Στις τράπεζες λεφτά, στη νεολαία σφαίρες

398B8C72-D590-4417-8170-52702016CE72

Ο Κορκονέας, ο δολοφόνος του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, δήλωσε στο εφετείο της Λαμίας, όπου εκδικάζεται η δολοφονία σε δεύτερο βαθμό, ότι δεν ζητάει συγγνώμη. Σύμφωνα με δήλωσή του δεν ζητάει συγγνώμη, γιατί σκότωσε έναν αντιεξουσιαστή. Και ήταν αντιεξουσιαστής ο Γρηγορόπουλος, επειδή βρέθηκε στα Εξάρχεια. Όποιος βρεθεί στα Εξάρχεια είναι αντιεξουσιαστής και πρέπει να πεθάνει. Αυτή είναι η λογική και δεν είναι μόνο η λογική του Κορκονέα. Αν ήταν μόνο δική του η λογική αυτή θα δίσταζε να τη διατυπώσει ενώπιον του δικαστηρίου. Τη διατυπώνει έτσι με θράσος, γιατί ξέρει ότι εκφράζει την κοινή ιδεολογική γραμμή του σώματος, στο οποίο υπηρετούσε και το οποίο φροντίζει να τον υποστηρίζει ιδεολογικά και υλικά. Το σώμα των ειδικών φρουρών είχε καλύψει τα έξοδα της πρώτης δίκης και προσέλαβε ως δικηγόρο τον Κούγια.
Ο δεκαπεντάχρονος Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος δεν ήταν αντιεξουσιαστής, όπως θα φανεί και από την κατάθεσή μου στο εφετείο, η οποία θα δημοσιοποιηθεί το Σάββατο, 8 Δεκεμβρίου. Ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος ήταν ένα αθώο παιδί, όχι πως αν ήταν αντιεξουσιαστής θα έπαυε να είναι αθώος. Αλλά ήταν αθώος, υπό την έννοια πως οποιαδήποτε κατηγορία προσπάθησε η υπεράσπιση των δολοφόνων να του επιρρίψει κατέπεσε πολύ εύκολα. Ο Αλέξανδρος ήταν ένα ήσυχο και ευγενικό παιδί, που συμπτωματικά βρέθηκε στα Εξάρχεια και έγινε στόχος του δολοφόνου του. Ούτε ο Αλέξανδρος, ούτε τα άλλα παιδιά αποτελούσαν πρόβλημα. Το πρόβλημα διαχρονικά είναι οι δολοφονικές αντιλήψεις αυτών που επιβάλλουν την «τάξη» και άλλωστε ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος δεν είναι ο μόνος νεκρός. Είναι και ο Ζακ Κωστόπουλος και ο Σακελίων από τους πιο πρόσφατους και αρκετοί πρόσφυγες ανώνυμοι, είτε γιατί δεν γνωρίζουμε τα ονόματά τους, είτε γιατί δεν μπορούμε να τα προφέρουμε. Και εκτός από τις δολοφονίες να μην ξεχνάμε τους ξυλοδαρμούς, τα βασανιστήρια και τους τραυματισμούς.
Ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος ήταν ένα αθώο δεκαπεντάχρονο παιδί, που δολοφονήθηκε το 2008, στην αρχή της οικονομικής, αλλά και γενικότερης κρίσης, θύματα της οποίας είναι κατεξοχήν τα παιδιά και οι νέοι άνθρωποι γενικότερα. Στις πορείες που γίνονται κάθε χρόνο στις 6 Δεκεμβρίου, βλέπει και ακούει κανείς συνθήματα που συνοψίζουν τα δεινά που έχει υποστεί η νεολαία όλα αυτά τα χρόνια, με αποτέλεσμα να έχει αναδειχθεί ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος στο σύμβολο μιας ανάλγητα κατατρεγμένης γενιάς.
Θα μπορούσα να αναφερθώ σε πολλά συνθήματα, αλλά επιλέγω ένα μόνο πολύ σύντομο και πολύ περιεκτικό: «Στις τράπεζες λεφτά, στη νεολαία σφαίρες». Τα χρήματα που δανείστηκε η Ελλάδα κατέληξαν στη σωτηρία των ξένων τραπεζών και στη χρηματοδότηση των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων με παράλληλη αφαίμαξη της κοινωνίας. Και βέβαια τα χρήματα δόθηκαν μετά τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου, μετά το 2008, αλλά όπως είπαμε ο Γρηγορόπουλος είναι πλέον ένα σύμβολο. Ο Γρηγορόπουλος δέχθηκε κατάκαρδα την πρώτη σφαίρα, αλλά οι άλλες σφαίρες προς την νεολαία είναι και αυτές μεταγενέστερες και μεταφορικές, αλλά πολύ επώδυνες. Τα παιδιά που πάνε σχολείο νηστικά, η εξαθλίωση της παιδείας, τα υποβαθμισμένο πτυχία, η εκτεταμένη και παρατεταμένη ανεργία, η εργασιακή εκμετάλλευση, οι μισθοί πείνας, η μετανάστευση είναι οι σφαίρες που δέχεται καθημερινά η νεολαία. Ακόμη και η αυτοκτονία του Βαγγέλη Γιακουμάκη, χωρίς απαγγελία κατηγοριών μετά τέσσερα χρόνια, και η αυτοκτονία του δεκαπεντάχρονου στην Αργυρούπολη δηλώνουν κράτος αδιάφορο και ανάλγητο, που δεν υιοθετεί και δεν εφαρμόζει γενικευμένη εκπαιδευτική πολιτική για το bullying και την ομοφοβία, αλλά επαφίεται στην εξύμνηση της ελληνικής λεβεντιάς.
Σε λίγες πλέον ημέρες ή εβδομάδες θα εκδοθεί η απόφαση του Εφετείου Λαμίας. Ο δεύτερος ένοχος, ο Σαραλιώτης, παρόλο που είχε καταδικαστεί σε δεκαετή φυλάκιση, έμεινε ελάχιστα στη φυλακή, επειδή ήταν άρρωστος ο πατέρας του. Βλέπετε της Ηριάννας και του Θεοφίλου οι γονείς ήταν υγιέστατοι. Πολύ φοβούμαι ότι αν δεν κινητοποιηθούμε όλοι μας και ο Κορκονέας θα είναι σύντομα ελεύθερος. Όλοι εμείς που κινητοποιηθήκαμε και φωνάξαμε για τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο το 2008, για τον Θεοφίλου και την Ηριάννα αργότερα, για τον Ζακ Κωστόπουλο και την καθαρίστρια πρόσφατα, ας κινητοποιηθούμε και ας φωνάξουμε ξανά για τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο. Για εκείνη την πρώτη σφαίρα και για τις άλλες που ακολούθησαν.

Το εργασιακό ήθος της Σχολής Μωραΐτη

Μάλλον δεν είναι γνωστό στον περισσότερο κόσμο ότι οι εκπαιδευτικοί προσλαμβάνονται από τα ιδιωτικά σχολεία αρχικά με διετή σύμβαση, στο τέλος της οποίας είναι δυνατή η απόλυσή τους αναιτιολόγητα και πολύ εύκολα. Αν ανανεωθεί η σύμβασή τους, τότε μετατρέπεται σε αορίστου χρόνου και η απόλυση τους σε καμιά περίπτωση δεν γίνεται αναιτιολόγητα και κρίνεται από επιτροπή.

Στη Σχολή Μωραΐτη δίδασκε καθηγήτρια Γαλλικών στο δημοτικό και στο γυμνάσιο για πολλά χρόνια, η οποία όμως παρέμενε αδιόριστη τελείως παράνομα. Όταν αντιλήφθηκα ότι δεν ήταν διορισμένη και το σχολείο την ανάγκαζε να διδάσκει παράνομα και παράνομα να δίνει βαθμολογία και να υπογράφει βιβλία ύλης και ελέγχους, πίεσα τη διοίκηση του σχολείου να την διορίσει, αλλά το σχολείο αρνήθηκε πεισματικά. Την επόμενη χρονιά την πίεση με διοικητικά μέσα ανέλαβε η ΟΙΕΛΕ, οπότε η καθηγήτρια διορίστηκε με αυτήν την κατά κάποιον τρόπο δοκιμαστική διετή σύμβαση. Τώρα έληξε η διετής σύμβαση και η Σχολή Μωραΐτη απέλυσε την καθηγήτρια, με το σκεπτικό ότι δεν ανταποκρινόταν σωστά στα καθήκοντά της.

Η Σχολή Μωραΐτη επιθυμεί να έχει αδιόριστους εκπαιδευτικούς ή εκπαιδευτικούς με πλήρες διδακτικό πρόγραμμα, αλλά διορισμένους για λίγες ώρες, για να μπορεί να τους εκβιάζει με αυτόματη απόλυση ή μείωση των διδακτικών τους ωρών στις προβλεπόμενες από το διοριστήριό τους. Η αλλαγή όμως του μισθολογικού κλιμακίου των εκπαιδευτικών ρυθμίζεται από τη διεύθυνση δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με βάση τη συμπλήρωση χρόνου διδασκαλίας με διορισμό πλήρους ωραρίου. Όσο πιο λίγες ώρες διδασκαλίας εμφανίζονται στο διορισμό τόσο πιο πολύ καθυστερεί η αλλαγή μισθολογικού κλιμακίου. Το σχολείο αρνείται να επιδείξει τους πίνακες των διοριστηρίων στο διοικητικό συμβούλιο του συνδικαλιστικού συλλόγου των καθηγητών και απαιτεί από το διοικητικό συμβούλιο να πει τα ονόματα των εκπαιδευτικών που παραπονέθηκαν, ώστε να απολύσει και αυτούς. Αλλά βέβαια τα διοριστήρια δεν τα έδειχνε ούτε σε μένα που ήμουν διευθυντής, στους συνδικαλιστές θα τα δείξει; Και δεν τα δείχνει ακριβώς, για να μην αποκαλυφθούν οι παρανομίες και το μέγεθος της εκμετάλλευσης, έχοντας εκπαιδευτικούς που υπογράφουν ετήσιες συμβάσεις, ως εργαζόμενοι σε ένα ανύπαρκτο φροντιστήριο. Μπορεί να φαίνεται απίστευτο, αλλά η Σχολή Μωραΐτη έχει και άδεια φροντιστηρίου, που για κάποιο διάστημα εμφάνιζε ως έδρα του το σπίτι της ιδιοκτήτριας του σχολείου, για να παροχετεύει τους αδιόριστους εκπαιδευτικούς και τους εκπαιδευτικούς με λίγες ώρες διορισμού, που όμως διδάσκουν κανονικά στο πρωινό πρόγραμμα του σχολείου.

Η πίεση που ασκήθηκε, ώστε να διοριστεί κανονικά η καθηγήτρια Γαλλικών είχε ως αποτέλεσμα την εκδίκητική απόλυσή της μετά την εξάντληση της διετούς σύμβασης, η οποία έχει κατά κάποιον τρόπο ένα δοκιμαστικό χαρακτήρα. Όμως στην προκειμένη περίπτωση η απόλυση είναι αποκλειστικά ΕΚΔΙΚΗΤΙΚΗ, γιατί αν είχε κάποιο παράπονο από την καθηγήτρια, θα την απέλυε τόσα χρόνια, που δίδασκε αδιόριστη. Τώρα που διορίστηκε ανακάλυψε τα μειονεκτήματά της; Την εκδικείται επειδή αναγκάστηκε από την ΟΙΕΛΕ να τη διορίσει. Το σχολείο έλαβε την απόφαση να την απολύσει εκδικητικά, όταν υπέγραφε τη διετή σύμβαση και όχι στη λήξη της. Και δεν είναι μόνο εκδικητική, είναι και ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΚΗ,  γιατί αποβλέπει στο να τρομοκρατήσει και τους υπόλοιπους αδιόριστους εκπαιδευτικούς. Άλλωστε η καθηγήτρια αυτή δεν είναι η μόνη που απολύθηκε εφέτος, αλλά είναι η πιο χαρακτηριστική περίπτωση.

Τώρα το σχολείο έχει εξαπολύσει γνωστό παπαγαλάκι που ανάμεσα σε φιλιά, αγκαλιές και φιλοφρονήσεις διασπείρει κακοήθη γενικόλογα και αόριστα ψευδή σχόλια εις βάρος της καθηγήτριας, με σκοπό να εμφανιστεί η απόλυση δήθεν ως αιτιολογημένη και να προκαλέσει αμφιβολίες στους υπόλοιπους εκπαιδευτικούς.

Η κρίση των τελευταίων ετών δεν είναι μόνο οικονομική. Το χειρότερο είναι ότι έκανε κάποιους εργοδότες τελείως αδιάντροπους και ανάλγητους. Και είναι ΑΔΙΑΝΡΟΠΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΛΓΗΣΙΑ να αντιμετωπίζει η Σχολή Μωραΐτη όλα τα θέματα με το μοναδικό επιχείρημα «περιμένουν χιλιάδες άλλοι πολύ καλύτεροι έξω». Όταν αυτά είναι τα λόγια ενός σχολείου προς τους εκπαιδευτικούς του δεν αποκαλύπτει μόνο το εργασιακό του ήθος, αλλά και το εκπαιδευτικό-παιδαγωγικό ήθος του. Άλλωστε η ηθική στάση είναι μία. Και η δική μας ηθική στάση επιβάλλει να προστατεύσουμε την απολυμένη καθηγήτρια με κάθε συνδικαλιστικό, διοικητικό και ένδικο μέσο. Στην ουσία έτσι θα προστατεύσουμε όλους τους εκπαιδευτικούς της Σχολής Μωραΐτη.

Το αντιεπιστημονικό κύρος του Γεωργίου Μπαμπινιώτη

Ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης κατάφερνε πάντα να προσεταιρίζεται τη δεξιά παράταξη και τη συντηρητική κοινωνία, να είναι στην επικαιρότητα και να προσπορίζεται οφέλη, παρεμβαίνοντας στα κρίσιμα θέματα με το δεξιόστροφο και εθνικιστικό «επιστημονικό» του κύρος. Καταξιώθηκε να γίνει και ολέθριος υπουργός παιδείας στην κυβέρνηση Σαμαρά, οπότε πρόβαλε και την αξίωση να παραμείνει μόνιμος υπουργός για το καλό της παιδείας!

Πρόσφατα με επιχειρήματα αποικιοκρατικής ιδεολογίας αποφάνθηκε πως δεν υπάρχει μακεδονική γλώσσα, χαρακτηρίζοντας τη γλώσσα αυτή σερβοσλαβική διάλεκτο. Η τοποθέτηση του αυτή αντικρούσθηκε πολύ εύστοχα από τον Άκη Γαβριηλίδη κι εγώ μόνο προσθέτω ένα βασικό στοιχείο διάκρισης ανάμεσα σε γλώσσα και διάλεκτο που αντιγράφω από κείμενο της καθηγήτριας της γλωσσολογίας Μαρίας Κακριδή Φερράρι: «ονομάζουμε συνήθως γλώσσα μια ποικιλία η οποία περιγράφεται ως πρότυπη σε γραμματικές και λεξικά, επιτελεί δημόσιες λειτουργίες και διδάσκεται στην εκπαίδευση». Και η μακεδονική γλώσσα βεβαίως περιγράφεται σε γραμματικές και λεξικά, χρησιμοποιείται ως κυρίαρχη γλώσσα του κράτους και διδάσκεται στα σχολεία της Β. Μακεδονίας.

Ωστόσο η πιο ολέθρια επιρροή του Μπαμπινιώτη στην ελληνική κοινωνία και εκπαίδευση αφορά τη διαχρονική διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας, που ενίσχυσε το επιχείρημα ότι για να γνωρίζουμε καλά και να χρησιμοποιούμε σωστά τη νέα ελληνική γλώσσα πρέπει να γνωρίζουμε καλά αρχαία Ελληνικά και όλα τα ενδιάμεσα στάδια της ελληνικής γλώσσας με έμφαση βεβαίως στους εκκλησιαστικούς πατέρες. Να θυμίσω ότι η πρώτη κυβέρνηση του πασόκ κατάργησε τη διδασκαλία των αρχαίων Ελληνικών στο γυμνάσιο, αλλά στις επόμενες εκλογές του 1985 το προεκλογικό σύνθημα της ΝΔ ήταν «για τη γλώσσα, για τη θρησκεία, ψηφίστε νέα δημοκρατία». Η ΝΔ δημοκρατία έχασε τις εκλογές, αλλά η διάβρωση της κοινωνίας ήταν τόσο μεγάλη, ώστε στις επόμενες και τα δύο μεγάλα κόμματα δεσμεύθηκαν προεκλογικά να επαναφέρουν τη διδασκαλία των αρχαίων Ελληνικών, πράγμα το οποίο έγινε από την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Και παρέμεινε η διδασκαλία των αρχαίων Ελληνικών στο γυμνάσιο και μάλιστα, πολύ αργότερα, η Μαριέτα Γιαννάκου Κουτσίκου, ως υπουργός παιδείας της ΝΔ αφαίρεσε μία ώρα από τη διδασκαλία της ξένης γλώσσας και την πρόσθεσε στη διδασκαλία των αρχαίων Ελληνικών.

Σχεδόν κάθε χρόνο έκανα συνεντεύξεις υποψηφίων για κενές θέσεις φιλολόγων στη Σχολή Μωραΐτη. Μεταξύ των υποψηφίων ήταν και φιλόλογοι μετεκπαιδευμένοι στη γλωσσολογία σε πανεπιστήμια του εξωτερικού και συχνά επαναλαμβανόταν περίπου ο εξής διάλογος:

-Τι γνώμη έχετε για τη διδασκαλία των αρχαίων Ελληνικών στο γυμνάσιο;

-Είναι απαραίτητη.

-Γιατί;

-Γιατί είναι η γλώσσα μας. Και εξάλλου δεν μπορείς να ξέρεις σωστά νέα Ελληνικά χωρίς να ξέρεις αρχαία.

-Είστε λοιπόν υπέρ της διαχρονικής διδασκαλίας της γλώσσας;

-Σαφώς.

-Αυτό σας δίδαξαν στο Sussex;

-Όχι, στο πανεπιστήμιο Αθηνών.

-Στο Sussex τι σας δίδαξαν;

-Ότι η γλώσσα διδάσκεται συγχρονικά.

-Και ποια θεωρία από τις δύο είναι σωστή;

-Για τις άλλες γλώσσες ισχύει η θεωρία του Sussex και για την ελληνική η θεωρία του πανεπιστημίου Αθηνών.

Επομένως προκύπτει ότι για μερικούς  η ελληνική γλώσσα είναι ανάδελφη και συμπαρασύρουν και άλλους ανθρώπους, λιγότερο προβληματισμένους.

Η έμμονη και αντιεπιστημονική άποψη ότι η καλή γνώση των νέων Ελληνικών προϋποθέτει την γνώση των αρχαίων είχε ως αποτέλεσμα την επιμονή στη λεπτομερή γνώση της γραμματικής και του συντακτικού. Τα παιδιά καλούνται να σχηματίζουν τύπους, να κλίνουν ονόματα, αντωνυμίες και ρήματα λες και πρόκειται να μιλήσουν αρχαία Ελληνικά, ενώ αρκεί μόνο να αναγνωρίζουν τους τύπους, για να μπορούν να μεταφράζουν. Και δεν χρειάζεται βεβαίως να γνωρίζουν τύπους που ποτέ δεν θα συναντήσουν σε κείμενα. Παράλληλα σπαταλούν ατέλειωτες ώρες για να μάθουν συντακτικό και της αρχαίας και της νέας ελληνικής, ενώ αυτή η γνώση δεν χρησιμεύει σε τίποτε. Το δυστύχημα είναι ότι το συντακτικό επιβαρύνθηκε και με άλλα ιδεολογήματα, ότι είναι σαν τα Μαθηματικά, ότι είναι η φιλοσοφία της γλώσσας, ότι όποιος δεν ξέρει συντακτικό δεν μπορεί να μεταφράσει. Ποτέ δεν αναρωτήθηκαν πώς διδάσκονται τα αρχαία Ελληνικά σε άλλες χώρες. Όμως οι κλασικοί φιλόλογοι του Χάρβαρντ, του Κέμπριτζ και της Οξφόρδης, που είναι σε θέση να μεταφράζουν ένα σύγχρονο κείμενο στα αρχαία Ελληνικά, αγνοούν τους όρους ειδικό και τελικό απαρέμφατο και όλα τα υπόλοιπα.

Τα παιδιά στην Αγγλία που πρόκειται να κάνουν κλασικές σπουδές, έχουν επιλέξει να διδαχθούν αρχαία Ελληνικά και δίνουν πολλές και πολύωρες εξετάσεις στα GCE, για να εισαχθούν στο πανεπιστήμιο, που περιλαμβάνουν μετάφραση και σχολιασμό ποιητικών κειμένων  του Ομήρου και των τραγικών καθώς και πεζών κειμένων και μετάφραση άγνωστου σύγχρονου κειμένου στα αρχαία Ελληνικά, χωρίς να έχουν κλίνει ποτέ ένα όνομα ή ένα ρήμα και χωρίς να έχουν διδαχθεί επιθετικούς και κατηγορηματικούς προσδιορισμούς. 

Θα μου πείτε βέβαια πως όλα αυτά δεν τα μαθαίνουν, γιατί ο στόχος τους δεν είναι να μάθουν σωστά νέα Ελληνικά. Αλλά το μοναδικό «επιστημονικό» επιχείρημα που προβάλλει το ιδεολόγημα ότι για να μάθουμε σωστά νέα Ελληνικά πρέπει να ξέρουμε αρχαία είναι η μεταφορά που λέει ότι τα αρχαία είναι οι ρίζες και η σύγχρονη γλώσσα είναι τα κλαδιά και τα φύλλα και αν ξεραθούν οι ρίζες θα ξεραθούν τα κλαδιά και τα φύλλα. Όμως οι μεταφορές δεν λένε την αλήθεια. Όταν λέμε ότι τα μυαλά του πήραν αέρα ξέρουμε ότι είναι κλεισμένα ασφαλώς μέσα στο κρανίο.

Πρόσφατα ο Μπαμπινιώτης πρότεινε αντί για drone να λέμε «ανεπάνδρωτο», λέξη που κατασκεύασε ο ίδιος από το ρήμα επανδρώνω. Η άποψή του όμως ότι δεν πρέπει να χρησιμοποιούμε ξένες λέξεις και το ότι κατασκευάζει παράγωγο από το σεξιστικό ρήμα επανδρώνω, το οποίο πριν μερικές δεκαετίες αντικαταστάθηκε από το ρήμα στελεχώνω, μας δείχνει ότι είναι άνθρωπος άλλης εποχής, χαμένος στα βάθη του αντιεπιστημονικού ρομαντισμού.

Τακουή, είσαι ωραία

Όταν μιλούσε σε μένα την έλεγε Τακουή, δεν την έλεγε Αρμένισσα. Με άφηνε όμως να πηγαίνω σπίτι της. Μερικές φορές με έστελνε κιόλας. «Άντε, πήγαινε λίγο και στην Τακουή, να φύγεις απ´ τα πόδια μου». Η ίδια όμως δε θυμάμαι να είχε πάει ποτέ στο σπίτι της Τακουής, ούτε η Τακουή είχε έρθει στο δικό μας. Δε με ένοιαζαν όμως όλα αυτά. Μου έφτανε ότι με άφηνε να πηγαίνω στο σπίτι της, «να μην αργήσεις» μου έλεγε. Αλλά ποτέ δεν αργούσα, γιατί η Τακουή με χτυπούσε μαλακά στην πλάτη και συμπλήρωνε «είναι ώρα να πας στη μαμά σου».

Μου άρεσε να πηγαίνω σπίτι της, κυρίως τα πρωινά, όταν τα μεγαλύτερα παιδιά πήγαιναν σχολείο. Σε λίγες μέρες όμως θα άρχιζα κι εγώ σχολείο κι ίσως να πήγαινα στην Τακουή το απόγευμα. Δεν ήξερα τότε ότι θα έχανα την Τακουή για πάντα. 

Η Τακουή με έπαιρνε αγκαλιά και με κάθιζε πάνω στο μπουφέ με το μεγάλο καθρέφτη. Δεν μιλούσαμε σχεδόν καθόλου ούτε πολυέτρωγα τις καραμέλες που μου έδινε. Μου άρεσε όμως να τη βλέπω να χτενίζεται και να στολίζεται μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη του μπουφέ. Βούταγε τη χτένα της στο δαφνόλαδο και χτένιζε τα μαλλιά της με αργές κινήσεις. Μετά άνοιγε το κουτάκι της το τζαμπλακένιο κι έβγαζε από μέσα φουρκέτες και τσιμπηδάκια και τα περνούσε στα μαλλιά της. Κι αριστερά στο μέτωπο έστριβε μια μικρή τούφα κι έκανε ένα σαλιγκαράκι. Κι ύστερα έβαφε τα μάτια της με ένα μολύβι, που κάθε τόσο το ακουμπούσε στη γλώσσα της, το σάλιωνε λίγο και τότε αυτό έβαφε. Πρώτα τα φρύδια κι ύστερα τα τσίνορα και ζωγράφιζε και μια ελιά στο μάγουλο. Έκανε μια γκριμάτσα, για να τεντώνουν τα χείλη της, και τα έβαφε κόκκινα κι έβαζε και λίγο κοκκινάδι στα μάγουλα και το άπλωνε με τα δάχτυλά της. Μετά έβαζε άρωμα στο λαιμό και πίσω από τα αυτιά. Έβαζε και σε μένα κολόνια. «Σε σένα θα βάλουμε λεμόνι, γιατί είσαι άντρας, δεν θα βάλουμε φουζέρ», μου έλεγε. Ύστερα έβαζε τα κρεμαστά της σκουλαρίκια και η μεγάλη στιγμή είχε φτάσει. Γύριζε το κεφάλι της λίγο στο πλάι, χαμογελούσε ελαφρά, έτσι που να ανοίγει λίγο το στόμα της και να φαίνεται το χρυσό της δόντι, κοίταζε μέσα στον καθρέφτη και ρωτούσε «Τακουή, Τακουή, είσαι ωραία;» Μετά γύριζε το κεφάλι στο άλλο πλάι και πάλι: «Τακουή, Τακουή, είσαι ωραία;» Μπορεί να γινόταν το ίδιο και τρεις και τέσσερις φορές και μετά άρχιζε να τραγουδάει: «κι όταν ακούω μπίρ Αλλάχ, μπιρ Αλλάχ, ο νους μου πάει σε σένα…» Έλεγε πολλά τραγούδια η Τακουή και με έπαιρνε αγκαλιά, με κάθιζε στο αριστερό της χέρι και με το δεξί της κρατούσε το δικό μου αριστερό χέρι και χορεύαμε μαζί πολλή ώρα.

Προχωρούσε ο Σεπτέμβρης και σε λίγο θα πήγαινα σχολείο, πρώτη τάξη. Ήρθε και η γιορτή της μάνας μου και έφτιαξε γαλακτομπούρεκο. Στη γιορτή του πατέρα μου, του Αγίου Κωνσταντίνου, έφτιαχνε καταΐφι. Όταν τη ρώτησα γιατί δε φτιάχνει γαλακτομπούρεκο που μου αρέσει, μου είπε «το γαλακτομπούρεκο δεν είναι γλυκό για γιορτή», «στη δική σου γιορτή όμως φτιάχνεις γαλακτομπούρεκο», «άλλο εγώ, πήγαινε λίγο και στην Τακουή».

Έκανε πολλή ζέστη κι έβγαλε τις καρέκλες στην αυλή. Πέρασε κι ο παγοπώλης το απόγευμα κι αγόρασε μισή κολώνα πάγο για το ψυγείο, να μη μείνουμε από κρύο νερό χρονιάρα μέρα. Σε λίγο άρχισαν να έρχονται οι επισκέψεις, η Τασία, η θεία Χρυσάνθη, η κυρα-Βαγγελιώ, η κυρα-Ευτυχία. Από τα κουτιά που κρατούσαν κατάλαβα ότι όλες έφεραν σοκολατάκια μαργαρίτες, ενώ στη γιορτή του πατέρα μου έφερναν μεγάλα κουτιά με πάστες.

Τελευταία ήρθε η κυρα-Μαρίκα, που ο πατέρας μου την έλεγε κωλοπετσωμένη. Περίεργο κουτί

 κρατούσε, λίγο παλιό και χωρίς κορδέλες και φιόγκους. Το γνώρισα όμως. Ήταν το κουτί του πουκαμισάδικου που αγοράζαμε τα πουκάμισα του πατέρα μου. Ήξερα και τι έλεγε απέξω. Είχα ρωτήσει τη μάνα μου και μου το είχε διαβάσει. «Αφοί, που θα πει αδελφοί, Λασκαράτοι». Μετά από αυτό έλεγα την αδελφή μου αφή μου και τον αδελφό μου αφό μου.

Η κυρα-Μαρίκα μπήκε φουριόζα και χωρίς να χαιρετίσει κανένα, χωρίς να πει χρόνια πολλά σήκωσε το κουτί ψηλά και φώναξε: «Να δεις τι δώρο σού έφερα. Ελάτε όλες να δείτε». Σηκώθηκαν και οι άλλες από τις καρέκλες τους και η η κυρα-Μαρίκα άνοιξα το κουτί πιο ψηλά από εμένα, ώστε να μη βλέπω. Αμέσως άρχισαν να ξελιγώνονται στα γέλια και να λένε πράγματα περίεργα. «Μπα που να μη σώσεις», «το θεό σου δεν έχεις», «και τι θρεμμένο που είναι», «και πώς πετάγεται», «πάλι ήρθε ο ναυτικός;», «θα κατουρηθώ από τα γέλια» και η θεία Χρυσάνθη μού είπε «φέρε μου, μανάρι μου, ένα ποτήρι νερό, να πάει η καρδιά μου στη θέση της». 

«Τι είναι μέσα στο κουτί;» ρώτησα τη μάνα μου. «Πουκάμισο για τον μπαμπά σου». «Και γιατί γελάτε;». «Ε, γιορτή έχουμε, να μη γελάσουμε και λίγο;»

Μετά η μάνα μου πήρε το κουτί και το έβαλε ψηλά πάνω στο μπουφέ της σάλας και βγήκε να κεράσει το γλυκό. Κι εγώ έβαλα μια καρέκλα, πάτησα πάνω στο μπουφέ και μετά στο πρώτο ράφι. Με το ένα χέρι κρατιόμουν μην πέσω και με το άλλο άνοιξα το κουτί. Από μέσα πετάχτηκε κάτι σιχαμένο και μεγάλο με πολλές τρίχες. Ποτέ δεν είχα τρομάξει τόσο. Έκλεισα το κουτί όπως μπορούσα κι έτρεξα στην Τακουή αλαφιασμένος. Η Τακουή μόλις με είδε έτσι τρομαγμένο πήρε ένα κουταλάκι, το γέμισε με μέλι και μου το έβαλε στο στόμα. Με πήρε αγκαλιά και με φίλησε στο κεφάλι. «Τώρα όλα θα φτιάξουν».

Δεν έφτιαξαν όμως. Έμεινα αρκετή ώρα στην αγκαλιά της που μύριζε δαφνόλαδο και φουζέρ και μετά ακούστηκαν φωνές. Γυναίκες άγνωστες έριχναν πέτρες στα παράθυρα και φώναζαν «παλιοβρώμα», «αντροχωρίστρα», «Κάστρω, μαύρα να τα βάψεις». Η Τακουή με έβγαλε στην πίσω αυλή και με πέρασε πάνω από το φράκτη στην αυλή μας. Κόντευε να νυχτώσει, οι επισκέψεις είχαν φύγει, κι ο πατέρας μου είχε έρθει και μάζευε τις καρέκλες από την αυλή. Η μάνα μου έστρωνε το τραπέζι για το βραδινό. Έριξα μια ματιά ψηλά στο μπουφέ και το κουτί έλειπε κι ευτυχώς δεν το ξαναείδα ποτέ. Είχα όμως μεγάλη στενοχώρια για την Τακουή. Και πολλά πράγματα δεν τα καταλάβαινα. Το «μαύρα να τα βάψεις» το καταλάβαινα, γιατί πριν λίγο καιρό ήμουνα στο σπίτι της θειας μου της Μαρίας κι ήταν εκεί κι η ξαδέλφη του πατέρα μου, η Ανδρομάχη. Μόλις είχαν έρθει από το νεκροταφείο που είχαν ξεθάψει τον άντρα της Ανδρομάχης, γιατί μετά από τρία χρόνια τους πεθαμένους τους ξεθάβουν. Η Ανδρομάχη, έβγαλε το μαύρο μαντίλι από το κεφάλι της, το δίπλωσε και το έβαλε στην τσάντα της. Μετά σήκωσε το φουστάνι της ως το γόνατο κι έβγαλε τις καλτσοδέτες και τις μαύρες κάλτσες. Τις έδωσε στη θεία μου και της είπε «πέταξέ τις στα σκουπίδια, να μην τις ξαναδώ». Μετά ζήτησε ένα κουταλάκι ζάχαρη, το έβαλε στο στόμα της και το πιπίλαγε αργά αργά. Εγώ κοίταζα με γουρλωμένα μάτια και τότε η θεία μου μού εξήγησε: «Τα τρία χρόνια που ήταν πεθαμένος ο άντρας της, η Ανδρομάχη δεν έβαλε στο στόμα της ούτε γλυκό ούτε ζάχαρη. Και δεν άνοιξε τα παντζούρια στα παράθυρά της». 

Αυτό που δεν καταλάβαινα όμως ήταν το κάστρο. Γιατί έλεγαν την Τακουή κάστρο; Την άλλη μέρα ρώτησα τη μάνα μου και μου εξήγησε: «Λένε Κάστρω, αλλά το πραγματικό της όνομα ήταν Κάστρου, το επίθετό της ήταν αυτό. Κι αυτή η Κάστρου είχε μια πολύ όμορφη κόρη, τη Φούλα. Και μαζί, μάνα και κόρη σκότωσαν τον άντρα της Φούλας και τώρα είναι φυλακή». Μετά μου είπε και το τραγούδι: «Στου Χαροκόπου τα στενά μια μικροπαντρεμένη». Αλλά εμένα πιο πολύ μου άρεσε εκεί που έλεγε: «Καημένε Αθανασόπουλε, τι σού μελλε να πάθεις, από κακούργα πεθερά τα νιάτα σου να χάσεις».

-Και γιατί βρίζανε την Τακουή;

-Γιατί είναι κακές γυναίκες, μη στενοχωριέσαι. Μετά από λίγες μέρες θα ξαναπάς.

Τις επόμενες μέρες τα παντζούρια της Τακουής ήταν κλειστά, όπως της Ανδρομάχης. 

Και τη Δευτέρα, καθώς γύριζα από το σχολείο, είδα ένα φορτηγό μπροστά από την πόρτα της με όλα τα έπιπλα της Τακουής. Πήγα κοντά και τότε το φορτηγό ξεκίνησε. Κι από το τζάμι είδα την Τακουή να μου κουνάει το χέρι της. Και ήταν σαν να έκλαιγε η Τακουή κι έκλαιγα κι εγώ και κουνούσα το χέρι μου μέχρι που το φορτηγό έστριψε. Και δεν την ξαναείδα ποτέ την Τακουή κι ούτε μπόρεσα ποτέ να της πω «ναι είσαι ωραία Τακουή μου, η πιο ωραία των ωραίων, πιο ωραία κι από τη βασίλισσα του παραμυθιού».

πατρίδα ή χώρα;

«Γιούχα και πάλε γιούχα των πατρίδων!»

Κωστή Παλαμά: Ο δωδεκάλογος του Γύφτου.

Τον τελευταίο καιρό με τα ελληνοτουρκικά, το μακεδονικό και τις εκδηλώσεις της 25ης Μαρτίου άκουσα και διάβασα αμέτρητες αναφορές στην πατρίδα. Γενικά όμως η λέξη «πατρίδα» είναι σε ημερήσια διάταξη στα χείλη των Ελλήνων και κυρίως των πολιτικών. Όμως η πατρίδα δεν είναι συνώνυμη ούτε με την Ελλάδα, ούτε με τη χώρα, γιατί έχει και αναπόφευκτες σηματοδοτήσεις, που θα έπρεπε να αποφεύγουμε.
Η πατρίδα είναι το θεμέλιο της πατριαρχίας, τα πάτρια εδάφη, η γη των πατέρων μας. Η γη στην οποία γεννήθηκαν οι πατέρες μας και οι πατέρες των πατέρων μας, που στη συνέχεια την παρέδωσαν στους γιούς τους, για να την προασπίζονται και να τη διαφυλάττουν, για να την παραδώσουν κι εκείνοι στους δικούς τους γιούς. Η πατρίδα έχει αποκλειστική σχέση με τον πατέρα και καμιά σχέση με τη μητέρα. Αλλά στην Ελλάδα τα πάντα είναι πατροπαράδοτα. Ακόμη κι αν οι γυναίκες φτιάχνουν κουραμπιέδες και μελομακάρονα, αν ζυμώνουν τσουρέκια και βάφουν αυγά, αν φτιάχνουν κόλυβα και μοιρολογούν, τα έθιμα είναι πατροπαράδοτα. Θυμάμαι μάλιστα μια εγκύκλιο του υπουργείου Παιδείας με οδηγίες διδασκαλίας «της μητρικής γλώσσας, όπως αυτή παραδίδεται από πατέρα σε γιο». Αποκορύφωση της πατριαρχίας είναι ο ύμνος των ολυμπιακών αγώνων, που έγραψε ο Παλαμάς. «Αρχαίο πνεύμα, αθάνατο, αγνέ πατέρα του ωραίου, του μεγάλου και του αληθινού». Σε αυτούς τους στίχους επιβεβαιώνεται η ανδρική φαντασίωση, ο πατέρας είναι αυτός που γεννά, χωρίς τη μεσολάβηση γυναίκας. Το αρχαίο πνεύμα αναβιώνει μέσω των πατέρων και γεννά τις μεγάλες αξίες της πατρίδας, το ωραίο, το μεγάλο και το αληθινό.
Εκτός όμως από τη συγγένεια της πατρίδας με την πατριαρχία δεν πρέπει να παραβλέπουμε τη σχέση της με τον εθνικισμό. Οι ευρωπαίοι μεταφραστές ελληνικών κειμένων αποδίδουν την έννοια της πατρίδας με τη λέξη «fatherland» ή άλλη συνώνυμη, που όμως βαρύνεται από ναζιστικούς συνειρμούς.
Η πατρίδα είναι μια έννοια αποκλείουσα (exclusive). Αποκλείει όλους/ες που δεν έχουν τη σειρά του αίματος, που τους πάει πολλές γενιές πίσω στην ελληνική γενεαλογία. Η γενεαλογία του έθνους αποκλείει τις/τους συζύγους των μικτών γάμων, αποκλείει τα παιδιά ξένων γονέων που γεννήθηκαν στην Ελλάδα, αποκλείει τις μειονότητες, τους πρόσφυγες και τους μετανάστες.
Αυτούς όλους δεν τους αποκλείουμε αν αναφερόμαστε στη χώρα μας και όχι στην πατρίδα μας.
Η χώρα είναι έννοια περικλείουσα (inclusive) και περιλαμβάνει χωρίς αποκλεισμούς και διακρίσεις όλες και όλους που ζούμε σε αυτήν. Η χώρα είναι ο χώρος που μας χωράει όλους/ες, χωρίς πατριαρχικούς και εθνικιστικούς περιορισμούς.