Κυρία Κεραμέως,

Νομοθετήσατε μέτρα, για να αντιμετωπίσετε τη σχολική βία με επιτροπές και γραφειοκρατία, που όμως δεν μπορούν να χειριστούν το νέο σεξουαλικό μπούλινγκ στη Ρόδο και η υπόθεση κατέληξε στην αστυνομία και τον εισαγγελέα. Όταν όμως έφηβοι μαθητές και μαθήτριες καταλήγουν αναπόφευκτα στα χέρια της αστυνομίας, σημαίνει ότι το εκπαιδευτικό σύστημα πάσχει. Βεβαίως η αντιμετώπιση της σχολικής βίας πρέπει να είναι άμεση και αυτονόητη, χωρίς επιπλέον νομοθετήματα, για να φανεί στους αδαείς ότι επιτελείται έργο, αλλά η αντιμετώπιση της σχολικής βίας έρχεται εκ των υστέρων, όταν δηλαδή υπάρχουν θύματα, άρα πολύ αργά. Για αυτό η σχολική βία πρέπει πρωτίστως να προλαμβάνεται. Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα όμως όχι μόνο δεν την προλαβαίνει, αλλά την αναπαράγει, εφόσον παραμένει πατριαρχικό, σεξιστικό, εθνικιστικό και θρησκόληπτο. Οι παρελάσεις, τις οποίες η τηλεόραση αναμεταδίδει με αναφορές στο μεγαλείο της ελληνικής φυλής, οι κατά βαρβάρων δωρούμενοι αγιασμοί και η έμφαση στην στερεοτυπική οικογένεια καλλιεργούν και αναπαράγουν φαλλοκρατικό εθνικισμό, του οποίου η κάθε μορφής βία αποτελεί βασικό συστατικό.

Θα μου πείτε, ενδεχομένως, ότι στα σχολικά βιβλία υπάρχουν κεφάλαια που αντιμετωπίζουν με χριστιανική φιλευσπλαχνία τους μετανάστες, τα ανάπηρα παιδιά, τα ορφανά και τα παιδιά δυσλειτουργικών οικογενειών, στις οποίες οι γονείς καυγαδίζουν. Το θέμα όμως δεν είναι να ορίσουμε και να περιγράψουμε με χριστιανικό ήθος την ετερότητα του διπλανού θρανίου, αλλά να ανασκευάσουμε την ταυτότητά μας. Όσο το κορίτσι, το προσφυγόπουλο, το σωματικά ανάπηρο και το αυτιστικό παιδί, το παιδί άλλου έθνους και άλλης θρησκείας, το παιδί μονογονεϊκής οικογένειας που δεν είναι ορφανό, το παιδί με γονείς του ίδιου φύλου, το παχύσαρκο και κοντό παιδί παραμένει ο Άλλος, η σχολική βία θα αναπαράγεται συνεχώς. Όσο οι γονείς επιλέγουν να μην αποκαλυφθεί στο σχολείο ότι το παιδί έχει δυσλεξία, αυτισμό, συμπτώματα επιληψίας, πρόβλημα ακοής, αλβανική καταγωγή ή δύο μαμάδες, γιατί η αποκάλυψη αυτή θα αποβεί εις βάρος του παιδιού, το εκπαιδευτικό σύστημα θα πάσχει και πολύ μεγάλο ποσοστό παιδιών θα υποφέρει.

Και θα σας πω και κάτι ακόμη. Γίνεται πάρτι γενεθλίων, αλλά ένα παιδί δεν προσκαλείται. Γίνεται σχολική εκδρομή, αλλά όταν τα παιδιά κάθονται στο εστιατόριο να φάνε, ένα παιδί δεν χωράει σε κανένα τραπέζι. Δεν υπάρχει σε αυτά κανένα παράπτωμα που θα απασχολήσει τις επιτροπές που νομοθετήσατε. Όμως σχολική βία υπάρχει σε πολύ μεγάλο βαθμό, η οποία αργότερα θα πάρει επικίνδυνες διαστάσεις. Γιατί το πρόβλημα δεν βρίσκεται στο να προσδιορίσουμε την ετερότητα, τον Άλλο, αλλά να διευρύνουμε το Εμείς. Και αυτό πρέπει να γίνεται από το νηπιαγωγείο και το βασικό μάθημα του σχολείου πρέπει να είναι η ισότητα. Και για αυτό είναι απαραίτητο από το νηπιαγωγείο το μάθημα σεξουαλικής αγωγής, ως κατεξοχήν μάθημα ισότητας.

Όσο τα λογοτεχνικά ανθολόγια έχουν ενότητες κειμένων από τη θρησκευτική ζωή, την εθνική ζωή και τα κοινωνικά προβλήματα περιορίζονται στο τσιμέντο και τις πολυκατοικίες μαθαίνετε στα παιδιά ότι η ζωή είναι ένα μουσείο και στα μουσεία δεν μιλάμε και δεν διαμαρτυρόμαστε. Αλλά όπου δεν μιλάμε και αποσιωπούμε εκεί υπάρχουν οι βιασμοί και οι κακοποιήσεις.

Άλλωστε ο σκοπός σας, για να νομοθετήσετε για τη σχολική βία ήταν για να εντάξετε σε αυτήν τις καταλήψεις των σχολείων. Η καταστολή πάντα είναι στο μυαλό σας. Δεν νομοθετήσατε, για να πείτε στους διευθυντές των σχολείων πώς να αντιμετωπίσουν ένα αγόρι που πάει με φούστα στο σχολείο η μια Μαρία, που θέλει να την φωνάζουν Μάριο. Αυτά για σας δεν υπάρχουν.

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΙ. ΠΑΙΔΟΝΟΜΟΙ ΕΙΝΑΙ.

Ποτέ δεν επιδοκίμασα τις εγκωμιαστικές δημοσιεύσεις για τον παπά της Κιβωτού και αντιπαρέρχομαι τα περί εντιμότητας και ηθικής ακεραιότητας, που άλλωστε επί τόσα χρόνια δεν είχαν ποτέ αμφισβητηθεί. Πάντοτε όμως θεωρούσα πως ένας παπάς (ή μια φιλάνθρωπος κυρία) είναι πρόσωπο ακατάλληλο, για να του εμπιστευθεί κανείς τις ζωές παιδιών. Μπορεί ένας φιλόστοργος παπάς να αναλάβει την κηδεμονία τεσσάρων ή πέντε παιδιών και με την αγάπη του να αναπληρώνει τους περιορισμένους ορίζοντες της παιδαγωγικής του, αλλά ως εκεί.

Με απόλυτη επίγνωση των λόγων μου καταγγέλλω ότι είναι αδύνατον να υπάρξει χώρος με πολλά παιδιά, είτε λέγεται ορφανοτροφείο, ή ίδρυμα, ή δομή, χωρίς κακοποίηση των παιδιών. Και, για να το πάω παραπέρα, δεν μπορεί να υπάρξει σχολείο χωρίς σεξουαλική, σωματική, ή ψυχολογική κακοποίηση παιδιών από συνομήλικα, μεγαλύτερα, ή πολύ μεγαλύτερα άτομα. Και όποιος διευθυντής ισχυρίζεται ότι στο σχολείο του δεν υπάρχει κακοποίηση στην πραγματικότητα λέει «δεν θέλω να βλέπω, να ακούω, να ξέρω, θέλω την ησυχία μου». Παρόλο που σε ένα σχολείο μπορεί να υπάρχουν προγράμματα κατά του μπούλιγκ, του ρατσισμού, της ομοφοβίας, της σεξουαλικής και γενικότερα της σωματικής επιθετικότητας, πάντα υπάρχει χώρος για παραβατικότητα που απαιτεί συνεχή επαγρύπνηση των εκπαιδευτικών. Και δεν ισχυρίζομαι ότι στα σχολεία δεν κακοποιούνται τα παιδιά από τους εκπαιδευτικούς, γιατί και ένα παιδικό κείμενο που επιστρέφει στο παιδί γεμάτο κοκκινίλες από το δάσκαλο είναι μια μορφή ψυχολογικής κακοποίησης που κλονίζει την αυτοπεποίθηση του παιδιού. Όμως σταδιακά η εκπαιδευτική κοινότητα αποδέχεται πως η επιδοκιμασία των θετικών στοιχείων σε ένα κείμενο, σε μια άσκηση, σε μια συμπεριφορά έχει καλύτερα αποτελέσματα από την τιμωρία και την αποδοκιμασία. Στις δομές και στα ιδρύματα όμως, όπου δεν υπάρχουν παιδαγωγικά πρόγραμματα και κανένα είδος πρόληψης της παραβατικότητας δεν μπορούμε να περιμένουμε ότι δεν θα γίνονται κακοποιήσεις.

Συνεχώς διαβάζω αυτές τις ημέρες για τις κακοποιήσεις των παιδιών της Κιβωτού από τους «παιδαγωγούς» της δομής. Δεν ξέρω ποιος τους βάφτισε παιδαγωγούς, αλλά δεν είναι παιδαγωγοί, παιδονόμοι είναι, που θέτουν σε εφαρμογή τις ιδεοληψίες τους.

Θα φέρω ένα παράδειγμα που θα μπορούσε να θεωρηθεί τελείως ασήμαντο. Κάποτε στο σχολείο είχαμε ένα κορίτσι με μεγάλα ψυχολογικά προβλήματα που το παρακολουθούσε παιδοψυχίατρος. Πολύ ντροπαλό, θλιμμένο κι αμίλητο κορίτσι, που κάποια στιγμή άρχισε να ντύνεται πιο «κοριτσίστικα» ή έξαλλα κατά την γνώμη κάποιων πολύ συντηρητικών. Χαρήκαμε τότε, γιατί θεωρήσαμε πως το παιδί είναι σε καλό δρόμο και ότι με το ντύσιμό του μας μιλάει. Κάποια στιγμή έρχεται στο γραφείο μου κάποια από τη γραμματεία και μου λέει για τη συγκεκριμένη κοπέλα πως την έδιωξε από το γραφείο και της είπε να μην ξαναπατήσει στα γραφεία έτσι ντυμένη και ότι αυτό το ντύσιμο δεν επιτρέπεται στο σχολείο. Της είπα ότι μίλησε έτσι στο παιδί, επειδή δεν είναι εκπαιδευτικός και ποτέ εκπαιδευτικός δεν θα μιλούσε έτσι σε ένα παιδί. Ψιλά γράμματα θα μου πείτε και πως οι δικαστικές αρχές δεν ερευνούν τις ψυχολογικές κακοποιήσεις και ούτε ξέρουν τι είναι. Σωστά, αλλά το συγκεκριμένο κορίτσι δεν θα ξεχάσει αυτήν την προσβολή ποτέ στη ζωή του κι αν ξέρατε σε ποιο κορίτσι αναφέρομαι θα ανατριχιάζατε. Αλλά αυτό δεν θα το μάθετε.

Για όλους αυτούς τους λόγους επιμένω πως σε όλα τα ιδρύματα και τις δομές παιδιών πρέπει να μπει λουκέτο. Τα παιδιά πρέπει να ανατίθενται σε ανάδοχες οικογένειες, υπό τη συνεχή επίβλεψη κοινωνικών λειτουργών και ψυχολόγων. Κι εκεί θα υπάρχουν κακοποιήσεις, αλλά σε περιορισμένη έκταση, γιατί οι ανάδοχες οικογένειες μπορούν να ελέγχονται πιο εύκολα χωρίς τη βιτρίνα ενός παπά, ενός μητροπολίτη ή μιας φιλανθρώπου πλούσιας κυρίας.

Παιδαγωγικές επιλογές της Σχολής Μωραΐτη

Πώς θα σας φαινόταν αν ο όρος ironman έμπαινε στα ιδεώδη που υπηρετεί το σχολείο του παιδιού σας; Και πώς θα σας φαινόταν αν το παιδί σας προσέφερε εθελοντική εργασία σε ένα ironman event στη Vouliagmeni (ελληνική Ριβιέρα) και στις εγκαταστάσεις του Costa Navarino; Ντροπής πράγματα, που ευτυχώς συμβαίνουν μόνο στη Σχολή Μωραΐτη. Αν το παιδί σας φοιτά σε άλλο σχολείο δεν κινδυνεύει από τέτοια παιδαγωγική, αλλά χάνει από upper class δημόσιες σχέσεις. Κι επειδή ελπίζω να αγνοείτε τον όρο Ironman Triathlon σας ενημερώνω ότι είναι μια διακρατική αθλητική συνάντηση που διαχειρίζεται η Ironman Group, ιδιοκτησίας της Advance Publications, μιας από τις μεγαλύτερες αμερικανικές επιχειρήσεις με έδρα το Μανχάτταν. Πολλοί ήταν οι χορηγοί της οργάνωσης στην Ελλάδα που αγκαλιάστηκε από την κυβέρνηση και προσωπικά από την υφυπουργό Σοφία Ζαχαράκη, η οποία εξήρε τη συνεργασία της πολιτείας και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Όλοι οι παράγοντες της οργάνωσης ήταν βαθιά συγκινημένοι και όπως λέει ο Αλέξανδρος Χριστοδούλου: «Είμαι πολύ περήφανος που έγινε στην Ελλάδα αλλά και που ως Οικογένεια Χριστοδούλου στηρίξαμε αυτήν την πρωτόγνωρη για τα ελληνικά δεδομένα διοργάνωση…Ένιωσα μεγάλη συγκίνηση που ακούσαμε τον Εθνικό Ύμνο πριν πέσουμε στη θάλασσα ενώ εξαιρετική ήταν και η επιλογή να χορέψουμε τον χορό των κυμάτων υπό τους ήχους του Ζορμπά».
Δεν νομίζω ότι η διεύθυνση της Σχολής Μωραΐτη αγνοεί ότι ο σεξιστικός, μιλιταριστικός και ρατσιστικός όρος Ironman δεν έχει θέση σε ένα σχολείο. Δεν το αγνοεί, αλλά υπερτερεί ο ασίγαστος πόθος για δημόσιες σχέσεις υψηλού επιπέδου. Πάνω από όλα δεν ενδιαφέρεται για την παιδεία που προσφέρει αλλά να γίνει, όπως και το Κολλέγιο Αθηνών, σχολείο που εξασφαλίζει γνωριμίες και διασυνδέσεις.
Ο ίδιος στόχος οδήγησε το Σχολείο αυτό στη συνεργασία από την περασμένη άνοιξη με τη ΜΚΟ Home Project, διοικητικό στέλεχος της οποίας είναι η πρώτη εξαδέλφη του Κυριάκου Μητσοτάκη, η Αντιγόνη Λυμπεράκη. Και μια μεγάλη ευκαιρία να εξάρει τις πολιτικές επιλογές του πρωθυπουργού ήταν να δεχθεί ως μαθητές του Σχολείου δύο προσφυγόπουλα από την Ουκρανία. Επί τόσα χρόνια η Σχολή Μωραΐτη αγνοούσε ότι υπήρχαν ασυνόδευτα προσφυγόπουλα στην Ελλάδα, αλλά συγκινήθηκε μόλις κατέφθασαν τα πρώτα ξανθά και γαλανομάτικα της νατοϊκής πολιτικής. Και αγνοεί ότι υπάρχουν και άλλες οργανώσεις που αναλαμβάνουν ασυνόδευτα προσφυγόπουλα, αλλά αδιαφορεί για αυτές, εφόσον δεν έχουν σχέση με την Αντιγόνη Λυμπεράκη.
Δέχεται όμως και άλλα προσφυγόπουλα από την Home Project να παίζουν κάθε Σάββατο στις εγκαταστάσεις του Σχολείου. Για να υλοποιηθεί όμως αυτό το πρόγραμμα η Σχολή ζητάει πιεστικά από τους εκπαιδευτικούς της να προσφέρουν «εθελοντική» εργασία. Οι εκπαιδευτικοί να εργάζονται δωρεάν, για να προσφέρει φιλανθρωπικό έργο η Σχολή Μωραΐτη. Φιλανθρωπία by proxy. Πριν προσφέρουν την δωρεάν εργασία τους, θα ήθελα να υπενθυμίσω στους εκπαιδευτικούς της Σχολής Μωραΐτη τα λόγια της Αντιγόνης Λυμπεράκη: «Οι φτωχοί κάνουν λάθος επιλογές».

Η κηδεία της Φρειδερίκης

Όταν ήρθαμε στη Βαρυμπόμπη το 1978, παλιοί κάτοικοι μάς είπαν ότι είμαστε πολύ τυχεροί που είχε φύγει η βασιλική οικογένεια, γιατί οδηγούσαν πολύ γρήγορα κι επικίνδυνα μες στη μέση του δρόμου. Εγώ είχα αντίθετη άποψη. Ήθελα μια καλή γειτόνισσα, όπως η Φρειδερίκη, γιατί άνθρωποι είμαστε, σου λείπει ένα λεμόνι, ένα φλιτζάνι ζάχαρη, έχεις μια πόρτα να χτυπήσεις σε ώρα ανάγκης. Όταν μετά από τρία χρόνια έμαθα ότι πέθανε, ράγισε η καρδιά μου, έχανα δικό μου άνθρωπο.

Η κυβέρνηση Ράλλη έδωσε άδεια να γίνει η ταφή στο Τατόι και να προσγειωθούν τα αεροπλάνα των βασιλιάδων στο αεροδρόμιο Τατοΐου και να φύγουν το βράδυ. Αυτό σήμαινε πως η πομπή θα περνούσε μπροστά από την πόρτα μας και θα κάναμε χάζι.

Η μικρή μου κόρη δεν είχε εξοικειωθεί με την έννοια του θανάτου. Κυρίως την προβλημάτιζαν τα κοτόπουλα που αγοράζαμε από το σουπερμάρκετ. Τα έβλεπε κι αναφωνούσε «δεν έχει καφάλι». «Όχι δεν έχει κε-φά-λι» επαναλάμβανα εγώ τονίζοντας μία μία τις συλλαβές. Ο θάνατος της Φρειδερίκης ήταν τώρα μια ευκαιρία να εξοικειωθεί με τον ανθρώπινο θάνατο, αλλά από απόσταση. Της εξήγησα ότι θα την φέρουν μέσα σε ένα κουτί και μετά θα την βάλουν στο χώμα. Και ότι πέθανε, γιατί ήταν πολύ γριά και άρρωστη.

Η κυβέρνηση είχε απαγορεύσει από δυο μέρες νωρίτερα τη διέλευση αυτοκινήτων, ώστε να μην πλακώσουν στην κηδεία όλοι οι βασιλόφρονες και δημιουργηθούν επεισόδια. Τους πιο φανατικούς όμως δεν τους συγκρατούσε τίποτε. Περάσανε τις ραχούλες με τα πόδια και τους έβλεπες ξαφνικά μπροστά στην κουζίνα. Αγριεμένες μούρες, που σε έκαναν να νομίζεις ότι ο εμφύλιος δεν τέλειωσε ακόμη. Με το στέμμα στο πέτο ή στο καπέλο έρχονταν να προσκυνήσουν τη βασίλισσά τους, όπως έλεγαν. Πού θα έτρωγαν και πού θα κοιμόντουσαν Φλεβάρη μήνα όλοι αυτοί οι άνθρωποι καθόλου δεν τους ένοιαζε. Ξημέρωσε η μέρα της κηδείας και ο δρόμος γέμισε από πεζούς που είχαν παραταχθεί και περίμεναν την πομπή. Και προς το μεσημέρι άρχισαν να φθάνουν τα πρώτα αυτοκίνητα, που γίνονταν συνεχώς περισσότερα και κινούνταν με πολύ αργό ρυθμό. Τόσο που άναψε το αυτοκίνητο του Ιπποκράτη Σαββούρα και το έβγαλε παράμερα, για να ρίξει νερό στο ψυγείο. Και το μικρό κορίτσι που ήθελε να δει πραγματική βασίλισσα απογοητεύτηκε, όταν της έδειξα τη μαυροφορεμένη Σοφία, γιατί περίμενε να δει κάποια σαν την μητριά της Χιονάτης. Κι από πίσω ακολουθούσε το αυτοκίνητο με το φέρετρο. Και της είπα «να εκεί μέσα είναι η πεθαμένη βασίλισσα» κι εκείνη με ρώτησε «έχει καφάλι;»

Μνημείο Θυμάτων Αστυνομικής Βίας

Άρθρο μου στην Αυγή, την Κυριακή, 12 Ιουνίου 2022

Τον Μάρτιο του 2013 η καθηγήτρια Εγκληματολογίας Αναστασία Τσουκαλά έδωσε μια διάλεξη στους τριτοετείς της Σχολής Αξιωματικών της ΕΛΑΣ με θέμα «Ρατσισμός και Ξενοφοβία». Όπως διηγήθηκε η ίδια στην εκπομπή των Κ. Ακριβοπούλου και Ν. Μπογιόπουλου στο Real Fm, στο τέλος της δίωρης διάλεξης ένας δόκιμος αξιωματικός την προκάλεσε λέγοντας πως η ουσία της διάλεξής της ήταν αδιανόητη, γιατί εξομοίωνε Έλληνες και αλλοδαπούς. Η καθηγήτρια απάντησε με τη σειρά της πως της ήταν αδιανόητος ο διαχωρισμός σε ανθρώπους και υπανθρώπους και πως τέτοιους διαχωρισμούς κάνει ο φασισμός. Τότε ο δόκιμος απάντησε: «Μα είμαστε φασίστες και είμαστε περήφανοι που είμαστε φασίστες. Υπάρχει κανένα πρόβλημα;». Ακολούθησε το θυελλώδες χειροκρότημα των υπόλοιπων δοκίμων, ενώ οι εκπαιδευτές που ήταν παρόντες δεν αντέδρασαν.
Η καθηγήτρια απάντησε πως πρέπει οι αστυνομικοί να παρακάμπτουν τις πολιτικές τους πεποιθήσειςπως καιπως το μόνο που ενδιαφέρει είναι να εκτελούν τα καθήκοντά τους στο δρόμο με τρόπο απρόσωπο και ουδέτερο, σύμφωνα με τις αρχές της ισονομίας. Τότε άλλος δόκιμος πήρε το λόγο και της είπε πως θα πρέπει να ντρέπεται ως καθηγήτρια εγκληματολογίας, γιατί θα έπρεπε να γνωρίζει πως ο νόμος είναι κοινωνική κατασκευή και πως είναι απλώς μια αντανάκλαση των εκάστοτε κοινωνικών, πολιτικών και άλλων συγκυριών και άρα κατ’ επέκταση είναι αδιανόητο το ότι απαιτούσε από τους αστυνομικούς να εκτελούν έναν νόμο με τον οποίο δεν συμφωνούν. Και αυτό το σχόλιο έτυχε πολλών χειροκροτημάτων και πάλι οι εκπαιδευτές δεν αντέδρασαν.
Έξι μήνες αργότερα, στις 18 Σεπτεμβρίου του 2013 δολοφονήθηκε ο Παύλος Φύσσας, υπό την πλήρη ανοχή της αστυνομίας.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 17 Νοεμβρίου του 2017 η Αναστασία Τσουκαλά τραυματίστηκε σοβαρά από φωτοβολίδα της αστυνομίας. Κινδύνεψε η ζωή της, αλλά της έμεινε μόνιμη αναπηρία. Η αστυνομία παραποίησε τα στοιχεία και αποφάνθηκε ότι τη φωτοβολίδα έριξαν αντιεξουσιαστές.
Τον επόμενο Σεπτέμβρη του 2018 ο δικηγόρος στη δίκη της Χρυσής Αυγής Κώστας Παπαδάκης δήλωσε πως πρέπει να παραπεμφθούν στο εδώλιο μαζί με τους κατηγορούμενους και οκτώ αστυνομικοί ως μέλη της ΧΑ γιατί όχι μόνο δεν απέτρεψαν το έγκλημα, αλλά με την παρουσία τους συνήργησαν στη δράση των χρυσαυγιτών που κυνήγησαν τον Παύλο Φύσσα.
Βεβαίως αυτό δεν συνέβη, γιατί οι αστυνομικοί ποτέ δεν τιμωρούνται κι ας έχουν δολοφονήσει τόσους ανθρώπους, ακόμη και παιδιά. Οι αστυνομικοί παρακάμπτουν τους νόμους και εφαρμόζουν τους αυτοσχέδιους δικούς τους φασιστικούς νόμους υπό την πλήρη ανοχή των δικαστηρίων. Οι Κορκονέας και Σαραλιώτης τιμωρήθηκαν με ισόβια ο πρώτος και με δεκαετή φυλάκιση ο δεύτερος, γιατί η δικαιοσύνη του δρόμου μπήκε μέσα στα δικαστήρια και επεβλήθη. Όμως ο Σαραλιώτης μετά από λίγους μήνες σε δικάσιμο που δεν ανακοινώθηκε και οι δρόμοι ήταν άδειοι αποφυλακίστηκε, γιατί ήταν άρρωστος ο πατέρας του. Στο εφετείο της Λαμίας και η αίθουσα του δικαστηρίου ήταν άδεια, όπως άδειοι ήταν και οι δρόμοι και ο Σαραλιώτης αθωώθηκε πλήρως κι ο Κορκονέας αποφυλακίστηκε με ταχυδακτυλουργικές διαδικασίες.
Μετά το 1974 οι δολοφόνοι αστυνομικοί είτε δεν παραπέμφθηκαν, είτε αθωώθηκαν, είτε τους επιβλήθηκε πρωτόδικα μια μικρή ποινή με αναστολή και στη συνέχεια αθωώθηκαν στο εφετείο. Πρόσφατο παράδειγμα η δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου.
Για τους δολοφόνους αστυνομικούς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε. Για τα θύματά τους όμως πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε: Για τον Τάσο Μαγλαρίδη, τη Σταματίνα Κανελλοπούλου, τον Ιάκωβο Κουμή, τον Μιχάλη Καλτεζά, την Μανώλη Κανδαλέοντα, τον Άγγελο Μαυροειδή, τον Δημήτρη Κίκερη, τον Περικλή Ρεπάκη, τον Μανόλη Κοντόπουλο, τον Ιωάννη Νεμετζίδη, τον Σουλεϊμάν Ακιάρ, τον Θοδωρή Γιάκα, τον Άλμπερτ Κούκα, τον Τάσο Μουράτη, τον Άγγελο Τζελάλ, τον Μάρκο Μπουλάτοβιτς, τον Νικόλαο Λεωνίδη, τον Μαρίνο Χριστόπουλο, τον Σεντγκάκ Σελνίκου, τον Ίλμι Λατές, τον Μοχάμετ Χαμούτ, τον Λούτφη Οσμάντζε, τον Βασίλιε Ιόν, τον Νίκο Σακκελίωνα, τον Ζακ Κωστόπουλο και αναρίθμητους άλλους.
Για να μην ξεχαστούν είναι απαραίτητο εμείς οι πολίτες να κατασκευάσουμε μνημείο θυμάτων της αστυνομικής βίας με τα ονόματα όλων των θυμάτων. Η μακέτα υπάρχει, κρατικά χρήματα δεν περιμένουμε. Θέλουμε μόνο να μας δοθεί ο χώρος. Δεν είμαστε αφελείς να περιμένουμε να μας παραχωρήσει χώρο ο δήμαρχος της Αθήνας, ο πρόεδρος της Βουλής, ο αρχιεπίσκοπος ή οι πρόεδροι των ανωτάτων δικαστηρίων. Μήπως κάποιος δήμαρχος γειτονικών δήμων, κάποιο νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου;
Και στο μνημείο να αναγραφεί και το όνομα του Παύλου, αν συμφωνεί και η Μάγδα Φύσσα.