Οι ευθύνες των σχολείων για τις σεξουαλικές κακοποιήσεις παιδιών

Μία ακόμη σεξουαλική κακοποίηση (αυτή τη φορά) αγοριού γυμνασίου από συμμαθητές του στην Αθήνα σόκαρε την κοινωνία. Πιο πολύ όμως και από το φρικιαστικό γεγονός εμένα με σόκαρε η αμέλεια του σχολείου και γενικότερα των σχολείων, γιατί παρόμοια περιστατικά έχουν συμβεί και σε άλλα σχολεία.

Πριν από λίγους μήνες κυκλοφόρησε στο facebook ένα κείμενο που έλεγε περίπου ότι στο σχολείο μαθαίνουμε στα παιδιά Μαθηματικά, Φυσική, Ιστορία, Γεωγραφία κλπ. και όλα τα άλλα θέματα κοινωνικής ευθύνης και συμπεριφοράς πρέπει να τα μάθουν στα παιδιά οι γονείς τους. Είχα γράψει τότε αρνητικά σχόλια κάτω από τις κοινοποιήσεις αυτού του κειμένου και είχα διατυπώσει κατηγορηματικά τη διαφωνία μου, γιατί το σχολείο, εκτός από τον εκπαιδευτικό, έχει και παιδαγωγικό στόχο, αλλά  τα έγραψα πολύ συνοπτικά. Θα γίνω σήμερα πιο αναλυτικός, αν και μόνο σε έναν τομέα.

Ας δούμε όμως μερικά στοιχεία αυτής της τελευταίας κακοποίησης του αγοριού.

Συνήθως προηγείται έντονο και μεγάλης διάρκειας ομοφοβικό μπούλιγκ, το οποίο δεν αντιμετωπίστηκε ή δεν αντιμετωπίστηκε αποτελεσματικά.

Τα αγόρια που κακοποίησαν το παιδί βιντεοσκόπησαν το συμβάν και το έδειχναν στους συμμαθητές τους. Αυτό δείχνει ότι ούτε οι ίδιοι ούτε οι συμμαθητές τους θεωρούσαν την πράξη σοβαρότατο αδίκημα, αλλά αξιέπαινη πράξη που προκαλούσε θαυμασμό ή γέλιο στη μικρή τους κοινότητα. Ανάλογα ισχύουν και αν το θύμα είναι κορίτσι, γιατί η ομάδα θεωρεί ότι η ανηθικότητα του κοριτσιού προκάλεσε την πράξη, η οποία είναι αναφαίρετο δικαίωμα των αγοριών. Για αυτές τις αντιλήψεις έχει ευθύνη το σχολείο. 

Τα αγόρια, που κακοποίησαν το παιδί, επιδείκνυαν το βίντεο, γιατί δεν θεωρούν ότι η πράξη τους είναι εκατό τοις εκατό ομοφυλοφιλική. Τα μυαλά τους είναι παγιδευμένα στη διχοτομία ενεργητικό/παθητικό σεξ και θεωρούν ομοφυλόφιλο το «παθητικό» άτομο. Για τις αντιλήψεις αυτές υπεύθυνο είναι το σχολείο.

Τα παιδιά που είδαν το βίντεο και αντέδρασαν κάνοντας μπούλινγκ στο αγόρι που υπέστη όλα αυτά είναι απολύτως συνένοχα και αυτό κάνει την ευθύνη του σχολείου πολύ μεγαλύτερη.

Τα αγόρια αυτά και ίσως και μερικά κορίτσια, που θαυμάζουν τα αγόρια αυτού του είδους, αναπαράγουν ιδεολογίες και αξίες πολύ κοινές μέσα στην ελληνική κοινωνία και για αυτό οφείλει το σχολείο να διαπαιδαγωγήσει τα παιδιά, ώστε να αλλάξουν αυτές οι αντιλήψεις.

Πρώτα από όλα οι διευθυντές/τριες και οι εκπαιδευτικοί κάθε σχολείου να αντιληφθούν ότι μικρό αποτέλεσμα φέρνει η πυροσβεστική και κατά περίπτωση αντιμετώπιση του μπούλινγκ. Η δε αποσιώπησή του πολλαπλασιάζει τα περιστατικά. Το μπούλιγκ πρέπει να αντιμετωπίζεται συστηματικά και προληπτικά με προγράμματα και ανώνυμα ερωτηματολόγια που αναδεικνύουν την έκταση του προβλήματος και στην εποχή μας τα βρίσκει κανείς πολύ εύκολα.

Παράλληλα οφείλουν με ομιλίες, με εικόνες, με ταινίες, με κείμενα, με θέματα επεξεργασίας να προάγουν μαθητική κοινότητα που διάκειται θετικά σε κάθε διαφορετικότητα, σωματική, σεξουαλική, εμφανισιακή, ενδυματική, φυλετική, θρησκευτική, ταξική, οικονομική, προγονική, πολιτισμική.

Τα παιδιά που κάνουν μπούλιγκ αποβλέπουν στην επίδειξη δυναμικότητας, τόλμης και «ανωτερότητας», που θα προκαλέσει τον θαυμασμό της ομάδας. Αν η ομάδα δεν θαυμάσει, δεν γελάσει, αλλά παρέμβει, για να υποστηρίξει το θύμα, τότε μόνο έχουμε θετικά αποτελέσματα. Αλλά για να έχουμε τέτοια ομάδα χρειάζεται πολλή και συστηματική δουλειά που θα περιλαμβάνει και το σεξ.

Συχνά γίνεται αναφορά στη σεξουαλική αγωγή. Όμως το θέμα αυτό δεν είναι μόνο τεχνικό, όπως συχνά θεωρείται. Το κρίσιμο θέμα δεν είναι ο μηχανισμός του σεξ, αλλά η κοινωνική διάστασή του. Η αντιμετώπιση του σεξισμού και της ομοφοβίας, η προαγωγή μιας φεμινιστικής πρακτικής και θεωρίας πρέπει να είναι οι στόχοι κάθε σχολείου, ανεξάρτητα από το αν έχει εισαχθεί μάθημα σεξουαλικής αγωγής από το υπουργείο.

Το μάθημα της λογοτεχνίας προσφέρεται, για να επιλέγονται κείμενα από τη διεθνή λογοτεχνία που προάγουν αυτά τα θέματα και προκαλούν πολλές συζητήσεις. Τα κείμενα αυτά μπορούν να διδάσκονται παράλληλα με λίγα κείμενα από τα σχολικά υποχρεωτικά εγχειρίδια, που κατεξοχήν, δυστυχώς, προβάλλουν κοινωνικά στερεότυπα. Άλλωστε στο δημοτικό και στο γυμνάσιο υπάρχουν πολλές δυνατότητες για παρεκκλίσεις από το αναλυτικό πρόγραμμα.

Και το μάθημα των Θρησκευτικών καλό θα είναι να ξεχάσει τη δογματικότητά του και να επιδοθεί στη διδασκαλία εκσυγχρονισμένης και όχι βιβλικής ηθικής. Και ας ξεκινήσει από το ότι γεννήτορες Χριστιανών, Εβραίων και Μουσουλμάνων είναι ο Αβραάμ και οι γιοί του, ο Ισμαήλ, που απέκτησε από την Αγάρ και ο Ισαάκ, που απέκτησε από την Σάρα.

Και στα άλλα μαθήματα πρέπει με κάθε ευκαιρία να γίνονται σχόλια και να ανοίγονται παρενθέσεις που θα συνεισφέρουν στον κοινό στόχο. Κι όταν μιλούν για τον «άνθρωπο» να μη θεωρούν ότι ο άνθρωπος είναι άνδρας, λευκός, Έλληνας, χριστιανός ορθόδοξος, αρτιμελής, που σφίγγει την πέτρα και της βγάζει ζουμί.

Η προσπάθεια αυτή δεν έχει τέλος, αλλά από εμπειρία ξέρω ότι αποδίδει. Αποδίδει πάρα πολύ.

Η προσπάθεια πρέπει να γίνεται ανεξάρτητα από το τι κάνει και τι δεν κάνει το υπουργείο σε αυτά τα θέματα. Το υπουργείο δεν κάνει τίποτε. Ή μάλλον το μόνο που κάνει είναι ΕΔΕ εκ των υστέρων. Αλλά οι ΕΔΕ μόνο ρίχνουν στάχτη στα μάτια και βοηθούν το υπουργείο να νίψει τας χείρας του. Άλλωστε οι υποχρεώσεις και οι ευθύνες μας δεν απορρέουν από τα αναλυτικά προγράμματα του υπουργείου, αλλά από την ιδιότητά μας ως εκπαιδευτικών.

Και εν τέλει πρέπει να φροντίσουμε, ώστε να καταλάβουν τα παιδιά ότι πρέπει να παρεμβαίνουν σε κάθε προσπάθεια ανατροπής των αξιών που έχει θέσει το σχολείο. Και αν οι παρεμβάσεις τους δεν είναι επαρκείς, πρέπει να καταγγέλλουν, αλλιώς είναι συνένοχα.

Κι εγώ τώρα καταγγέλλω συναδέλφους μου για αδράνεια και αμέλεια. Και πολλοί μπορεί να με κατηγορήσουν για αυτό. Αλλά συνένοχος δεν είμαι.

Το μόνον της ζωής μου ποδήλατον

3BB3B8B0-264E-44F3-9AD2-08F1962583C0Όχι ο τσάρος, η τσαρίνα και ο τσάρεβιτς, αλλά ο Τσάρος, η Τσάραινα και το Τσαράκι. Αυτός ο Τσάρος ήταν ξάδελφος του πατέρα μου και τον έλεγαν Κώστα, όπως τον πατέρα μου, και τη γυναίκα του Μαρία, αλλά όλοι στην οικογένεια και οι θείες και οι θείοι τους έλεγαν ο Τσάρος, η Τσάραινα και το Τσαράκι. Όταν ήμουν μικρός νόμιζα ότι το Τσάρος ήταν ένα ανεξήγητο παρατσούκλι, αλλά όταν ήμουν πια έφηβος έμαθα ότι όταν ήταν αντάρτης στο βουνό το συνωμοτικό του όνομα ήταν Τσάρος.

Στο σπίτι τους είχα πάει μια φορά, όταν ήμουν πολύ μικρός. Είχαμε ξεκινήσει όλοι μαζί και οι θείες και οι θείοι με μεγάλες τσάντες με φαγητά, αλλά όταν πήγαμε εκεί δεν υπήρχε πιάτο για να φάμε, ούτε ποτήρι για να πιούμε. Όλα τα πιάτα, ποτήρια, πιρούνια ήταν άπλυτα στο νεροχύτη. Κι έπιασαν οι θείες και η μάνα μου, άλλη έβγαζε τα αποφάγια, άλλη έπλενε, άλλη σκούπιζε και κατάφεραν να συμμαζέψουν την κουζίνα. Κι όταν φάγαμε, πάλι έπλυναν τα πιάτα, γιατί είπαν, άμα ξανάρθουμε, εδώ θα τα βρούμε άπλυτα να περιμένουν.

Και μια φορά, παντρεμένος ήμουν πλέον, ήρθε η μάνα μου στο σπίτι ξαφνικά και είδε άπλυτα πιάτα στο νεροχύτη και την άκουσα να μουρμουράει «άλλη Τσάραινα μας βρήκε».

Πρέπει να ήμουν πάνω κάτω τεσσάρων όταν ο πατέρας μου μού έφερε ένα αυτοκινητάκι με πετάλια. Δεν ξέρω αν ήταν καινούριο, αλλά η χαρά μου ήταν πολύ μεγάλη. Όλο το πρωί πήγαινα πάνω κάτω στο πεζοδρόμιο, και δεν ξεκόλλαγα από το αυτοκινητάκι. Και κοντά μεσημέρι ήρθε η Τσάραινα με το Τσαράκι και είπε της μάνας μου: «Πέρασα από το μαγαζί και ο Κώστας είπε να μου δώσεις το αυτοκινητάκι». Και η μάνα μου το έδωσε κι εγώ έμεινα στην εξώπορτα μέχρι που η Τσάραινα, το αυτοκινητάκι και το Τσαράκι έστριψαν στη γωνία.

Σε λίγο ήρθε κι ο πατέρας μου για φαγητό «είσαι με τα καλά σου;» λέει της μάνας μου. «Ούτε που την είδα, ούτε που της μίλησα της Τσάραινας. Πώς σου πέρασε απ´ το μυαλό ότι εγώ θα έδινα το αυτοκινητάκι του παιδιού; Σου είπε κι εσύ τό χαψες;»

Αν δεν το διηγόταν όλο αυτό κάθε τόσο η μάνα μου στις θείες και στις φίλες της θα νόμιζα ότι το αυτοκινητάκι το είχα δει όνειρο. Έτσι ήταν, σαν ένα ωραίο όνειρο, που χάνεται μόλις ξυπνήσεις.

Την Τσάραινα και το Τσαράκι δεν τους ξαναείδα ποτέ. Οι επισκέψεις σταμάτησαν. Αλλά μετά από κάνα χρόνο πηγαίναμε επίσκεψη στη νονά μου, η μάνα μου κι εγώ. Μόλις βγήκαμε από τη Βικτώρια, πλατεία Κυριακού την έλεγε η μάνα μου, νάσου μπροστά μας ο Τσάρος, που είχε το ταξί του στην πιάτσα. Μόλις μας είδε βγήκε από το ταξί κι αρχίσανε τα τι κάνεις, καλά. Από την άλλη πλευρά της πλατείας ερχόταν μια καλοντυμένη κυρία με γούνινο παλτό και ψηλές γόβες. «Στάσου να δεις τι θα της κάνω» λέει στη μάνα μου. Κι όταν μας πλησίασε η κυρία ο Τσάρος της λέει: «Μωρή, φοράς βρακί;».

«Πω, πω πέσαν τα μούτρα μου, ρεζίλι μας έκανε» διηγόταν μετά η μάνα μου. «Κι όχι τίποτε άλλο, ήταν και το παιδί μπροστά και άκουγε». Παντού το διηγήθηκε η μάνα μου και παράλληλα με τα «ρεζίλι μας έκανε» έβλεπες και μια λάμψη στα μάτια της, που πολύ αργότερα κατάλαβα ότι ήταν ταξική εκδίκηση.

Μεγάλωνα πια και ο καημός για το αυτοκινητάκι μού είχε περάσει, γιατί καταλάβαινα ότι ήταν για πολύ μικρά παιδιά. Έτσι κι αλλιώς δεν θα χωρούσα πια εκεί μέσα. Ήμουν πια στη δευτέρα δημοτικού. Μέναμε στην Κυπρίων Ηρώων, που το πρόφερα κυπρίων ηρών και ούτε καταλάβαινα τι σήμαινε. Ήταν ένας στενός και μικρός δρόμος, που έπιανε μόλις τρία οικοδομικά τετράγωνα. Από τη μια μεριά τέλειωνε σε ένα σπίτι κι από την άλλη σε ένα χορταριασμένο οικόπεδο. Αυτό το οικόπεδο το περπάτησα δύο φορές. Την πρώτη φορά με τον φίλο μου τον Γιαννάκη, που είχε τελειώσει το σχολείο και με πήγε από κει πίσω σε κάτι παράγκες, για να συναντήσει τον Αρμάο, που έφτιαχνε λατέρνες. Τη δεύτερη φορά με τον πατέρα μου την παραμονή πρωτοχρονιάς, τότε που ήμουν στη δευτέρα δημοτικού. Δεν πήγαμε από εκεί που ήταν οι παράγκες, αλλά κατηφορίσαμε, χωρίς να μου πει πού πηγαίναμε. Περπατήσαμε κάμποσο και βγήκαμε σε κανονικούς δρόμους. Περπατήσαμε πάλι και σταματήσαμε μπροστά σε ένα ποδηλατάδικο. Διάλεξε μου είπε, ποιο σ´ αρέσει. Έτσι μου είπε, αλλά νομίζω πως διάλεξε ο ίδιος. Μου είχε κοπεί η ανάσα. Κόκκινο με δύο ρόδες κι άλλες δύο μικρές βοηθητικές. Ρώτησε πόσο κάνει και μου κόπηκε η ανάσα ακόμη πιο πολύ. Τρακόσιες δραχμές. Πολύ ακριβό. Νόμισα πως δεν θα το παίρναμε, αλλά ο πατέρας μου έβγαλε τα τρία κόκκινα κατοστάρικα και το πλήρωσε. Τρία κατοστάρικα είναι μια χρυσή λίρα. Είχα δει στο Ρεξ την κάλπικη λίρα με τον Ορέστη Μακρή, που ήταν η συμπάθεια της μάνας μου. Με μια χρυσή λίρα ζει μια ολόκληρη οικογένεια.

Ανέβηκα στο ποδήλατο και έτσι πήγαμε στο σπίτι. Εγώ πάνω στο ποδήλατο κι ο πατέρας μου, δίπλα μου περπατώντας. Είχε και κουδούνι.

Πόσες φορές έκανα την κυπρίων ηρών πάνω κάτω δεν λέγεται. Κι όταν τα άλλα παιδιά με ρωτούσαν πόσο κάνει, απαντούσα με μεγάλη περηφάνεια «μια χρυσή λίρα». Λίγο λίγο μου σήκωναν τις βοηθητικές ρόδες και πριν τελειώσουν οι διακοπές τις έβγαλαν τελείως.

Πολύ το αγάπησα αυτό το ποδήλατο, δύο χρόνια πάνω κάτω. Ψήλωσα όμως, μου έπεφτε πολύ μικρό κι η μάνα μου το χάρισε σε ξαδελφάκι μου. Από τότε δεν απόκτησα άλλο ποδήλατο και ούτε ξανανέβηκα σε δανεικό η νοικιασμένο. Ούτε σε ποδήλατο, ούτε σε μηχανάκι. Έτσι τα έφερε η ζωή.

Ο Τσάρος συνέχισε κάπου κάπου να περνάει από το σπίτι με το ταξί του. Κι όταν τον ρωτούσαν τι κάνει, απαντούσε «δόξα τω θεώ, δόξα τω θεώ, δόξα τω θεώ». Τρεις φορές και κάθε φορά σταύρωνε με την παλάμη του, έτσι όπως σταύρωνε κι η μάνα μου το ψωμί, όταν ζύμωνε. Έτσι σταύρωνε κι ο Τσάρος με κοφτές κινήσεις της παλάμης, μια στο κεφάλι, μια στην καρδιά και μια ανάμεσα στα σκέλια του.

Η δωσίλογος γυναίκα. Τι αντιπροσωπεύει η Άνγκελα Μέρκελ για το φεμινιστικό κίνημα;

 

Το θέμα της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών έχει πολλές φορές παραστρατήσει και παρεξηγηθεί. Άλλο πράγμα η ισότητα ανδρών και γυναικών και άλλο πράγμα η εξομοίωση γυναικών με τους άνδρες. Ο ζητούμενος και επιδιωκόμενος στόχος πρέπει να είναι η ισότητα, δηλαδή ίσα δικαιώματα, ίσες ευκαιρίες στην εργασία και στην κοινωνία, ίσες απολαβές, ίσος σεβασμός, ίση εκτίμηση και εντέλει ίση αυτοεκτίμηση.

Πάρα πολύ συχνά όμως η ισότητα ερμηνεύεται ως εξομοίωση με τους άνδρες, που σημαίνει ότι η γυναίκα αποδέχεται την ανδρική ιδεολογία και υπηρετεί τις ανδρικές αξίες, συχνά με μεγαλύτερο φανατισμό από τους άνδρες. Δεν αναφέρομαι κυρίως στις γυναίκες-θύματα της πατριαρχίας και της ενδοοικογενειακής ιεραρχίας που δεν έχουν επιλογές και διεξόδους, αλλά αναφέρομαι στις γυναίκες που επέλεξαν να γίνουν «one of the boys», για να ανέλθουν τις ιεραρχικές κλίμακες και να φθάσουν σε θέσεις εξουσίας, όχι για να υπονομεύσουν και να αποδομήσουν (με τη ντερινταϊκή σημασία) την ανδροκρατία της εξουσίας, τις δομές της και τις αξίες της, αλλά για να γίνουν στυλοβάτες όλων αυτών.

Η Άνγκελα Μέρκελ, όπως και παλιότερα η Μάργκαρετ Θάτσερ, είναι τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα, μεταξύ πολλών άλλων, ημεδαπών και μη, γυναίκας δωσιλόγου, που συμμάχησε με την ανδρική παράταξη και την υπηρέτησε. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Θάτσερ, μόλις ανέλαβε αρχηγός των συντηρητικών, για να κερδίσει τις εκλογές έκανε μαθήματα ορθοφωνίας, για να επανατοποθετήσει τη φωνή της, ώστε να γίνει πιο βαθειά και λιγότερο γυναικεία, γιατί οι άνδρες δεν ανέχονται τις «τσιριχτές, υστερικές γυναικείες φωνές». Και οι δύο ηγέτιδες απαρνήθηκαν τη γυναικεία αξία της φροντίδας προς τον/την συνάνθρωπο, της ανεκτικότητας, της προσφοράς, της αλληλεγγύης, ούτε καλλιέργησαν ένα περιβάλλον χωρίς ανταγωνισμούς και αναμετρήσεις. Αντίθετα οι πολιτικές τους επιλογές ήταν πάντα οι πλέον καταπιεστικές και καταδυναστευτικές. Δικαίωμά τους βέβαια να κάνουν αυτό που έκαναν και κάνουν τόσοι άνδρες, αλλά δεν μπορούν να θεωρηθούν φεμινιστικά πρότυπα.

Πριν μερικές δεκαετίας, όταν άρχισαν να γίνονται δεκτές γυναίκες στον ελληνικό στρατό, είχα παρακολουθήσει τηλεοπτική συνέντευξη της Ελένης Βλάχου, η οποία αναφερόταν στη στράτευση των γυναικών ως ένα επίτευγμα για την ισότητα ανδρών και γυναικών. Δεν είναι όμως επίτευγμα αυτό για την ισότητα, αλλά για την εξομοίωση ανδρών και γυναικών. Δεν έχουμε ανάγκη από γυναίκες στην αστυνομία και στο στρατό, αλλά γυναικείους αγώνες υπέρ της ειρήνης, υπέρ της συμφιλίωσης, της αμοιβαιότητας και κατά του πολέμου, της βίας και της καταστολής. 

Κατεξοχήν όμως έχουμε ανάγκη από γυναίκες στην εκπαίδευση. Ο Νίτσε έλεγε ότι ο δάσκαλος είναι ο κατεξοχήν πατέρας. Μερικές φορές δυστυχώς και η δασκάλα είναι ο κατεξοχήν πατέρας. Χρειαζόμαστε όμως γυναίκες εκπαιδευτικούς που είναι κατεξοχήν μητέρες, που δεν αναπαράγουν τις ανταγωνιστικές αξίες της πατριαρχίας και του εθνικισμού, που δεν τα βλέπουν όλα με τη διχοτομική διάκριση σωστού-λάθους, που δεν καλλιεργούν τα μισαλλόδοξα στερεότυπα του ροζ και του γαλάζιου, του εγώ και του εσύ.

Συνήθιζα να δίνω μια άσκηση σε παιδιά της τρίτης γυμνασίου. Προσποιούμουν ότι διάβαζα ένα απόσπασμα από βιβλίο που έλεγε: «Χτυπούσε το τηλέφωνο και πριν σηκώσει το ακουστικό άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί από το παράθυρο. Από τη γωνία του δρόμου είδε να έρχεται ένας άνθρωπος». Στη συνέχεια τους ζητούσα σε ένα χαρτί να περιγράψουν πώς φαντάζονται αυτόν τον άνθρωπο μέσα σε τρείς γραμμές. Τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, περιέγραφαν ως άνθρωπο έναν άνδρα μεταξύ 30 και πενήντα ετών, με κοστούμι και γραβάτα ή με καμπαρντίνα, με χαρτοφύλακα ή ομπρέλα και μερικές φορές είχε περιγραφεί νέος άνδρας με αθλητική φόρμα που έτρεχε.

Άνθρωπος για τα παιδιά ήταν άνδρας στην ακμή του, με θέση ή σύμβολα εξουσίας ή ανδρικής ρώμης. Ο άνθρωπος δεν ήταν ποτέ γυναίκα, ποτέ ανήλικος ή ηλικιωμένος, πρόσφυγας ή ανάπηρος. Το ότι όμως τα παιδιά είχαν αυτή την κατασταλαγμένη άποψη για το τι σημαίνει άνθρωπος δείχνει ότι από την εκπαίδευσή τους στο σπίτι, στο σχολείο, στην κοινωνία έλειπε η γυναικεία οπτική, ο γυναικείος λόγος.

Ο Terry Eagleton είχε πει ότι αν δεν εκθηλυνθεί ο πολιτισμός μας δεν θα μπορέσει να επιβιώσει.

Χρειάζεται να απομακρυνθούμε πολύ από τα λόγια του Παύλου: «γυναικὶ δὲ διδάσκειν οὐκ ἐπιτρέπω, οὐδὲ αὐθεντεῖν ἀνδρός, ἀλλ’ εἶναι ἐν ἡσυχίᾳ», ελπίζοντας να έχουμε και δασκάλους κατεξοχήν μητέρες. Ελπίζοντας να αποκτήσουν και οι άνδρες γυναικείες αξίες, για να επιβιώσει ο πολιτισμός μας, για να επιβιώσει η κοινωνία μας.

Ο πρωτοχρονιάτικος μπακλαβάς

Η οικογένειά μου ήταν πολύ παραδοσιακή. Αριστερή και παραδοσιακή. Και σύμφωνα με την ελληνική παράδοση η μεγάλη γιορτή ήταν η πρωτοχρονιά και όχι τα Χριστούγεννα. Κι όπως τα σχολεία έκλειναν μια εβδομάδα πριν και μία μετά το Πάσχα, έτσι έκλειναν και κλείνουν ακόμη μία βδομάδα πριν από την πρωτοχρονιά και μία μετά. Η μεγάλη θρησκευτική γιορτή ήταν το Πάσχα, όχι τα Χριστούγεννα. Για τα Χριστούγεννα δεν υπήρχαν μεγάλες προετοιμασίες και ποτέ όταν ήμουν παιδί δεν υπήρχαν γλυκά μέσα στο σπίτι τα Χριστούγεννα. Για την πρωτοχρονιά όμως ετοιμαζόταν ο μπακλαβάς. Ποτέ κουραμπιέδες, ποτέ μελομακάρονα, αυτά τα είχαμε για παρακατιανά. Κι αν κάποιος τα έφερνε στο σπίτι μας δεν τα τρώγαμε. Τα δίναμε μαζί με λεφτά στους σκουπιδιάρηδες, στον ταχυδρόμο και σε όσους χτυπούσαν την πόρτα για το πρωτοχρονιάτικο δώρο. Μόνο όταν μεγάλωσα πια εκτίμησα πολύ αυτά τα γλυκά.

Η προετοιμασία του μπακλαβά άρχιζε δύο βδομάδας πριν. Αρχικά αγοράζονταν τα υλικά. Μία οκά αμυγδαλόψιχα, μισή οκά βούτυρο πρόβειο και μία οκά ζάχαρη. Ακριβά υλικά που αγοράζονταν με οικονομίες που άρχιζαν δυο μήνες πριν. Τα αμύγδαλα μούσκεψαν σε βραστό νερό και ξεφλουδίζονταν, διαδικασία στην οποία συμμετείχα από πολύ μικρή ηλικία. Μετά τα άσπρα αμύγδαλα απλώνονταν σε ένα ταψί να στεγνώνουν για περίπου δέκα ημέρες, να φύγει η υγρασία. Το πότε θα γίνονταν οι μπακλαβάδες το αποφάσιζε η θεία Μαρία, η αδελφή του πατέρα μου, που άνοιγε τα φύλλα. Οι επικρατέστερες ημέρες ήταν 28 και 29 Δεκεμβρίου. Εκείνη την ημέρα γίνονταν τέσσερις μπακλαβάδες, της Μαρίας, της Πιπιτσάρας, της Δημητρούλας και ο δικός μας.

Η Μαρία και η Πιπιτσάρα έμεναν στο ίδιο σπίτι και καθώς ήταν κουνιάδα και νύφη μάλωναν συνεχώς. Το όνομα της Πιπιτσάρας ήταν Καλλιόπη και το χαϊδευτικό της ήταν Πιπίτσα. Επειδή όμως ήταν μεγαλόσωμη, το Καλλιόπη έγινε Καλλιοπάρα και το Πιπίτσα Πιπιτσάρα. Ήταν η αγαπημένη μου θεία. Η Μαρία ήταν αδελφή του πατέρα μου και ήταν κακιά. Όλα τα παιδιά τη φοβόμασταν. Εμένα ως παιδί ποτέ δεν με έλεγε με το όνομά μου. Πάντα με έλεγε το «το θέατρο». Συχνά οι μεγάλοι, που γελούν με τα καμώματα των μικρών παιδιών με ρωτούσαν «πώς σε λέει η θεία Μαρία παιδί μου;». Εγώ σούρωνα τα χείλια μου, γούρλωνα τα μάτια μου, αγρίευα τη φωνή μου και φώναζα «το θέατρο». Πιο πολύ όμως τη φοβήθηκα ένα βράδυ  στο πλυσταριό της. Είχε ανάψει φωτιά και μέσα σε ένα καζάνι έβραζε μια γουρουνοκεφαλή, για να κάνει πηχτή. Ήταν στις καλές της και μου μιλούσε. Μου εξήγησε πως δεν θα κοιμόταν και θα καθόταν εκεί να ρίχνει ξύλα στη φωτιά, «γιατί η γουρουνοκεφαλή βράζει από το βράδυ ως το πρωί». Τότε, με νηπιακή περιέργεια τη ρώτησα «γιατί δεν βράζει από το πρωί ως το βράδυ και να κοιμάσαι τη νύχτα;» Τότε αγρίεψε πολύ. «Χάσου από τα μάτια μου» είπε και με πέταξε έξω από το πλυσταριό.

Όταν φτιάχνονταν οι μπακλαβάδες η μάνα μου με έπαιρνε μαζί της, γιατί δεν είχε πού να αφήσει το μικρό». Με το ένα χέρι κουβαλούσε τα υλικά του μπακλαβά και με το άλλο κρατούσε εμένα. Μόλις άνοιγε την πόρτα η θεία Μαρία έβγαζε μια φωνή: «έφερες και το θέατρο από κοντά». Μετά μου έδινε μια σακούλα με φασόλια και μια τσίγκινη λεκάνη κι έπρεπε για κάθε φύλλο που άνοιγε να ρίχνω ένα φασόλι, για να μετρήσουμε μετά πόσα φύλλα άνοιξε. Δεν έπρεπε να μιλάω καθόλου ούτε να παίζω, ούτε να αφαιρούμαι.  Όλα γίνονταν σιωπηλά. Μόνο η θεία Μαρία μπορούσε να μιλάει. Δηλαδή, δεν μιλούσε, έβριζε τις άλλες που δεν έκαναν σωστά τις βοηθητικές εργασίες. Η Μαρία άνοιγε τα φύλλα, η Δημητρούλα έπαιρνε τον πλάστη με το τυλιγμένο φύλλα και το άπλωνε στο μπακιρένιο ταψί. Μετά περνούσε τον πλάστη πάνω από το ταψί, για να κοπούν οι άκρες του φύλλου. Κατόπιν έδινε πίσω τον πλάστη στη Μαρία, βουτύρωνε τα φύλλα κι έριχνε το ψιλοαλεσμένο αμύγδαλο. Η Πιπιτσάρα έτριβε το αμύγδαλο στη μηχανή του χεριού, που είχε από τη μάνα της. Η μάνα μου δεν είχε ουσιαστική ανάμειξη, γιατί δεν ήταν από το Αυλωνάρι, δεν ήξερε την τέχνη κι έκανε δευτερεύουσες δουλειές, όπως το να ζεσταίνει το βούτυρο όταν κρύωνε. 

Κάθε μπακλαβάς είχε οχτώ βουτυρωμένα φύλλα από κάτω. Στη συνέχεια άλλα πενήντα περίπου με βούτυρο κι αμύγδαλο από πάνω και μετά τέλειωνε με οχτώ βουτυρωμένα φύλλα. Κι εγώ σιωπηλά έριχνα το φασόλι για κάθε φύλλο μέχρι να τελειώσουν οι τέσσερις μπακλαβάδες. Μετά η θεία Μαρία έπαιρνε τα φασόλια και τα έριχνε στη σακούλα πάλι, χωρίς να τα μετρήσει.

Αυτή η σιωπηλή διαδικασία διακόπηκε μόνο μία χρονιά, όταν η Δημητρούλα έφερε κι ένα πινέλο, για να βουτυρώνει τα φύλλα. Όταν την έβλεπε να αλείφει τα φύλλα με το πινέλο η θεία Μαρία έβγαζε και μία φωνή: «έχουμε και τη λωλή με το πινέλο». Μετά από τρία-τέσσερα φύλλα, της πήρε το πινέλο και το πέταξε.

Όταν τέλειωναν όλα τα φύλλα η θεία Μαρία έκοβε τους μπακλαβάδες, τους ζεμάτιζε με το υπόλοιπο καυτό βούτυρο, τους σκέπαζε με λαδόκολλα και πολλές εφημερίδες, για να μην πάρουν χρώμα στο ψήσιμο και μετά η κάθε μια έπαιρνε το ταψί της και πήγαιναν όλες μαζί στο φούρνο του Πάσχου στην Αγίου Δημητρίου, στον Πειραιά. Είχε περάσει το μεσημέρι κι ο φούρνος δεν έκαιγε πολύ κι ο μπακλαβάς θέλει πολλές ώρες ψήσιμο σε χαμηλή θερμοκρασία. Η θεία Μαρία έμενε στο φούρνο να τους ψήσει μόνη της, γιατί δεν εμπιστευόταν τον φούρναρη για μια δουλειά τόσο μεγάλης ακρίβειας. Οι υπόλοιποι γυρίζαμε πίσω και η Πιπιτσάρα και η Δημητρούλα έφτιαχναν σκαλτσούνια αν είχαν κάνει οι καρυδιές του καρύδια, με τα ζυμάρια από τα περισσεύματα του μπακλαβά. Μερικές φορές έφτιαχναν και αυγοκαλάμαρα και μας έδιναν και μας μερικά, γιατί εμείς δεν είχαμε ούτε αμυγδαλιές, ούτε καρυδιές και όλα τα αγοράζαμε.

Όταν έφτανε η ώρα πηγαίναμε πάλι στο φούρνο του Πάσχου και φέρναμε τους μπακλαβάδες σπίτι, για να σιροπιαστούν. Το σιρόπι ήταν έτοιμο και περίμενε, γιατί ο μπακλαβάς πρέπει να είναι καυτός και καυτό το σιρόπι, να το ρουφήξει καλά. Τον μπακλαβά πρέπει να μπορείς να τον φας με τα χέρια, χωρίς να τρέχουν σιρόπια.

Μια χρονιά, όταν η  θεία Μαρία έκοβε τον μπακλαβά της Πιπιτσάρας, εκείνη της έλεγε συνέχεια «πιο μικρά Μαρία, κόβε τα πιο μικρά τα κομμάτια». Την πρωτοχρονιά που ανταλλάσσαμε επισκέψεις κάποιος θείος είπε στην Πιπιτσάρα «μικρά τα κομμάτια σου εφέτος Καλλιόπη» κι η Πιπιτσάρα απάντησε «η Μαρία τον έκοψε» κι η θεία Μαρία της όρμηξε κι έγινε ένας καυγάς που θα τον θυμάμαι για πάντα.

Τα χρόνια πέρασαν κι από όλους αυτούς ο μόνος που φτιάχνει τον μπακλαβά είναι το θέατρο. Αλλά τον φτιάχνω σε ανοξείδωτο ταψί και τον ψήνω στο σπίτι στους 110 βαθμούς για εφτά ώρες, σκεπασμένο με εφημερίδες.

Τελευταία, επιστρέφοντας από έναν περίπατο στην Κύμη, περάσαμε και από το Αυλωνάρι. Όπως κάθε φορά σταματήσαμε να αγοράσουμε κάτι από το σύλλογο γυναικών. Είδα το ταψί με τον μπακλαβά, με έτοιμο φύλλο, και ρώτησα τη γυναίκα που μας εξυπηρετούσε «στο Αυλωνάρι οι γυναίκες ανοίγουν το φύλλο για τον μπακλαβά;». «Μπα, μου είπε. Καμμία. Τώρα όλες με έτοιμο φύλλο τον φτιάχνουμε».

Μη νομίζετε πως την πίστεψα.

Η κατάθεσή μου στο εφετείο Λαμίας για τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου

Στις 4 Ιουλίου κατέθεσα για δεύτερη φορά σε δίκη για τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Αυτή τη φορά σε δεύτερο βαθμό, στο εφετείο Λαμίας. Να θυμίσω ότι η δίκη άρχισε την άνοιξη του 2017 και συνεχίζεται με αργούς ρυθμούς. Τους προηγούμενους μήνες κατέθεταν οι αυτόπτες μάρτυρες. Εγώ κλήθηκα να μιλήσω για το χαρακτήρα και την προσωπικότητα του παιδιού, ως διευθυντής του σχολείου του.

 Η υπερασπιστική γραμμή των δικηγόρων των κατηγορουμένων Κορκονέα και Σαραλιώτη παρέμεινε η ίδια με τη δίκη σε πρώτο βαθμό στην Άμφισσα. Έφταιγε, δηλαδή, η ομάδα των αντιεξουσιαστών που δημιουργούσε έντονα επεισόδια και οι κατηγορούμενοι ένιωσαν μεγάλη απειλή, με αποτέλεσμα να πυροβολήσει ο Κορκονέας. Καμιά διαφοροποίηση στην υπερασπιστική γραμμή, κανένα ίχνος μεταμέλειας. Ούτε οι αυτόπτες μάρτυρες ούτε τα βίντεο που αποδείκνυαν ότι δεν προϋπήρξαν επεισόδια και προκλήσεις ήσαν ικανά να κλονίσουν τους ισχυρισμούς της υπεράσπισης, οι οποίοι επαναλαμβάνονταν με πρόθεση να παγιδεύσουν και να προκαλέσουν αμφιβολίες στους μάρτυρες και εν προκειμένω σε μένα.

Με σαφήνεια και κατηγορηματικό τρόπο απάντησα στις ερωτήσεις της προέδρου και περιέγραψα την προσωπικότητα του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Ήταν παιδί ιδιαίτερα ντροπαλό, με ενδιαφέρον για τον αθλητισμό, με άριστη διαγωγή και με άριστες σχέσεις με τους εκπαιδευτικούς και τους συμμαθητές του, αλλά χωρίς κοινωνικούς προβληματισμούς και πολιτική συνείδηση, πράγμα που τονιζόταν πολύ από τους φιλολόγους του ως μειονέκτημα.

Με ρώτησε η πρόεδρος πώς τα ήξερα όλα αυτά, αφού δεν υπήρξα καθηγητής του. Εξήγησα πως στο σχολείο γίνονταν συνεχώς συνεδριάσεις με τους καθηγητές κάθε τάξης, όπου συζητούσαμε για κάθε παιδί διεξοδικά κι εγώ, ως διευθυντής κρατούσα πρακτικά, ώστε να παρακολουθώ την πορεία κάθε παιδιού και να είμαι σε θέση να ενημερώνω και τους γονείς. Η μητέρα μάλιστα του Γρηγορόπουλου ερχόταν στο σχολείο κάθε εβδομάδα, για να δει καθηγητές κι εμένα, οπότε φρόντιζα να είμαι πάντα ενημερωμένος. Επιπλέον καλούσα το παιδί στο γραφείο μου, για να του μιλήσω για τις καθυστερήσεις του στο σχολείο το πρωί στην έναρξη των μαθημάτων. Συγκεκριμένα, ο Αλέξανδρος είχε μια αδελφή που πήγαινε στο Λύκειο. Στο γυμνάσιο το μάθημα άρχιζε στις 8:05, ενώ στο Λύκειο η προσέλευση διαρκούσε ως τις 8:15. Τα δύο αδέλφια έμεναν σχετικά κοντά στο σχολείο κι έρχονταν μαζί με τα πόδια. Το κορίτσι όμως, που φρόντιζε περισσότερο την εμφάνισή του και είχε περιθώριο χρόνου μεγαλύτερο, κάποιες φορές καθυστερούσε λίγα λεπτά, οπότε ο Αλέξανδρος χρεωνόταν με απουσία, γιατί έμπαινε καθυστερημένος στην τάξη του. Όταν του μιλούσα, όπως έκανα με όλα τα παιδιά, του έλεγα να λέει στην αδελφή του να μην καθυστερεί με πολύ μαλακό τρόπο, γιατί έδινα μεγαλύτερη αξία στην αδελφική αγάπη, παρά στις καθυστερήσεις, και δεν ήθελα να διαταράξω τη σχέση των δύο παιδιών.

Μετά  άρχισαν οι ερωτήσεις για τον Νίκο Ρωμανό, ο οποίος είχε προσκαλέσει τον Γρηγορόπουλο να πάνε μαζί σε καφετέρια στα Εξάρχεια, επειδή ήταν του Αγίου Νικολάου και γιόρταζε και μπροστά του ξεψύχησε ο Αλέξανδρος.

Τον Ρωμανό τον γνώριζα μέσα από τις διαδικασίες των συνεδριάσεων και φρόντιζα να είμαι πάντα ενημερωμένος, γιατί και η δική του μητέρα με επισκεπτόταν πολύ συχνά. Και με τον ίδιο όμως είχα συζητήσει αρκετά με δική του πρωτοβουλία για τις ανησυχίες που είχε. Ο Νίκος δεν ήταν καθόλου ντροπαλός και ήθελε πολύ να εκθέτει τις απόψεις του. Είχε και αυτός άριστη διαγωγή, με γονείς που τον παρακολουθούσαν σε κάθε του βήμα, αλλά με έντονο κοινωνικό προβληματισμό και μεγάλη ενημέρωση για το τι συνέβαινε στην κοινωνία. Οι φιλόλογοί του εντυπωσιάζονταν για τις εύστοχες παρατηρήσεις του στα κείμενα και την Ιστορία. Ο Ρωμανός ήταν τραυματισμένος συναισθηματικά, γιατί δύο χρόνια πριν το θάνατο του Γρηγορόπουλου πέθανε ξαφνικά η γιαγιά του μπροστά στα μάτια του. Την επόμενη χρονιά πέθανε φίλος του, μαθητής του σχολείου, αφού έμεινε επί δύο μήνες στην εντατική. Κατά την περίοδο της αρρώστιας και στη συνέχεια μετά το θάνατο του παιδιού, ο Νίκος επισκεπτόταν συνεχώς την οικογένεια, για να παρηγορεί τους γονείς και κυρίως τον άλλο τους γιο, που ήταν επίσης φίλος του. Επίσης, τα πρωινά, πριν αρχίσει το μάθημα, ερχόταν συχνά στο γραφείο μου, περιμένοντας από εμένα να καταπραΰνω τις μεταφυσικές του ανησυχίες και το πένθος που ένιωθε, ενώ κατέβαλε προσπάθεια να συγκρατήσει τα δάκρυά του. Την επόμενη χρονιά ήρθε ο θάνατος του Γρηγορόπουλου, που ξεψύχησε στην αγκαλιά του. Να θυμόμαστε πως στις εφηβικές ηλικίες το βαρύ πένθος εκδηλώνεται με μεγάλο θυμό.

Όταν άρχισε η δίκη στην Άμφισσα ο Ρωμανός παραβρέθηκε την πρώτη μέρα και άκουσε τους χαρακτηρισμούς του Κούγια για τα δύο παιδιά, που όλοι γνωρίζουμε και τους παρουσίαζε ως τέρατα: «Αυτά τα παιδιά δεν είναι σαν τα δικά σας και σαν τα δικά μας» και άλλα πολλά. Μετά από αυτό αρνήθηκε να παρουσιαστεί ξανά στη δίκη. Οι γονείς του τον πήγαν σε ψυχολόγο, για να του συμπαρασταθεί, γιατί ήταν τρομοκρατημένος, ρωτούσαν κι εμένα τι να κάνουν και πώς να τον αντιμετωπίσουν. Όταν ο Νίκος κατάλαβε ότι μπορούσε το δικαστήριο να διατάξει τη βίαιη προσαγωγή του, έφυγε από το σπίτι του και οι γονείς του δεν ήξεραν πού βρισκόταν τα επόμενα δύο χρόνια. Μετά ακολούθησε το δρόμο που ακολούθησε.

Όταν αναφέρθηκα στον Κούγια, η υπεράσπιση άρχισε να διαμαρτύρεται, η πρόεδρος τους έκανε παρατήρηση, ενώ ο εφέτης δίπλα της μού υπέδειξε ευγενικά «ο κύριος Κούγιας».

Η υπεράσπιση με ρώτησε με δηκτικό ύφος αν ήξερα τη δήλωση του Ρωμανού στην οποία έλεγε ότι αυτός και ο Γρηγορόπουλος ήταν σύντροφοι ενταγμένοι στον αντιεξουσιαστικό χώρο. Απάντησα πως βεβαίως τη γνωρίζω. Ο Ρωμανός με αυτή τη δήλωση προσπάθησε να μας πείσει και κυρίως να πείσει τον εαυτό του ότι δεν οδηγήθηκε στις επιλογές του σπρωγμένος από τις καταστάσεις, αλλά από ελεύθερη και ανεπηρέαστη βούληση. Προσπάθησε να μας πείσει και να πειστεί κι ο ίδιος ότι όλα αυτά που συνέβησαν δεν τον άλλαξαν, παρόλο που ήταν 15 ετών. Εμένα πάντως και με επηρέασαν και με άλλαξαν, παρόλο που τότε ήμουν 56 ετών.

Τότε ακολούθησε η αναμενόμενη ερώτηση, γιατί πήγαν τα παιδιά στα Εξάρχεια.

Στην απάντησή μου αναφέρθηκα στο ότι δύο ημέρες μετά τη δολοφονία μερικοί συμμαθητές του Αλέξανδρου μού ζήτησαν να μιλήσουν στο θέατρο για το συμμαθητή τους και να ενημερώσουν τα μικρότερα παιδιά. Όταν τέλειωσε η ενημέρωση που έγινε σε πολύ φορτισμένο κλίμα με μεγάλη συγκίνηση, ένα αγόρι της πρώτης γυμνασίου ρώτησε «όμως τι γύρευε στα Εξάρχεια;» Και το μεγάλο αγόρι, που ήταν ο βασικός ομιλητής, τού  απάντησε: «Εκεί που δολοφονήθηκε ο Αλέξανδρος είναι το σπίτι μου. Θα με ρωτήσεις κι εμένα γιατί μένω στα Εξάρχεια;»

Εξήγησα πως η ερώτηση «τι γύρευε στα Εξάρχεια» δεν αποβλέπει μόνο στη δικαίωση των δολοφόνων, αλλά στον εφησυχασμό της κοινωνίας. Η κοινωνία καθησυχάζεται και εφησυχάζει όταν φταίει το θύμα. Όταν φταίει το θύμα δεν χρειάζεται να αλλάξει τίποτε. Όταν φταίει η γυναίκα για το βιασμό της, γιατί ήταν προκλητικά ντυμένη, η κοινωνία δεν χρειάζεται να αλλάξει. Ας πρόσεχε το θύμα. Αν έφταιγε ο Αλέξανδρος που βρέθηκε στα Εξάρχεια, δεν φταίνε οι δολοφόνοι, ούτε χρειάζεται να αλλάξει νοοτροπία η αστυνομία. Και οι οικογένειες που ζουν εκτός Αθηνών δεν χρειάζεται να πάρουν θέση, γιατί τα παιδιά τους δεν θα πάνε στα Εξάρχεια και το θέμα δεν τους αφορά. Να μην ξεχνάμε ότι ο Αλέξανδρος είχε συνεννοηθεί με τη μητέρα του να ανέβουν μαζί στο σπίτι, όταν θα έκλεινε το κατάστημά της στο κέντρο της Αθήνας. Ο Αλέξανδρος δεν κυκλοφορούσε τις νύχτες. Και όταν χτύπησε το τηλέφωνο της μητέρας του που την καλούσαν από το κινητό του γιου της νόμιζε πως ήταν ώρα, για να περάσει να τον πάρει και όχι για να της πουν πως ο γιος της δολοφονήθηκε. Ξέρουμε πολλούς αντιεξουσιαστές που περνάει η μαμά τους να τους πάρει με το αυτοκίνητο, όταν κλείνουν τα καταστήματα; Και ο Ρωμανός είμαι βέβαιος πως θα είχε κανονίσει να είναι στο σπίτι του νωρίς το βράδυ την ημέρα της γιορτής του, να είναι με τους γονείς του.

Παρόλο που το επιχείρημα περί εξοστρακισμού της σφαίρας έχει καταρριφθεί ποικιλοτρόπως και έχει αποδειχθεί ότι ο Κορκονέας πυροβόλησε στοχευμένα σε ευθεία βολή, η υπεράσπιση επικαλούμενη τον «ανθρωπισμό» μου με ρώτησε αν συμφωνώ να είναι στη φυλακή δέκα χρόνια αυτό το θύμα (ο Κορκονέας) λόγω εξοστρακισμού της σφαίρας. Απάντησα πως θύμα δεν είναι ο κατηγορούμενος, αλλά ο Γρηγορόπουλος, που συνεχίζει να θυματοποιείται και μετά τη δολοφονία του. Έφερα μάλιστα ως παράδειγμα κείμενο του δημοσιογράφου Κασιμάτη της Καθημερινής, ο οποίος ένα ή δύο χρόνια μετά το πέρας της πρώτης δίκης έγραφε παραμονή του Αγίου Νικολάου «αύριο του οσίου Γρηγορόπουλου του μολοτοφόρου». Και αυτό παρόλο που αποδείχθηκε ότι δεν προϋπήρξαν ταραχές πριν τη δολοφονία, ότι οι αστυνομικοί μόνοι τους προκάλεσαν τις φθορές στο περιπολικό μετά τη δολοφονία, για να εμφανίσουν τη δολοφονία ως άμυνα και κανείς ποτέ δεν ισχυρίστηκε, ούτε η υπεράσπιση ότι ο Γρηγορόπουλος πέταξε ποτέ μολότοφ. Και πάλι επεσήμανα πόσο ανακουφίζει την κοινωνία να αποδίδει ευθύνες στο θύμα και να το θυματοποιεί ακόμη περισσότερο.

Η υπεράσπιση όλη χτίζεται στο επιχείρημα ότι, για να είναι στα Εξάρχεια ο δεκαπεντάχρονος Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος το απόγευμα εκείνου του Σαββάτου, σημαίνει ότι ήταν αντιεξουσιαστής και οι δύο αστυνομικοί ένιωσαν ότι απειλείται η ζωή τους. Ο αστυνομικός μάλιστα που κατέθετε πριν από μένα ως μάρτυρας υπεράσπισης δήλωσε ότι οι νεότεροι αντεξουσιαστές στα Εξάρχεια που προκαλούν επεισόδια είναι  δεκατριών ετών!

Ενώ λέγονταν αυτά, οι αστυνομικοί που βρίσκονταν μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου σηκώνονταν κάθε τόσο και πατούσαν τις κατσαρίδες που κυκλοφορούσαν στο βρώμικο πάτωμα. Ίσως και να ήταν Ερινύες που μεταμορφώθηκαν σε κατσαρίδες.