Από τις αδελφές Τσαγκαράκη έως την Ηριάννα

Ο πρώτος αντιτρομοκρατικός νόμος μετά την μεταπολίτευση είναι ο 774/1978, ο οποίος προέβλεπε ακόμη και θανατική ποινή. Τα αθώα θύματα αυτού του νόμου και των άλλων που ακολούθησαν είναι πολύ περισσότερα από τα θύματα της τρομοκρατίας. Θύτες ήταν η αστυνομία, η δικαιοσύνη και οι νομοθέτες των τρομονόμων, ενώ τα θύματα προέρχονται από τον αντιεξουσιαστικό χώρο ή θεωρήθηκε ότι ανήκουν σε αυτόν.

Οι πρώτοι δεκατρείς που συνελήφθησαν το 1980 αθωώθηκαν μετά από πολύμηνη προφυλάκιση. Η μέθοδος όμως να προφυλακίζονται αθώοι και να αθωώνονται στη συνέχεια από έλλειψη στοιχείων θεωρήθηκε προφανώς πολύ επιτυχής και δεν έχει εγκαταλειφθεί. Είναι χαρακτηριστικό όμως ότι τον Μάρτιο του 1980 συνελήφθησαν στη Χαλκίδα με τον αντιτρομοκρατικό νόμο τρεις ανήλικοι μαθητές, επειδή έκαψαν τα απουσιολόγια του σχολείου. Οι περιπτώσεις είναι αμέτρητες, αλλά θα σταθώ σε μία εκείνης της εποχής. Στη σύλληψη, το 1981, των αδελφών Αικατερίνης και Ευαγγελίας (Λίτσας) Τσαγκαράκη 23 και 20 ετών αντίστοιχα και του Βαγγέλη Λάμπρου, ο οποίος το 1979 σε ηλικία 23 ετών είχε φυλακιστεί για εκούσια απαγωγή της ανήλικης τότε Λίτσας Τσαγκαράκη. Τον Δεκέμβριο του 1980 κάηκαν τα πολυκαταστήματα Μινιόν και Κατράντζος και τον Ιούνιο του 1981 τα πολυκαταστήματα Κλαουδάτος και Ατενέ. Μετά από λίγες ημέρες συνελήφθη ως ύποπτος για τους εμπρησμούς ο Βαγγέλης Λάμπρου, ο οποίος ανήκε στον αντιεξουσιαστικό χώρο και αμέσως μετά η αστυνομία έκανε έφοδο στο σπίτι των αδελφών Τσαγκαράκη, λόγω της προηγούμενης σχέσης της Λίτσας Τσαγκαράκη με τον Βαγγέλη Λάμπρου, παρόλο που αυτός εκείνη την εποχή συζούσε με άλλη γυναίκα.

Θυμάμαι δισέλιδο ρεπορτάζ σε εφημερίδα, όπου οι αδελφές Τσαγκαράκη εμφανίζονταν αναμφισβήτητα ως ένοχες για τους εμπρησμούς. Τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν τότε θεωρήθηκαν αδιάσειστα. Οι δύο αδελφές έκαναν συχνά ταξίδια στο εξωτερικό, στο σπίτι τους βρέθηκαν πολλά μπουκάλια με χημικά καθώς και τεύχη της εξτρεμιστικής οργάνωσης Αντί. Πρόκειται βέβαια για το ευρείας κυκλοφορίας περιοδικό Αντί, του οποίου τα γραφεία ήταν στο Κολωνάκι.

Λίγες μέρες αργότερα αποδείχθηκε ότι τα ταξίδια στο εξωτερικό αφορούσαν επισκέψεις σε οφθαλμιατρικό κέντρο, λόγω των προβλημάτων όρασης της μιας από τις δύο αδελφές και τα μπουκάλια με τα χημικά ήταν οφθαλμιατρικά φάρμακα. Και ο Λάμπρου και οι δύο αδελφές απηλλάγησαν από τις κατηγορίες, όμως στην αντίληψη της κοινωνίας οι αδελφές παρέμειναν ένοχες. Λίγους μήνες αργότερα ο πατέρας των αδελφών Τσαγκαράκη, που υπηρετούσε ως υπεύθυνος ασφαλείας του νομισματοκοπείου της Τράπεζας της Ελλάδας, έβαλε τέλος στη ζωή του αυτοπυρπολούμενος στο προαύλιο της εκκλησίας. Επέλεξε αυτόν τον τρόπο θανάτου, που συνήθως επιλέγουν οι απόλυτα αδύναμοι και αγανακτισμένοι άνθρωποι. Δεν πυρπόλησαν οι κόρες του τα πολυκαταστήματα, αλλά οι εκπρόσωποι του κράτους πυρπόλησαν αυτόν τον πατέρα. Ο Βαγγέλης Λάμπρου συνελήφθη επανειλημμένα, χωρίς ποτέ να αποδειχθεί ανάμειξή του σε οποιαδήποτε πράξη. Τέλος, θεωρήθηκε ύποπτος και για το “ριφιφί” στην Τράπεζα Εργασίας το 1992. Και πάλι δεν προέκυψε κάτι που να τον συνδέει με την υπόθεση, αλλά λόγω της κακής πλέον ψυχικής κατάστασής του, αυτοκτόνησε στην Αίγινα το 1994, σε ηλικία 39 ετών.

Θα ήθελα να κάνω και μια σύντομη αναφορά στον Νίκο Ρωμανό, επειδή η περίπτωσή του είναι πρόσφατη και δεν χρειάζεται μεγάλη εξιστόρηση. Καταδικάστηκε σε κάθειρξη 20 ετών, για απόπειρα ληστείας και ως αυτόνομος τρομοκράτης, μια και δεν στοιχειοθετήθηκε η ανάμειξή του σε κάποια οργάνωση, και αν και δεν είχε προβεί σε κάποια αντιτρομοκρατική πράξη. Επιπλέον ουδέποτε του χορηγήθηκε άδεια σπουδών, παρά την ειδική νομοθέτηση που έγινε τον Δεκέμβριο του 2014 για εκείνον, μετά την μεγάλης διάρκειας απεργία πείνας που είχε κάνει.

Με άλματα και σημαντικές παραλείψεις φθάνουμε στο τώρα. Στον Θεόφιλο, στον Περικλή και την Ηριάννα. Στα γνωστά σε όλους. Όμως θα κάνω μια τελευταία παρένθεση.

Τον Οκτώβριο του 2010 εκδόθηκε η απόφαση του δικαστηρίου για τους δύο ενόχους για τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Οι δύο ένοχοι όχι μόνο δολοφόνησαν εν ψυχρώ ένα αθώο αγόρι 15 ετών, αλλά από κοινού απέκρυψαν και αλλοίωσαν τα επιβαρυντικά για αυτούς στοιχεία και προσπάθησαν με κατασκευασμένα στοιχεία να αποδώσουν τη δολοφονία σε άμυνα. Και επιπλέον επιβάρυναν το ελληνικό δημόσιο με 800.000€, όση είναι η αποζημίωση του κράτους προς την οικογένεια Γρηγορόπουλου. Ο συνένοχος για τη δολοφονία ειδικός φρουρός Βασίλης Σαραλιώτης καταδικάστηκε σε δεκαετή φυλάκιση. Τον επόμενο Οκτώβριο με απόφαση του πενταμελούς εφετείου Λαμίας αποφυλακίστηκε ο Βασίλης Σαραλιώτης, λόγω των προβλημάτων υγείας του πατέρα του! Και καθυστέρησε η απόφαση ένα χρόνο, όχι για άλλο λόγο, αλλά επειδή η δικαιοσύνη είναι αργή. Φαντάζομαι ότι ο πατέρας της Ηριάννας είναι απόλυτα υγιής, αλλιώς θα είχε αποφυλακιστεί και αυτή.

Η Ποτίτσα, η κουμπάρα

-Αύριο που θα πάω στου Πανάγου για δικά μου θα σου πάρω κι εσένα μαλλί και βελονάκι και θα στα στείλω με το Γιώργο μου. Καναρινί, για να ταιριάζει, είτε γεννηθεί αγόρι, είτε κορίτσι.

Όταν έφυγε η Ποτίτσα, άρχισα τη γκρίνια.

-Δεν θέλω να πάω.

-Αφού είναι πολύ κοντά το σπίτι της. Μου είπε ότι θα σου δώσει και παγάκια.

Το επιχείρημα ήταν ισχυρό, αν και δεν άκουσα την Ποτίτσα να λέει κάτι τέτοιο.

-Εγώ δεν την άκουσα να λέει για παγάκια.

-Δεν το είπε σήμερα, άλλη φορά το είπε.

Τα παγάκια ήταν η αδυναμία μου. Στη γειτονιά υπήρχαν μόνο δύο ηλεκτρικά ψυγεία. Ήξερες ποιοι έχουν ηλεκτρικό ψυγείο, γιατί ο παγοπώλης δεν άφηνε πάγο στην πόρτα τους. Το ένα το είχε η Αθηνά, η Αραπίτσα, που την έλεγαν έτσι, γιατί ήταν πολύ μελαχρινή. Η Αραπίτσα ήταν μοδίστρα και μια φορά που με πήρε μαζί η μάνα μου για πρόβα, ζήτησα νερό. Πήγα στην κουζίνα να πιω το νερό και τότε τα είδα, ηλεκτρική κουζίνα και ψυγείο ιζόλα. Δεν ήξερα να διαβάζω, αλλά αναγνώριζα το σήμα από το άλλο ψυγείο της γειτονιάς, του Μπεμπέκου.

Ο Μπεμπέκος έμενε λοξά απέναντί μας. Ακριβώς απέναντι έμενε η Ερηνούλα, που η μάνα μου την έλεγε Χοντροκώλα και δίπλα ήταν το σπίτι του Μπεμπέκου. Όταν πήγαινα σπίτι του να παίξουμε μερικές φορές η μάνα του μάς έδινε από ένα παγάκι. Ο Μπεμπέκος ήταν πολύ φίλος μου και στενοχωριόμουν όταν τα βράδια έβγαινε η μάνα του στην πόρτα και φώναζε “Μπεμπέεεεκοοοο” και όλοι στη γειτονιά γέλαγαν.

Ο Μπεμπέκος κι εγώ ήμασταν τα μόνα αγόρια της παρέας. Δύο αγόρια και τέσσερα κορίτσια. Η Βούλα, η Νικολέττα, η Μαρία και η Μερόπη. Αλλά στο σπίτι της Μερόπης δεν με άφηνε ο πατέρας μου να πηγαίνω, γιατί ο πατέρας της Μερόπης ήταν αστυνομικός.

Όταν παίζαμε στο πεζοδρόμιο τις κουμπάρες και τους κουμπάρους εγώ σέρβιρα τα παγάκια. Το καπάκι που σκέπαζε το μετρητή του νερού ήταν όλο τετραγωνάκια. Αυτό ήταν η παγοθήκη. Έριχνα λίγο νερό από πάνω και τα τετραγωνάκια  ήταν ολόιδια με παγάκια. Τους σέρβιρα συνέχεια. Ήμουν και κουμπάρος και σερβιτόρος.

 

-Μη γυρίσεις την τσάντα ανάποδα και σου πέσει το βελονάκι. Ίσια να την κρατάς.

Ξεκίνησα με βαριά καρδιά. Αν άνοιγε την πόρτα η Ποτίτσα, δεν υπήρχε πρόβλημα. Θα της άφηνα την τσάντα χωρίς να πω τίποτε και θα έφευγα γρήγορα γρήγορα. Αν όμως άνοιγε την πόρτα η γιαγιά, η κυρα-Βασιλική, τότε τι θα έλεγα και τι θα έκανα; Δεν μπορούσα να πω “θέλω την κυρία Ποτίτσα”, γιατί εγώ αυτό το όνομα δεν μπορούσα να το πω. Γιατί το Ποτίτσα βγαίνει από το Τιποτίτσα και είναι ντροπή να σε λένε και να σε φωνάζουν Τιποτίτσα. Κι ας έλεγε η μάνα μου ψέματα ότι έβγαινε από το Παναγιώτα. Τιποτίτσα τη βάφτισαν.

Κατέβηκα την Βιτωλίων, πέρασα τις γραμμές του τραμ κι εκεί απέναντι ήταν το σπίτι. Ανέβηκα το μαρμάρινο σκαλοπάτι, σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών και χτύπησα το κουδούνι. Ηλεκτρικό κουδούνι, όπως στο σπίτι του Μπεμπέκου.

-Τι θέλεις, ποιος είσαι; ρώτησε η κυρα-Βασιλική.

Μιλιά εγώ. Της έδωσα την τσάντα με το μαλλί.

-Ο Γιώργος είσαι; Έλα μέσα.

Με πήγε στην κουζίνα. Κάθισε, μου λέει, και τότε το είδα. Δεν ήταν ιζόλα. Άλλα γράμματα.

-Τι μάρκα είναι το ψυγείο σας; ρώτησα πολύ δειλά.

-Βοσκή, γερμανικό.

Σε λίγο μπήκε και η Ποτίτσα.

– Θέλεις γλυκό βανίλια;

– Τς.

-Βύσσινο;

-Τς.

-Τίποτε δεν θέλεις;

-Θέλω ένα παγάκι.

-Παγάκι δεν κάνει, γιατί θα πονέσει ο λαιμός σου.

 

Σε λίγους μήνες γεννήθηκε η Μπούλα. Την είδαμε που φορούσε καναρινί καπελάκι, καναρινί ζιπουνάκι και καναρινιά καλτσάκια. Για τα Χριστούγεννα η μάνα μου της έπλεξε καναρινί φορεματάκι. Την Άνοιξη βαφτίσαμε τη Μπούλα στην Υπαπαντή και τη βγάλαμε Βασιλική. Νονός ήταν ο πατέρας μου. Αλλά κοίταζε αλλού. Του μίλαγε ο παπάς, ο πατέρας μου κοίταζε αλλού. Έβαλαν το παιδί στην κολυμπήθρα, ο πατέρας μου κοίταζε αλλού. Τότε ανακάλυψα πόσο καλά ο πατέρας μου κοίταζε αλλού.

 

Λίγο καιρό μετά ο πατέρας μου έφερε μια εφημερίδα. Την έδειξε στη μάνα μου και της είπε “Δες εδώ ρεζιλίκια”. Και μετά συνέχεια έλεγαν “Αυτός, αυτός, αυτός” και κάτι για λεφτά, που δε βγαίνουν από ένα μαγαζί.

 

Από τότε δεν ξανάδαμε ούτε την Ποτίτσα, ούτε τον άντρα της, ούτε τη Μπούλα, που τη βαφτίσαμε Βασιλική. Και η φωτογραφία της Μπούλας με το καναρινί φορεματάκι βγήκε από τον μπουφέ.

 

Την Ποτίτσα την ξανάδα στα δεκαεννιά μου. Στην κηδεία του πατέρα μου. Είχε μαζί της και ένα κορίτσι στην εφηβεία. “Έφερα” μου είπε τη Μπούλα, για να νεκροφιλήσει το χέρι του νονού της. Ανατρίχιασα.

Από τότε δεν ξανάδα την Ποτίτσα, ούτε κανένα άλλο από την οικογένειά της. Και κατάφερα να μην πω ποτέ το όνομα της. Αλλά προστέθηκαν πλέον τόσα πολλά ονόματα που δεν θέλω να πω. Όχι Τιποτίτσες. Τιποτένιοι και τιποτένιες.

είμαστε όλοι συνένοχοι

 

 

Η νέα δικαστική απόφαση για το Φαρμακονήσι απέδωσε την ευθύνη για το θάνατο των προσφύγων στο λιμενικό. Το βλέπαμε αυτό από τότε, αλλά η εισαγγελία του ναυτοδικείου Πειραιά είχε αρνηθεί  να διερευνήσει τις ενδεχόμενες ευθύνες του λιμενικού και είχε θέσει την υπόθεση στο αρχείο.

Παρόλα αυτά και πάλι οι νέοι ένοχοι είναι λίγοι και η ευθύνη που τους αποδόθηκε μικρή, αλλά το έγκλημα είναι μεγάλο και οι νεκροί πολλοί. Δεν είναι μόνο οι νεκροί στο Φαρμακονήσι, αλλά και οι δεκάδες χιλιάδες νεκροί που αθροίζονται όλα αυτά τα χρόνια σε θάλασσα και στεριά χωρίς να αποδίδονται ευθύνες και χωρίς να αναλαμβάνει κανείς την ευθύνη. “Τόσα κορμιά ριγμένα στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης· τόσες ψυχές δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.”

Και δεν είναι μόνο οι θάνατοι των προσφύγων, αλλά και των ντόπιων. Στην αρχή ήταν οι φοιτητές που πέθαναν από αναθυμιάσεις μαγκαλιού στη Λάρισα, επειδή δεν είχαν άλλο μέσο θέρμανσης, λόγω κρίσης,  και μετά ακολούθησαν κι άλλοι. Στην αρχή ήταν ο Χριστούλας που αυτοκτόνησε στο σύνταγμα και μετά οι αυτοκτονίες έγιναν αμέτρητες και συνεχίζονται.

Για αυτό το σύγχρονο ολοκαύτωμα προσφύγων και ντόπιων είμαστε όλοι συνένοχοι. Γιατί δεν κάναμε τίποτε, για να σταματήσουμε το κακό ή γιατί αυτά που κάναμε ήταν λίγα και δεν ανέκοψαν την αθλιότητα γύρω μας. Και είμαστε συνένοχοι, γιατί επιτρέψαμε στα μάτια μας και στα αυτιά μας να εξοικειωθούν με τον ανθρώπινο πόνο. Στην αρχή ήταν λίγοι οι ναυαγοί και αναστατωθήκαμε. Και μετά έγιναν πολλοί, πάρα πολλοί, και συνηθίσαμε και η είδηση δεν αξίζει την προσοχή μας. Στην αρχή ήταν ο Χριστούλας και πληγωθήκαμε. Και μετά ακολούθησαν πολλές αυτοκτονίες και χάσαμε τον αριθμό και πάψαμε να λογαριάζουμε τους νεκρούς της οικονομικής κρίσης. Στην αρχή οι ρατσιστικές εκδηλώσεις ήταν λίγες και αντιδράσαμε και μετά έγιναν καθημερινότητα και υποταχθήκαμε.

Και μετά δεχθήκαμε τις καταδικαστικές αποφάσεις για τον Θεοφίλου και την Ηριάννα και θα τους ξεχάσουμε κι αυτούς.

Και μετά χάσαμε τον έλεγχο της ζωής μας και παραδοθήκαμε στη φενάκη των δημοσκοπήσεων.

Αλλά για όλους αυτούς τους λόγους είμαστε όλοι συνένοχοι. Και μπορεί να έχουμε βρει ελαφρυντικά για τον γερμανικό λαό την περίοδο του ναζιστικού ολοκαυτώματος, αλλά για μας τώρα, για αυτό το νέο ολοκαύτωμα δεν θα υπάρχει κανένα ελαφρυντικό.

Η Υπερηφάνεια

 

Διάβαζα αυτές τις μέρες, στο twitter κυρίως, τα αρνητικά σχόλια για τα gay pride Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Δύο πράγματα μού έκαναν τη μεγαλύτερη εντύπωση και μόνο με αυτά θα ασχοληθώ. Το πρώτο είναι τα επιθετικά σχόλια, παράλληλα με τα εγκωμιαστικά, που έγιναν προς τη Ζωή Κωνσταντοπούλου για τη συμμετοχή της στο gay pride Αθήνας. Το να έχεις αντίθετη άποψη για τις πολιτικές επιλογές ενός πολιτικού προσώπου είναι κατανοητό. Το να έχεις αντίρρηση όμως για το ότι το πολιτικό πρόσωπο εκτελεί το καθήκον του δεν το κατανοώ. Και η συμμετοχή στο gay pride θεωρώ πως είναι υποχρέωση και καθήκον όλων των κυβερνητικών και πολιτικών προσώπων και των κρατικών λειτουργών που έχουν υπευθυνότητα και θέλουν να σηματοδοτήσουν το δρόμο προς μια κοινωνία πιο ανεκτική, λιγότερο ομοφοβική, που δεν στιγματίζει και δεν περιθωριοποιεί τη διαφορετικότητα. Και επειδή όλα αυτά καθιστούν την κοινωνία πιο δίκαιη θεωρώ πως είναι απαραίτητη και η παρουσία των προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων και γενικώς εκπροσώπων των δικαστικών αρχών.

Το δεύτερο που μου έκανε εντύπωση είναι η αμφισβήτηση του pride, της υπερηφάνειας. Πολλοί αναρωτήθηκαν γιατί είναι οι gay υπερήφανοι και γιατί παρελαύνουν; οι straight γιατί δεν παρελαύνουν που έχουν κάθε λόγο να είναι υπερήφανοι;

Ας δούμε όμως έστω και μόνο μια πλευρά της υπερηφάνειας των gay. Έχουν κάθε λόγο οι gay να είναι υπερήφανοι/ες που τόλμησαν να παραδεχθούν και να ομολογήσουν ότι είναι gay. Που άντεξαν την οικογενειακή απόρριψη, που υπέστησαν το bulling στο σχολείο, στο δρόμο, στη γειτονιά, στο στρατό, στον εργασιακό χώρο. Και να μην ξεχνάμε πως η υπερηφάνεια πάει χέρι χέρι με τη ντροπή. Τη ντροπή των γονιών, του παππού και της γιαγιάς, των συγγενών, των “φίλων”, ακόμη και του διαχειριστή της πολυκατοικίας, που κρυφοκοιτάζει, ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει.

Και είναι οι gay υπερήφανοι ως αντίβαρο για εκείνους/ες που δεν τόλμησαν να το αποκαλύψουν, αλλά έχουν μια κρυφή ζωή, γιατί το περιβάλλον τους δεν θα τους ανεχόταν. Τα πολιτικά κόμματα, ο στρατός, η αστυνομία, τα αθλητικά σωματεία, τα σχολεία είναι τα λιγότερο ανεκτικά και πλέον καταπιεστικά περιβάλλοντα. Και δεν κατακρίνω αυτούς που δεν αποκαλύφθηκαν, τα περιβάλλοντά τους κατακρίνω που δεν τους έδωσαν την ευκαιρία.

Και επειδή, από όλα αυτά τα περιβάλλοντα, μόνο το σχολικό περιβάλλον μου είναι οικείο, ξέρω πόσο δύσκολο είναι να αντιμετωπίσει κανείς την ομοφοβία. Πόσο φοβούνται οι πατεράδες μήπως ο γιος τους καταλήξει να γίνει gay και παράλληλα θεωρούν ότι η macho διαπαιδαγώγηση θα αποτρέψει το “κακό”. Πάντα θεωρούσα παιδαγωγικά επιβεβλημένο σε ένα σχολείο να διδάσκουν gay εκπαιδευτικοί, γιατί ένα μεγάλο πρόβλημα της κοινωνίας και του σχολικού περιβάλλοντος είναι η ομοφοβία. Πώς όμως θα γινόταν αυτό δεκτό από τους γονείς, όταν ακόμη και γιατρός πρώην υπουργός έχει δηλώσει ότι η ομοφυλοφιλία είναι κολλητική;

Για όλους και όλες τους/τις gay που ντρέπονται ή δεν μπορούν να αποκαλυφθούν έχουν δικαίωμα οι άλλοι να είναι υπερήφανοι και να παρελαύνουν, ως αντίβαρο στην κοινωνική καταπίεση.

Για να εκλείψει η υπερηφάνεια πρέπει προηγουμένως να εκλείψει η ντροπή. Γιατί η υπερηφάνεια και η ντροπή πάνε μαζί. Και μακάρι να φτάσουμε κάποτε να μην είναι κανείς ποτέ υπερήφανος για οτιδήποτε και να είμαστε όλοι ταπεινοί. Για το καλό της κοινωνίας.

 

Έγραψα το κείμενο αυτό, εκτός των άλλων, και ως υποχρέωση απέναντι στις/τους gay μαθήτριες και μαθητές μου, τους γονείς τους, του ομόφυλους γονείς του σχολείου και τα παιδιά τους και τις/τους gay εκπαιδευτικούς συναδέλφους μου στη Σχολή Μωραΐτη.

Ο καλός μαραγκός κι ο κακός επιστήμονας

 

Δεν με απασχολεί το ότι το κείμενο του Θεοτοκά διασκευάστηκε, για να δοθεί στις πανελλήνιες εξετάσεις των ΕΠΑΛ, αλλά με απασχολεί το ότι επιλέχθηκε ένα πατερναλιστικό και σεξιστικό κείμενο του 1956 και διασκευάστηκε,  ώστε να γίνει συντηρητικότερο και να προσλάβει έντονες ταξικές προκαταλήψεις.

Ο πατερναλισμός είναι το γενικότερο πρόβλημα της παιδείας και σε αυτό το κείμενο δεσπόζουν τα δύο φανταστικά πρόσωπα, ο πατέρας και ο μελλοντικός πατέρας, ο γιος του. Δεν θεωρώ πως ο Θεοτοκάς θα κατασκεύαζε ποτέ μια μητέρα να δίνει ανάλογες συμβουλές στην κόρη της, αλλά, αναρωτιέμαι αν ο ίδιος πατέρας έδινε συμβουλές στην υποτιθέμενη κόρη του θα την συμβούλευε να παντρευτεί σύζυγο κατά 30 χρόνια μεγαλύτερό της. Ο ίδιος ο Θεοτοκάς παντρεύτηκε σε ηλικία 61 ετών την 30 χρόνια νεότερή του Κοραλία.

Ας δούμε τώρα και τις ταξικές προκαταλήψεις. Το πρωτότυπο έλεγε: «Ένας άξιος μαραγκός που κατέχει καλά τη δουλειά του και πιστεύει σ’ αυτήν είναι πολύ πιο ολοκληρωμένος και αξιοσέβαστος άνθρωπος από έναν κουφό πρύτανη ή έναν κακό πρωθυπουργό».  Σαφής η προτίμηση προς τον υποδειγματικό μαραγκό έναντι του κουφού (ή κούφου, όπως διορθώνει ο Σαραντάκος) πρύτανη ή του κακού πρωθυπουργού. Υποθέτουμε πως, σύμφωνα με τις αξίες του κειμένου, ο συνετός πρύτανης και ο καλός πρωθυπουργός υπερέχουν έναντι του άξιου ξυλουργού.

Ας δούμε τώρα και το διασκευασμένο κείμενο που δόθηκε προς ανάπτυξη στις εξετάσεις:

«Ενας άξιος μαραγκός που κατέχει καλά τη δουλειά του και πιστεύει σ’ αυτήν είναι πολύ πιο ολοκληρωμένος και αξιοσέβαστος άνθρωπος από έναν κακό επιστήμονα». Πάντα είχα πρόβλημα με τη χρήση του επιθέτου «κακός», και πάντα αναρωτιόμουν αν το θηλυκό του γένος είναι κακιά ή κακή. Γιατί άλλο νόημα έχει η κακή δεσμοφύλακας και άλλο η κακιά δεσμοφύλακας, πόσο μάλλον που η κακή δεσμοφύλακας δεν είναι κακιά, αλλά καλή. Γενικά πρέπει να αποφεύγουμε την αφελή ταξινόμηση σε καλούς και κακούς και ένας λόγος παραπάνω να το αποφεύγουμε στην εκπαίδευση. Αλλά ζητάω πολλά. Επειδή όπως είπα δυσκολεύομαι να κατανοήσω τι σημαίνει κακός, ανέτρεξα στις απαντήσεις των φροντιστηρίων και είδα ότι κακός επιστήμονας είναι αυτός που δεν κατέχει καλά το γνωστικό του αντικείμενο.

Ενώ λοιπόν το κείμενο προτιμάει τον καλό μαραγκό από τον κακό επιστήμονα, προφανώς προτιμάει τον καλό επιστήμονα από τον καλό ξυλουργό. Αυθαίρετη επιλογή, απαράδεκτη σύγκριση και ταξικά φορτισμένη. Το παιδί του καλού μαραγκού που φοιτά στο ΕΠΑΛ θα προτιμούσε, επομένως, να ήταν ο πατέρας του καλός επιστήμονας, οπότε μπορεί να φοιτούσε σε γενικό λύκειο και θα έδινε άλλες εξετάσεις. Γιατί με κάποιο τρόπο το κείμενο του λέει: «Εσύ από το επαγγελματικό λύκειο τι πιθανότητες έχεις να γίνεις καλός επιστήμονας; Μήπως είναι προτιμότερο να γίνεις καλός μαραγκός;» Και ίσως για να συμπληρωθεί η γελοιότητα έπρεπε να μην έχουμε μόνο δύο επιλογές, αλλά και μία τρίτη, του καλού έμπορα που βγάζει πολλά λεφτά;

Το πρωτότυπο, αν κρίνω καλά, δίνει ηθική διάσταση στον κουφό πρύτανη και τον κακό πρωθυπουργό και τους καταλογίζει αλαζονεία, γιατί και το  κουφός μπορεί μεταφορικά να έχει το ίδιο νόημα με το κούφος. Αυτή την ηθική διάσταση, από ό,τι φαίνεται δεν έχει ο κακός επιστήμονας, αφού το κακός έχει σχέση με τις γνώσεις μόνο. Κι αυτό απαράδεκτο. Γίνεται λοιπόν μια έμμεση κριτική στην ανώτατη εκπαίδευση, ότι βγάζει πτυχιούχους χωρίς επιστημονική κατάρτιση; Δεν νομίζω. Μάλλον αναφέρεται περιφρονητικά σε όλους εκείνους τους άνεργους πτυχιούχους, που οδηγήθηκαν να βρουν χειρωνακτική εργασία, απομακρύνθηκαν από το γνωστικό τους αντικείμενο και δεν είναι πλέον επαρκώς ενημερωμένοι, όπως ο συμμαθητής μου, με πολύ καλές σπουδές, που έχασε τη δουλειά του σε μεγάλη ηλικία και τώρα δουλεύει βάρδια σε ταξί.

Αν ήμουν μαθητής και έδινα αυτές τις εξετάσεις  τι βαθμό νομίζετε ότι θα έπαιρνα; Εγώ πάντως νομίζω πως αυτοί που έβαλαν το θέμα θα ήταν προτιμότερο να είχαν γίνει μαραγκοί, αλλά καλοί μαραγκοί αποκλείεται να γίνονταν. Ο καλός μαραγκός εκτός από την τεχνική κατάρτιση διαθέτει φαντασία, δημιουργικότητα, υπολογιστική και σχεδιαστική ικανότητα, καλές σχέσεις με τους ανθρώπους και χαίρει σεβασμού από όλους εκείνους που τον προσφωνούν «μάστορα».