Η γιορτή της γυναίκας

Τώρα που μαράθηκαν τα λουλούδια και ξεθώριασαν οι αγάπες, τι άλλο απόμεινε από τη γιορτή της γυναίκας, εκτός από τη φενάκη; Η γιορτή της γυναίκας είναι μία ημέρα το χρόνο και τις υπόλοιπες 359 είναι η γιορτή του άντρα. Αν και βάσιμα θεωρώ πως και η γιορτή της γυναίκας είναι στην ουσία της και πάλι γιορτή του άντρα, γιατί του δίνεται η ευκαιρία να δείξει πόσο μεγαλόκαρδος και ανεξίκακος είναι. «Κι αν είναι όλες καθώς λεν χωρίς καρδιά, εμείς που έχουμε καρδιά τις αγαπάμε».
Η γυναίκα δημιουργήθηκε από το πλευρό του Αδάμ, σύμφωνα με τη θρησκευτική μυθολογία. Ο Αδάμ, ο άντρας, είναι το όλον και η γυναίκα το μέρος. Ο άντρας γνωρίζει τον εαυτό του, ως σύνολο, και άρα γνωρίζει και περιγράφει τη γυναίκα, αφού είναι κομμάτι του. Η γυναίκα πάλι δεν ξέρει τον εαυτό της, αφού δεν έχει εαυτό, ένα κομμάτι είναι, ούτε ξέρει τον άντρα, γιατί δεν μπορεί το κομμάτι να ξέρει το όλον. Βέβαια οι μύθοι πλάθονται έκ των υστέρων, για να προσδώσουν θεία επίνευση στην κοινωνική κατάσταση, ώστε να μη μπορεί καμιά/κανείς να αντισταθεί στη θεία βούληση. Ακολούθως ο Παύλος έθεσε τα χριστιανικά επιστεγάσματα: «Ἡ δέ γυνή ἵνα φοβῆται τόν ἄνδρα» και «γυναικὶ δὲ διδάσκειν οὐκ ἐπιτρέπω, οὐδὲ αὐθεντεῖν ἀνδρός, ἀλλ’ εἶναι ἐν ἡσυχίᾳ».
Δεν μπορώ να παρακάμψω το ότι η γιορτή της γυναίκας είναι τον Μάρτιο, την περίοδο της σαρακοστής και των χαιρετισμών, που εξυμνούν την «ωραιότητα της παρθενίας». Η παρθένος δεν είναι ακόμη γυναίκα, αν κρίνουμε από συνήθεις εκφράσεις όπως: «στην αγκαλιά του ένιωσε για πρώτη φορά γυναίκα» ή «αυτός την πήρε από την αγκαλιά της μάνας της και την έκανε γυναίκα». Η παρθένος είναι άμωμος και αμόλυντη, ενώ προφανώς η γυναίκα είναι βεβηλωμένη. Το βιολογικό θήλυ αποκτά το κοινωνικό γένος (gender) μέσω του άντρα. Ο άντρας είναι ο δημιουργός της γυναίκας. Και αν ακόμη παρακάμψουμε τη σεξουαλική πράξη και πάλι ο άντρας ευθύνεται για την κατασκευή του στερεοτύπου «γυναίκα», ενώ το στερεότυπο «άντρας» δεν είναι γυναικεία κατασκευή, αλλά και πάλι αντρική. Ο άντρας δίνει το λόγο της αντρικής του τιμής και τιμά τα παντελόνια που φορεί, ενώ η γυναικεία τιμή περιορίζεται στη διαφύλαξη της παρθενίας και στο σεξ εντός του γάμου.
Για τους άντρες το γυναικείο πρότυπο είναι μόνο αυτό της παρθένου. Με τα χαρακτηριστικά της παρθένου περιγράφουν τη μάνα τους και μερικές φορές την κόρη τους ή την αδελφή τους. Οι υπόλοιπες γυναίκες περιγράφονται ως «η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή». Κι αν κανείς αντιτάξει το επιχείρημα ότι με γυναικείες μορφές παρουσιάζονται υψηλές έννοιες, όπως η ελευθερία, η δικαιοσύνη, η δόξα, οι μορφές αυτές είναι τελείως εξαγνισμένες και ασεξουαλικές, έτσι ώστε να κάνουν τις πραγματικές γυναίκες να φαίνονται πολύ κατώτερες.
Αλλά περνάει η ώρα και πριν σχολάσει και πάλι το Αρσάκειο και αρχίσει η λατέρνα να παίζει ξανά το «αχ βρε παλιομισοφόρια, τι τραβάν για σας τα αγόρια» να προλάβω να αναρτήσω ένα ποίημα της Ζωής Καρέλλη:

Εγώ γυναίκα, η άνθρωπος,
ζητούσα το πρόσωπό Σου πάντοτε,
ήταν ως τώρα του ανδρός
και δεν μπορώ αλλιώς να το γνωρίσω.Ποιος είναι και πώς
πιο πολύ μονάχος,
παράφορα, απελπισμένα μονάχος,
τώρα εγώ ή εκείνος;

Πίστεψα πως υπάρχω, θα υπάρχω,
όμως πότε υπήρχα δίχως του
και τώρα,
πώς στέκομαι, σε ποιο φως,
ποιος είναι ο δικός μου ακόμα καϋμός;

Ω, πόσο διπλά υποφέρω,
χάνομαι διαρκώς,
όταν Εσύ οδηγός μου δεν είσαι.

Πώς θα δω το πρόσωπό μου,
την ψυχή μου πώς θα παραδεχτώ,
όταν τόσο παλεύω
και δεν μπορώ ν’ αρμοστώ.

«Ότι διά σου αρμόζεται
γυνή τω ανδρί.»
Δεν φαίνεται ακόμα το τραγικό
του απρόσωπου, ούτε κι εγώ
δεν μπορώ να το φανταστώ ακόμα, ακόμα.

Τι θα γίνει που τόσο καλά,
όσα πολλά ξέρω και γνωρίζω καλλίτερα,
πως απ’ το πλευρό του δεν μ’ έβγαλες.

Και λέω πως είμαι ακέραιος άνθρωπος
και μόνος. Δίχως του δεν εγινόμουν
και τώρα είμαι και μπορώ
κι είμαστε ζεύγος χωρισμένο, εκείνος
κι εγώ έχω το δικό μου φως,
εγώ ποτέ, σελήνη,
είπα πως δεν θα βαστώ απ’ τον ήλιο
κι έχω τόσην υπερηφάνεια
που πάω τη δική του να φτάσω
και να ξεπεραστώ, εγώ,
που τώρα μαθαίνομαι και πλήρως
μαθαίνω πως θέλω σ’ εκείνον ν’ αντισταθώ
και δεν θέλω από κείνον τίποτα
να δεχτώ και δε θέλω να περιμένω.

Δεν κλαίω, ούτε τραγούδι ψάλλω.
Μα γίνεται πιο οδυνηρό το δικό μου
ξέσκισμα που τοιμάζω,
για να γνωρίσω τον κόσμο δ’ εμού,
για να πω το λόγο δικό μου,
εγώ που ως τώρα υπήρξα
για να θαυμάζω, να σέβομαι και ν’ αγαπώ,
εγώ πια δεν του ανήκω
και πρέπει μονάχη να είμαι,
εγώ, η άνθρωπος.

Η ελληνική ονοματοπληξία

Οι Αρχαίοι Έλληνες έδιναν ονόματα σε ηπείρους, όπως Ευρώπη και Ασία, σε περιοχές που κατοικούνταν από διαφορετικούς λαούς, όπως Μεσοποταμία, και σε ξένους λαούς, όπως Αιθίοπες (αίθω+ωψ), που σημαίνει «αυτοί που έχουν καπνισμένο πρόσωπο». Σήμερα φαίνεται πως οι σύγχρονοι Έλληνες επιθυμούν, ως γνήσιοι απόγονοι, να συνεχίσουν αυτήν την παράδοση και επιθυμούν να είναι αυτοί που θα δώσουν όνομα στον γειτονικό λαό.

Όμως το ότι εμείς σήμερα ονομαζόμαστε Έλληνες μπορεί να μοιάζει αυτονόητο, αλλά δεν είναι. Στην εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας το 1822 υπήρξε προβληματισμός για την επιλογή του εθνικού ονόματος. Τα υποψήφια ονόματα ήταν: Ρωμιός, Έλλην και Γραικός. Οι Ευγένιος Βούλγαρης, Αδαμάντιος Κοραής και Αλέξανδρος Υψηλάντης υποστήριζαν το όνομα Γραικός και απέρριπταν το Έλλην, που ως εκείνη την εποχή σήμαινε ειδωλολάτρης. Ο εθνικισμός όμως επιβάλλει κάθε νεότερος λαός να συνδέεται  με έναν αρχαιότερο ένδοξο λαό και τελικώς επικράτησαν τα ονόματα Ελλάς και Έλληνες.

Στη συνέχεια οι νεότεροι Έλληνες επιδόθηκαν στην εξαφάνιση κάθε ίχνους της ενδιάμεσης ιστορίας τους και διατήρησαν και πρόβαλαν μόνο ότι τους συνέδεε με την αρχαία Ελλάδα. Τα βυζαντινά, υστεροβυζαντινά και οθωμανικά κτίσματα στην Ακρόπολη και γύρω από αυτήν γκρεμίστηκαν, χωρίς να καταγραφούν και αποτυπωθούν. Το υπουργείο πολιτισμού ουδέποτε ενδιαφέρθηκε για τη συντήρηση και αποκατάσταση της οικίας Μπενιζέλου στην οδό Αδριανού, μέχρις ότου πρόσφατα την παρέδωσε στην Εκκλησία, ως κατοικία της Αγίας Φιλοθέης και έτσι αποκαταστάθηκε.

Το ελληνικό κράτος όμως προχώρησε και στη σταδιακή αλλαγή των τοπωνυμίων. Το 1909 συγκροτήθηκε μια επιτροπή, υπό την προεδρία του Νικόλαου Πολίτη, της οποίας οι στόχοι περιγράφονται  ως εξής: «Είναι βεβαίως λυπηρόν το φαινόμενον τούτο, διότι τα βάρβαρα ονόματα και τα κακόφωνα ελληνικά λυπούσι μεν το γλωσσικόν συναίσθημα, έχουσι δε και επιβλαβή μορφωτικήν επήρειαν εις τους κατοικούντας συστέλλοντά πως και ταπεινούντα το φρόνημα αυτών, αλλά και παρέχουσι ψευδή υπόνοιαν περί της εθνικής συστάσεις των χωρίων αυτών, ων τα ξενικά ονόματα ηδύναντο να εκληφθώσιν ως μαρτυρούντα και ξενικήν καταγωγήν».

Κι έτσι, για να μη ταπεινωθεί το φρόνημά μας το Ζητούνι έγινε Λαμία, η Βοστίτσα Αίγιον, το Μπογιάτι Οίον, το Χασάνι Ελληνικόν, η Γκιουλμουτζίνα Κομοτηνή, ενώ η Βιτρινίτσα της Δωρίδας έγινε Ερατεινή από το όνομα της συζύγου του Δημάρχου της. Οι Σπέτσες μετονομάστηκαν σε Τυπάρηνος, όχι όμως για πολύ. Όπως γράφει ο Τερτσέτης «οι δύο πρωτόγεροι Χατζηγιάννης Μέξης και Ανδρέας Αναργύρου και ο ναύαρχος Ανδρούτσος δεν το έστεργαν ότι είναι Τυπαρήνιοι. Πιάνονται από άρματα είπαν … και οι Σπετζιώτες έμειναν Σπετζιώτες».

Αυτά είναι απλά παραδείγματα, αλλά οι μετονομασίες είναι πολλές και πολύ εκτεταμένες και φθάνουν ως τις μέρες μας. Στην περίοδο της δικτατορίας το Τουρκολίμανο έγινε Μικρολίμανο, το Πασαλιμάνι λιμήν Ζέας και ο τούρκικος καφές ελληνικός. Τελευταία σε μια εκδρομή στην Εύβοια πριν από δημοτικές εκλογές διέσχισα τους δήμους Ελυμνίων, Μεσσαπίων και Ταμινέων.

Από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις όμως είναι το Δεδέ Αγάτς. Στο ψαροχώρι αυτό της Θράκης έφτασε το 1920 ο βασιλιάς Αλέξανδρος λίγο πριν από το θάνατό του από δάγκωμα μαϊμούς. Το δημοτικό συμβούλιο αποφάσισε τότε να μετονομάσει προς τιμή του νεαρού βασιλιά το Δεδέ Αγάτς σε Αλεξανδρούπολη. Ο Αλέξανδρος όμως δεν ήταν ούτε ένδοξος ούτε αγαπητός από την οικογένειά του λόγω του γάμου του με την Ασπασία Μάνου και βασίλεψε μόνο τρία χρόνια, όταν εξορίστηκε ο πατέρας του. Για αυτό σιγά σιγά και με τη βοήθεια του ήλιου της Βεργίνας  αφήνεται να σχηματισθεί η εντύπωση ότι η πόλη πήρε το όνομά της από τον Μέγα Αλέξανδρο.

Το όνομα για τους σύγχρονους Έλληνες είναι πολύ σημαντικό. Η συνέχεια του ονόματος αποδεικνύει και τη συνέχεια του αίματος. Ο πρωτότοκος γιος θα πάρει όχι μόνο το επώνυμο, αλλά και το όνομα του παππού του και θα διασφαλίσει τη συνέχεια της γενιάς. Ο πατέρας δίνει τη συνέχεια του αίματος και του ονόματος. Η μητέρα είναι ένας αμελητέος ξενιστής, που το επώνυμό της είναι σε πτώση γενική και δεν είναι σε θέση να διαταράξει ούτε τη συνέχεια του αίματος, ούτε τη συνέχεια του ονόματος.

Το οικογενειακό όνομα διασφαλίζει τη συνέχεια του αίματος της πατριάς και το τοπωνύμιο τη συνέχεια του αίματος της κοινότητας ή της κοινωνίας. Αλλά η συνέχεια δεν είναι αυταξία. Έχει τόση αξία, όση ακριβώς της δίνουμε.

Στις μέρες μας αποφεύγουμε να μιλάμε για τη συνέχεια του αίματος, γιατί κινδυνεύουμε να χαρακτηριστούμε ρατσιστές. Μιλάμε μόνο, για τη συνέχεια του ονόματος, αλλά πίσω από το όνομα υπολανθάνει ο εθνικιστικός πόθος για τη συνέχεια του αίματος. Το όνομα ως σημαίνον παραπέμπει σε ένα σημαινόμενο, που συχνά είναι φανταστικό ή μεταφυσικό.

Για όλους αυτούς τους λόγους δεν αναγνωρίζουμε στο γειτονικό λαό το όνομα που έχει επιλέξει, ούτε την ταυτότητά του. Θέλουμε εμείς να του επιβάλουμε όνομα και μάλιστα erga omnes.

Πριν από λίγες δεκαετίες είχε δημιουργηθεί μια εθνικιστική κίνηση να επιβληθεί στους υπόλοιπους λαούς, όταν αναφέρονται στην Ελλάδα και στους Έλληνες να χρησιμοποιούν αποκλειστικά το όνομα Hellas και τα παράγωγά του. Κάτι αντίστοιχο δηλαδή με το να μας επιβάλει η Γερμανία να χρησιμοποιούμε το όνομα Deutschland και μόνο αυτό erga omnes. Θυμάμαι μάλιστα τα χρόνια των σπουδών στην Οξφόρδη, που μια ομάδα φοιτητών ζήτησε να μετονομαστεί το φοιτητικό Greek Society σε Hellenic. Αρνηθήκαμε οι περισσότεροι και η ομάδα αυτή αποσχίστηκε και δημιούργησε το Hellenic Society.

Αντίθετα ας φανταστούμε για μια στιγμή τι θα γινόταν αν κάποιο κράτος ή κάποια κράτη θεωρούσαν ότι δεν έχουμε δικαίωμα να ιδιοποιούμαστε αποκλειστικά τον ελληνικό πολιτισμό και  απαιτούσαν να χρησιμοποιούμε το όνομα Greeks erga omnes. Οι μόνοι που θα χαίρονταν θα ήταν ο Βούλγαρης, ο Κοραής και ο Υψηλάντης, αλλά αυτοί δεν ζουν πια. Ίσως καλύτερη τύχη θα είχε η πρόταση να χρησιμοποιούμε erga omnes το όνομα λεβέντες. Γιατί αναγνωρίζουμε σε αυτό μόνο τη σημασία που του έχουμε δώσει και αγνοούμε ότι προέρχεται από τη λέξη levante και άρα σημαίνει ανατολίτες.

Η «Άλλη Μοίρα» του Νίκου Παπαδόπουλου

Ο Νίκος Παπαδόπουλος με προσκάλεσε να παρουσιάσω την ποιητική του συλλογή «Άλλη Μοίρα» τη Δευτέρα, 29 Ιανουαρίου 2018, στο Ζοο. Το κείμενο που ακολουθεί είναι από την παρουσίαση.

 

Πριν λίγες μέρες, όταν ο Νίκος Παπαδόπουλος ετοίμαζε την πρόσκληση για την παρουσίαση της «Άλλης Μοίρας» μου πρότεινε να με αναφέρει ως φιλόλογο. Του είπα βιαστικά όχι και διέκοψα απότομα την επικοινωνία. Πάντα θεωρούσα ότι το «φιλόλογος» δεν είναι ειδικότητα, αλλά είδος ανθρώπου. Είδος τρομακτικό και τρομοκρατικό. Το σκέφτηκα μερικές μέρες και μετά του είπα: «γράψε φιλόλογος». Γιατί δεν έχω το κουράγιο και τον χρόνο, για να παλέψω και να διεκδικήσω μια «άλλη μοίρα». Μπορώ ίσως, με πολλά ίσως, να μιλήσω για την «άλλη μοίρα» του Νίκου κινδυνεύοντας πάντα να υποπέσω σε έναν πατερναλισμό, μια και ο φιλόλογος είναι ο κατεξοχήν πατέρας.

Ο Νίκος Παπαδόπουλος συναντάει τη μοίρα του που:

«Ζει σε αδράχτια μοιράζει κομμάτια

Και πνίγει τα δάκρυα

Στ´ αμόνι».

 

Λοιδορεί και περιφρονεί αυτή τη μοίρα:

« Η δική μας η μοίρα

Λιμανιού η ξεφτίλα

Δε θα αλλάξει σαν κάποιων

Φτωχών

 

Η δική μας η μοίρα

Μια θαλάσσια αλμύρα

Θα ξεβράζει καημό

Ξενυχτιών»

 

Αναγνωρίζει τον εαυτό του ανάμεσα σε άλλους:

 

«Κολασμένοι της γης διορισμένοι εξ αρχής

Απ´ τη Μοίρα

Τη θεά των θεών μια μαμά των πολλών

Που δεν οίδα»

 

Θέλει με κάθε τρόπο να ξεφύγει από αυτή τη μοίρα. Αλλά ο τρόπος είναι τελικά ένας και μοναδικός:

 

«Ανοίγει την πόρτα αλλάζει πια ρότα

Γυρίζει την πλάτη

Γλιτώνει

 

Γεννιέται και πάλι και μέσα στην πάλη

Θυμώνει και

Δεν πληρώνει

 

Ζητάει και πάλι να ζήσει τη ζάλη

Αγαπάει μα

Δε ματώνει».

 

Ο στίχος του Νίκου Παπαδόπουλου θυμίζει ρυθμό στοχαστικού πολυβόλου.  Χωρίς στίξη, με μέτρο και ομοιοκαταληξία. Όχι από πίστη και εμμονή σε μια παράδοση, αλλά γιατί ο ήχος του πολυβόλου έχει και μέτρο και ο οικαταληξία, όταν στοχάζεται με ριπές.

 

«Τα ποιήματά μου δε μου άρεσαν ποτέ

Όχι βέβαια ότι προσπάθησα ποτέ να τα κάνω να μου αρέσουν

Ούτε και ότι έγραψα ποτέ

Ποιήματα – με χορδές

Ορδές λέξεων και φράσεων

Που κατακλύζουν τον εγκέφαλο ενός νοητού αναγνώστη»

 

Το ποιητικό του ύφος απέχει πολύ από την καλλιέπεια. Ας λέει ο ίδιος ότι τα ποιήματά του δεν του άρεσαν ποτέ. Στο ύφος αυτό, στον στίχο αυτό έχει φτάσει από καθαρή επιλογή:

 

«Η πένα ακονίζει τις λόγχες, θυμίζει

Παλιά γνώριμη μελωδία

 

Που θέλει να φέρει στο νου που υποφέρει

Την πρώτη αλήθεια

Με βία»

Από αυτή την πένα που ακονίζει τις λόγχες θα προκύψει η άλλη μοίρα, που τελικά μπορεί να μην είναι μόνο η άλλη μοίρα του Νίκου Παπαδόπουλου, αλλά όλων μας.

 

«Η δική μας λεπίδα

Αλλού ηλίου αψίδα

Θα εκτελέσει ένα κράτος

Αστών

 

Ατσαλένια η ασπίδα

Ημετέρα ελπίδα

Για ν´ αλλάξουμε ρου

Στρεβλωτικό»

 

Η άλλη μοίρα όμως δεν συγκρούεται μόνο με τις κοινωνικές και πολιτικές νόρμες. Δεν οδηγεί μόνο σε μια κοινωνική και πολιτική αναγέννηση.   Χρειάζεται να επουλώσει και παλιά τραύματα της ψυχής και της καρδιάς.

 

«Δώσ´ μου ένα σ´ αγαπώ

Λιγάκι και ορθοποδώ

Και συνεχίζω

……..

Και ξαναδώσ´ μου αναπνοή

Μες στης καρδιάς τη συνοχή

Να μ´ αγαπήσω

………

Να ξαναστήσω μια ζωή

Ανθρώπινη και αληθινή

Με μια μαγεία

 

Μια κινησούλα τόσο απλή

Να καθαρίσει η βροχή

Την αμαρτία».

Το μυστικό της κοντέσσας …Σοφίας

Δεν είχε μόνο η κοντέσσα Βαλέραινα μυστικό, είχε και η κοντέσσα …Σοφία

Εκείνο το απόγευμα, μόλις ήρθε η κυρα-Μαρίκα την πήρε η μάνα μου και κλειστήκανε στο μέσα δωμάτιο. Αυτό δεν είχε ξαναγίνει. Πάντα ήμουν κι εγώ μαζί και έκανα ότι έπαιζα και δεν πρόσεχα τι λέγανε. Και δεν έκανα ερωτήσεις, για να μην καταλάβουν ότι είχα στήσει αυτί και άκουγα.

Όταν κάποτε άνοιξε η πόρτα η κυρα-Μαρίκα ήταν πολύ σκυθρωπή: «Να το πεις του άντρα σου να του τρίξει τα δόντια. Δεν μπορεί να μείνει έτσι το πράγμα». Η μάνα μου όμως είχε αντίθετη γνώμη: «Δεν του λέω τίποτε, γιατί αρπάζεται εύκολα και μπορεί να γίνει κανένα κακό. Κι άμα στενοχωρηθεί τον πιάνουν κι  οι αιμορροΐδες του και άστα να πάνε». «Δεν είναι τίποτε οι αιμορροΐδες. Θα σου πω εγώ να φτιάξεις μια αλοιφή και θα βρει μεγάλη ανακούφιση. Θα πάρεις πέντε δραχμές τσίγκο σκόνη από το φαρμακείο και θα την δουλέψεις καλά με λάδι, όπως δουλεύεις την ταραμοσαλάτα, μέχρι να γίνει αλοιφή. Από αυτήν θα βάζει με ένα μπαμπάκι. Αλλά να πλένεται καλά. Πλύσιμο και αλοιφή και θα με θυμηθείς».

Μετά από αυτό βρέθηκα με ένα τάλιρο στο χέρι στο φαρμακείο να ζητάω πέντε δραχμές τσίγκο. Μιά άσπρη σκόνη ήταν μέσα σε ένα μεγάλο βάζο. Ο κυρ-Βασίλης έβαλε δυο κουταλιές σε ένα χάρτινο σακουλάκι από αυτά που έβαζε μέσα χαμομήλι και τίλιο, το ζύγισε, το δίπλωσε και μου το έδωσε. Είχα προετοιμάσει πολλές απαντήσεις να δώσω, αν με ρωτούσε τι θα κάνουμε με τον τσίγκο, αλλά ευτυχώς δεν με ρώτησε. Ούτε παραξενεύτηκε καθόλου.

Στο σπίτι η μάνα μου άδειασε το σακουλάκι μέσα στο φλιτζάνι με το σπασμένο χερούλι. Έξι τα είχε   με μικρά ροζ λουλουδάκια, αλλά έπεσε ο «αναθεματισμένος ο όλμος» και της έσπασε τα γυαλικά στο ντουλάπι κι από τα έξι φλιτζάνια έμεινε μόνο αυτό, δίχως χερούλι. «Αν πεις το καντήλι, δώρο του αδελφού μου στο γάμο μου, έφυγε από τα εικονίσματα κι έπεσε μέσα στην κούνια του μωρού. Πώς δεν πήραμε φωτιά; Ήτανε, βλέπεις, σβηστό. Πού λάδι για καντήλια στην κατοχή.»

Το μισερό φλιτζάνι δεν το πέταξε. «Έρχεται μια μέρα  και σου χρειάζεται». Αλλά εγώ νομίζω πως δεν ήθελε να το αποχωριστεί. Και άλλωστε η παρουσία του βοηθούσε να μνημονεύει κάθε τόσο τον «αναθεματισμένο τον όλμο».

Έριξε λίγο λάδι μέσα στο φλιτζάνι και μ´ ένα κουταλάκι άρχισε να το δουλεύει. Κάθε τόσο έριχνε και λίγες σταγόνες λάδι ώσπου έφτιαξε μια ασπρουλιάρικη αλοιφή. Γρήγορα έγινε η αλοιφή κι ακόμη πιο γρήγορα αποδείχτηκε θαυματουργή. Σε λίγες μέρες μαθεύτηκε στη γειτονιά, σε γνωστούς και φίλους, που έφερναν το σακουλάκι με τον τσίγκο και την άλλη μέρα έπαιρναν την αλοιφή. «Τα χίλια καλά να δεις Σοφία μου, να χαίρεσαι τον άντρα σου και τα παιδιά σου, μας έσωσες»

Ποτέ δεν είπε πώς έφτιαχνε την αλοιφή, ούτε τι έβαζε μέσα. Και ποτέ δεν πήρε λεφτά. «Τη φτιάχνω για την ψυχή τού πατέρα μου, που πατέρα δε γνώρισα. Μωρό ήμουν όταν μας άφησε ορφανά.» και κάθε τόσο μ´ αγριοκοίταζε μη μου ξεφύγει καμιά κουβέντα. Και μετά από λίγο καιρό ρώτησε στο φαρμακείο πίσω από τον Άγιο Κωνσταντίνο από πού έπαιρναν τα βαζάκια που έβαζαν την κρέμα προσώπου. Σε ροζ βαζάκια την κρέμα «της νυχτός» και σε άσπρα βαζάκια την κρέμα «της ημερός». Και την άλλη μέρα με άρπαξε από το χέρι και βρεθήκαμε στην οδό Σωκράτους στην Αθήνα. Από τότε η αλοιφή έμπαινε και σε βαζάκι.

Η μάνα μου ήταν πάντα σε εμπόλεμη κατάσταση με τη μεγάλη αδελφή του πατέρα μου. Όταν άρχιζε να εξιστορεί τι της είχε κάνει ο κατάλογος ήταν μακρύς, αλλά άρχιζε από τότε που ήταν ετοιμόγεννη στον αδελφό μου μέσα στην κατοχή. Και καθώς ερχόταν η μαμή στο σπίτι συνάντησε στο δρόμο τη θεια μου και της είπε «η νύφη σου γεννάει» κι εκείνη απάντησε «άμα κάνει ο κόκορας αυγό θα κάνει κι η νύφη μου παιδί». «Κι ούτε στη βάφτιση ήρθε η φωτιοκαμένη που ο Τάσος μου ήταν το πρώτο εγγόνι μέσα στο σόι κι έπαιρνε το όνομα του πατέρα της, φωτιά να την κάψει».

Φαίνεται πως ο θείος ο Γιάννης είχε κι εκείνος αιμορροΐδες και μια μέρα ήρθε στο σπίτι η θεία Μαρία με ένα σακουλάκι τσίγκο. «Φτιάξε μου, μαρή, να βάλω του Γιάννη, μπάς και του κάνει τίποτε». «Να σου φτιάξω, Μαρία μου, να σου φτιάξω. Έλα σε δυο μέρες να την πάρεις». «Γιατί, μαρή, να ´ρθω σε δυο μέρες, σήμερα να μου τη φτιάξεις, γιατί υποφέρει». «Σήμερα θα την αρχίσω, αλλά μεθαύριο θα είναι έτοιμη. Θέλει δυο μέρες, για να γίνει». Και ήρθε σε δυο μέρες και την πήρε και μεγάλο καλό είδε ο Γιάννης της. Και κάθε τόσο ερχόταν για καινούργια αλοιφή. «Γιατί, μαρή, δε μου φτιάχνεις περισσότερη, να μην έρχομαι ολοένα;» «Γιατί πρέπει να είναι φρέσκια η αλοιφή, χαλάει γρήγορα και θα τη βάζει και δεν θα του κάνει τίποτε». Και μονολογούσε πίσω της «ήταν να μην πέσεις στην ανάγκη μου. Τώρα που έπεσες θα σε συγυρίσω καλά». Μου έριχνε που και που και καμιά άγρια ματιά, γιατί μέσα στο σπίτι μόνο εκείνη κι εγώ ξέραμε τη συνταγή της αλοιφής.

«Γιατί, μαρή, δε μου λες τη συνταγή να τη φτιάχνω μόνη μου, να μην πηγαινοέρχομαι;» «Αχ Μαρία μου, δεν μπορώ. Αυτή πάει από μάνα σε κόρη. Και εμένα τελευταία μου την έμαθε η μάνα μου, γιατί από τις αδελφές μου μόνο εγώ έχω κόρη. Και με όρκισε να μην πω πουθενά το μυστικό, όπως κι εκείνη την όρκισε η μάνα της. “Ορκίσου μου είπε στα τρία σου παιδιά πως ούτε το μυστικό θα πεις, ούτε λεφτά θα κερδίσεις”. Κι εγώ το κάνω για το συχώριο του πατέρα μου και του πεθερού μου, που το όνομά του πήρε ο Τάσος μου».

Η Τασία και το οικοπεδάκι

 

 Κουράστηκα να ακούω και να διαβάζω όλους αυτούς που κατηγορούσαν τα αυθαίρετα το καλοκαίρι με τις φωτιές στην Ανατολική Αττική και τελευταία με τις πλημμύρες. Πάντα οι φτωχοί και οι πλέον αδύναμοι φταίνε για όλα τα δεινά της κοινωνίας. Το ότι τα αυθαίρετα είναι εκατοντάδες χιλιάδες και στεγάζουν εκατοντάδες χιλιάδες οικογένειες δεν αναγνωρίζεται ως κοινωνικό πρόβλημα για το οποίο έχει την ευθύνη το κράτος. Από τις δεκαετίες του 50 και του 60 οι οικοπεδικοί συνεταιρισμοί, με άδεια κατάτμησης από το Υπουργείο Γεωργίας και άδεια ρυμοτομίας πουλούσαν οικόπεδα με δόσεις. Κάποιοι πρόλαβαν κι έβγαλαν άδεια κι έχτισαν νόμιμα. Μετά τα περισσότερα κηρύχθηκαν δασικά κι απαγορεύτηκε η δόμηση. Κάποιοι δέχθηκαν τη μοίρα τους κι έχασαν την περιουσία τους, κάποιοι αγανάκτησαν με την αυθαιρεσία του κράτους που είχε εισπράξει τους φόρους μεταβίβασης και αποφάσισαν να χτίσουν αυθαίρετα, πληρώνοντας διπλάσια και τριπλάσια τους εργολάβους που τα είχαν «καλά» με την αστυνομία. Αυτοί είναι οι φτωχοί και ανίσχυροι. Οι πλούσιοι και ισχυροί φροντίζουν με τον τρόπο τους να εντάσσεται ο συνεταιρισμός τους στο σχέδιο πόλεως, όπως έγινε με τους γιατρούς στην Ιπποκράτειο πολιτεία και τους δικαστές στο Σχινιά. Άλλοι πάλι με άδεια για μουσείο έχτισαν τεράστια έπαυλη με πισίνα και γήπεδο του τέννις και αυτοί είναι κατεξοχήν αγανακτούν με τα αυθαίρετα. Όπως έλεγε και η μάνα μου «των άλλων είναι καρύδια και κατρακυλούν κι ακούγονται και τα δικά τους είναι σύκα και δεν ακούγονται». Σε όλους αυτούς αφιερώνω το παρακάτω κείμενο, για να χαρούν που η Αττική γλίτωσε από ένα αυθαίρετο».

Όταν απολύσανε τον Νίκο από τα διυλιστήρια, η μάνα μου δεν το έβαλε κάτω. «Θα πάω να μιλήσω στο Βρεττό, το βουλευτή» είπε. «Ωχ, καημένη, όρεξη που την έχεις» είπε ο πατέρας μου κοφτά, αλλά εκείνη με άρπαξε από το χέρι το άλλο πρωί και πήγαμε στην Αθήνα, στο ιατρείο του Βρεττού.

«Κυρ Σπύρο, ένα άκακο αρνί είναι, δεν ανακατεύεται με τα πολιτικά και πάντα Καραμανλή ψηφίζει, ξέρω καλά τι σού λέω». Ο Βρεττός έκανε κάτι τηλεφωνήματα και μετά «σε λίγο θα μας πάρουν  να μας πούνε» είπε. Πράγματι,  χτύπησε το τηλέφωνο και μετά από κάτι μισοκουβέντες το έκλεισε και γύρισε προς τη μάνα μου: «Σοφία μου, ούτε πολιτικά, ούτε τίποτε. Φαίνεται πως αυτός είχε μια γκόμενα, που την παράτησε και μετά αυτή πήγαινε κάθε μέρα στα ναυπηγεία κι έστηνε καυγάδες και ξεσήκωνε τους εργάτες. Με τα πολλά τον απολύσανε να βρούνε την ησυχία τους».

Όταν μπήκαμε στο τρένο να γυρίσουμε στον Πειραιά η μάνα μου, με ύφος που δε σήκωνε δεύτερη κουβέντα, μού είπε: «Κοίταξε, κακομοίρη μου, το καλό που σου θέλω. Λέξη δε θα βγει από το στόμα σου». Το βράδυ που ήρθε ο πατέρας μου από τη δουλειά, αφού πρώτα με κοίταξε καλά στα μάτια, του είπε: «Δε γίνεται τίποτε, εσύ τον πήρες στο λαιμό σου που τον έμπλεξες με τα πολιτικά. Να δούμε τώρα ποιος θα τους δώσει να φάνε, η ΕΔΑ κι ο Ηλιού;»

Ο Νίκος και η Τασία είχαν οχτώ παιδιά. Ή, όπως έλεγε η μάνα μου, «είχαν αραδιάσει οχτώ παιδιά, αλλά πού μυαλό;» Τα μικρότερα στην ηλικία μου και πιο μικρά. Τα μεγαλύτερα δούλευαν και το κορίτσι που μόλις είχε τελειώσει το δημοτικό φρόντιζε το σπίτι και τα μικρότερα.  Η Τασία ξενόπλενε. Κάθε πρωί πήγαινε σε άλλο σπίτι κι έβαζε μπουγάδα στο χέρι. Άπλωνε τα ρούχα και μετά έφευγε. Μερικές κυρίες τη φώναζαν και απογεύματα για σιδέρωμα. Πολλές φορές πήγαινε για σιδέρωμα κι έβρισκε τα ρούχα ακόμη απλωμένα στο σχοινί. «Αυτές παιδάκι μου δεν είναι εισθέση ούτε να κάνουν έτσι και να μαζέψουν τα ρούχα απ´ το σχοινί». Κι όπως έκανε την παραστατική χειρονομία έβλεπες τα δάχτυλά της τυλιγμένα με τσιρότα, γεμάτα πληγές από τα ζεματιστά νερά και το τρινάλ.

Από τις πληροφορίες που μας παρείχε πλουσιοπάροχα η Τασία μαθαίναμε τα νέα από τα σπίτια που δούλευε, που ολοκληρώνονταν κάθε φορά από τη διαπίστωση ότι τα πιο βρώμικα σώβρακα ήταν του γιατρού του Ιωάννου, που άλλαζε κάθε Σάββατο και η Τασία έπλενε το σώβρακό του κάθε Δευτέρα. Από τότε που το έμαθα, κάθε φορά που αρρώσταινα κι ερχόταν ο γιατρός ο Ιωάννου να με δει, εγώ σκεφτόμουν πως φορούσε βρώμικο σώβρακο και δεν ήθελα να με πιάνει.

Είχα τελειώσει πια το σχολείο, όταν ήρθε η Τασία στο νοσοκομείο να δει τον πατέρα μου, που ήταν στα τελευταία του. Κάποια στιγμή ήρθαν οι γιατροί να τον δουν και βγήκαμε στο διάδρομο. Ήταν πολύ συγκινημένη και η μια κουβέντα έφερνε την άλλη. «Θα το πω μόνο σε σένα, κανείς δεν το ξέρει κι ούτε εσύ να το πεις πουθενά». Τότε μου είπε για το οικοπεδάκι. Ο ξάδελφος της ο Στάθης, γιος της θειας της της Αννίκας, που ζούσε στο Ικόνιο, της είπε ότι αγόρασε ένα οικοπεδάκι στο Πέραμα. Από το Συνεταιρισμό, με δόσεις, λίγα λίγα, κι αν ήθελε να της αγόραζε κι εκείνης. Το ήθελε πολύ η Τασία το οικοπεδάκι, αλλά ο άντρας της δεν θα συμφωνούσε. Τον Στάθη άσωτο τον ανέβαζε, άσωτο τον κατέβαζε, ένα ρεμάλι και μισό. Ώσπου πήρε την απόφαση η Τασία, το ήθελε το οικοπεδάκι στο Πέραμα, αλλά δεν είπε τίποτε σε κανένα. Θα το ξεχρέωνε και μετά θα το παρουσίαζε. Σε δέκα χρόνια, εκατόν είκοσι δόσεις. Κάθε βδομάδα έβαζε στην μπάντα λεφτά και κάθε μήνα πέρναγε από τα ναυπηγεία στο Πέραμα, που δούλευε ο Στάθης, του έδινε τα λεφτά κι εκείνος πήγαινε και τα ακουμπούσε στο Συνεταιρισμό. Να μην τα πολυλογώ, πέρασαν τα δέκα χρόνια κι η Τασία είπε στο Στάθη να της φέρει τα χαρτιά για το οικόπεδο και να πάνε να το δούνε.

Και σήμερα και αύριο, όλο δουλειές είχε ο Στάθης. Και η Τασία αποφάσισε να πάει μόνη της στο Συνεταιρισμό. Λέει το όνομά της, δεν έχουν τέτοιο όνομα της λένε, λέει του άντρα της μήπως το δηλώσανε στο όνομα του Νίκου, ούτε. Λέει το όνομα του Στάθη, ούτε τέτοιο όνομα είχαν.  Της ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Δέκα χρόνια, τόσα λεφτά χαμένα. «Παναγία μου, είπε, εγώ να πάω το χαμπέρι του. Δεν πέρασαν πολλές μέρες κι όπως ερχόμουν απ´ τη δουλειά είδα κόσμο μαζεμένο στα ναυπηγεία. Πάω κοντά να μάθω τί γίνεται, τρεις νοματαίοι σκοτωμένοι. Κόλλαγαν ένα καζάνι κι έγινε έκρηξη. Μέσα σε αυτούς κι ο Στάθης. Έφυγα αλαφιασμένη. Ούτε σε τραμ μπήκα ούτε πουθενά. Με τα πόδια έφτασα στο Ικόνιο κι όπως ήταν το σπίτι της θειας μου στην ανηφόρα, από μακριά της φώναζα “θεία ο Στάθης σκοτώθηκε”. Κι όπως την είδα να σπαράζει στο κλάμα και να μαδιέται τη λυπήθηκα. Εγώ δεν ήθελα να σκοτωθεί ο Στάθης. Μόνο το χαμπέρι του ήθελα να πάω».