώστε να δημιουργηθεί ένα συμβόλαιο τιμής στο σχολείο. Ίσως μάλιστα αργότερα να επιδιωχθεί συνεργασία και με άλλα σχολεία της περιφέρειας και να δοθεί η ευκαιρία για συζητήσεις και ανταλλαγή απόψεων.

Για τα παιδιά του δημοτικού μπορεί να γραφεί ένα πιο απλό κείμενο και να επαναληφθεί η ίδια διαδικασία, τουλάχιστον για τις τρεις μεγαλύτερες τάξεις.

Είναι πάρα πολύ σημαντικό για τα παιδιά γενικότερα να αποφασίζουν, να ψηφίζουν και να υπογράφουν ένα κείμενο που τα δεσμεύει, να έχουν ένα κοινό κείμενο αναφοράς, ένα συμβόλαιο τιμής και εν τέλει να μάθουν πως και τα κορίτσια μπορούν να δεσμεύονται από το λόγο της (γυναικείας) τιμής τους και άλλοι, όχι μόνο οι σκληροί άντρες.