Τη Σαλαμίνα δεν την ήξερα. Μου ήταν άγνωστο αυτό το όνομα. Ήξερα όμως την Κούλουρη, αλλά δεν είχα πάει, ή μάλλον νόμιζα πως δεν είχα πάει. Είχα πάει εκδρομή και στα Παλούκια και στα Σελήνια και στην Κατσηβίγκλα, αλλά δεν ήξερα ότι όλα αυτά τα μέρη ήταν στην Κούλουρη. Κι έπρεπε να φτάσω στη Δευτέρα Δημοτικού, για να μάθω τη Σαλαμίνα στο Σχολείο. Αλλά για να μάθω ότι η Κούλουρη ήταν η Σαλαμίνα πέρασαν ακόμη δυο τρία χρόνια.
Στο σπίτι πάντα άκουγα η για την Κούλουρη. Για όλα τα πράγματα ο πατέρας μου έλεγε ότι ήταν κουλουριώτικο μάλαμα και κάθε που τρόμαζε η μάνα μου, η ψυχή της πήγαινε στην Κούλουρη. Και κάθε τόσο σήκωνε τα μάτια της στον ουρανό κι έλεγε “βλέπω την Κούλουρη φορτωμένη σύννεφα. Θα φέρει βροχή”. Αυτό ήταν και το πρώτο μου μάθημα γεωγραφίας. Όπου έβλεπα σύννεφα στον ουρανό ήξερα ότι εκεί ήταν η Κούλουρη.
Ο θείος της μάνας μου, ο μπαρμπα-Σταύρος, έμενε στην Κατσηβίγκλα. Ο μπαρμπα-Σταύρος έπλεκε νταμιτζάνες και μπουκάλια με χρωματιστά σχοινιά. Κάθε που ερχόταν σπίτι μάς έφερνε κι ένα μπουκάλι. Η μάνα μου δεν τα ήθελε αυτά τα μπουκάλια, γιατί δεν μπορούσε να τα πλύνει απέξω ούτε να δει μέσα αν ήταν καθαρά. Το πετρέλαιο για την γκαζιέρα το είχε πάντα σε μπουκάλι που μπορούσε να πλένεται και να μην λερώνονται τα χέρια της, όταν το έπιανε για να γεμίσει τη γκαζιέρα. Είχαμε όμως πλεγμένα ένα μισοκαδιάρικο του ούζου κι ένα της οκάς για το κρασί. Ο μπαρμπα-Σταύρος έπλεκε κι ένα καπελάκι σφιχτό για το φελλό του μπουκαλιού κι ένωνε φελλό και μπουκάλι με ένα κορδόνι. Με το βάλε βγάλε έσπασε κάποια στιγμή ο μισός φελλός και η μάνα μου έβαλε άλλο φελλό στο μπουκάλι. Ο παλιός έγερνε πάντα στο πλάι και μού φερνε μια θλίψη, αλλά δεν μπορούσε η μάνα μου να τον κόψει, γιατί θα ξηλωνόταν όλο το μπουκάλι. Κάποια στιγμή που ο μπαρμπα-Σταύρος γέρασε πολύ και σταμάτησε τις επισκέψεις η μάνα μου πέταξε όλα τα μπουκάλια του κι εγώ νόμιζα ότι θα λυπόμουν, αλλά τελικά δεν λυπήθηκα.
Στο σπίτι του μπαρμπα-Σταύρου στην Κατσηβίγκλα δεν πήγαμε ποτέ. Όταν όμως η ξαδέλφη της μάνας μου η Φωφώ έχτισε τις δυο κάμαρες πήγαμε να δούμε το σπίτι και το μεσημέρι κοιμηθήκαμε στην αυλή. Κι όταν μπήκαμε στο καραβάκι, ήξερα πια να διαβάζω, είδα ότι στην ταμπέλα του δεν έγραφε Κατσηβίγκλα αλλά Κακή Βίγλα. Αποφάσισα όμως να μη μιλήσω, γιατί ο πατέρας μου με είχε ήδη πει “στρίγκλικο”. Εκεί στην Κατσηβίγκλα ήταν που η θεία Φωφώ έκανε στη μάνα μου τη μεγάλη εξομολόγηση: “Η μάνα μου, Σοφία μου, μού έλεγε να πλένω το ρύζι εφτά χέρια, Γιώργο πήγαινε έξω να παίξεις, αλλά εγώ, από το τρίτο χέρι, όταν βλέπω το νερό να βγαίνει καθαρό, το φουντέρνω”.
Όταν έγινα δέκα ετών είδα στο χάρτη και την Κακή Βίγλα, και τα Σελήνια και τα Παλούκια κι ανακάλυψα ότι είχα πάει στην Κούλουρη, που στο σχολείο τη λέγαν πια Σαλαμίνα. Είδα και ότι όλες οι παραλίες που κάναμε μπάνιο, από τον Άη Γιώργη και το Ικόνιο ως το Πέραμα ήταν ακριβώς απέναντι από τη Σαλαμίνα. Πολύ ωραία περνούσαμε σε αυτές τις παραλίες. Μετά το μπάνιο βγάζαμε από τα πόδια μας τις πίσσες με πανί βουτηγμένο στο πετρέλαιο που πάντα παίρναμε μαζί μας. Στο γυρισμό το βαγόνι μύριζε πετρέλαιο. Τότε όμως νόμιζα πως όλες οι θάλασσες είχαν πίσσες, γιατί δεν ήξερα ακόμη ότι οι πίσσες πήγαιναν μαζί με την εγκατάλειψη και την ύβρη των συμφερόντων.
Το Πέραμα ήταν στο τέλος της διαδρομής που έκανε το τραμ κι εκεί νόμιζα ότι ήταν η άκρη του κόσμου. Στα προσχολικά μου χρόνια πηγαίναμε στο Πέραμα σε μια ταβέρνα που λεγόταν “η πέρδικα”. Είχανε κι ένα κλουβί κάτω από την κληματαριά με μια καρδερίνα που νόμιζα ότι ήταν πέρδικα. Το βράδυ άναβαν μια λάμπα ασετυλίνης και τηγάνιζαν μαριδάκι, αλλά εγώ νύσταζα και ήθελα να φύγουμε κι ο πατέρας μου θύμωνε, αλλά με έπαιρνε αγκαλιά και κοιμόμουν.
Στην ηλικία των δέκα η μάνα μου μού είπε για το ναυάγιο.
Αρχές Μαΐου του 44 έφυγε ο πατέρας πολύ πρωί για δουλειά στη Σαλαμίνα. Έξω από την Ψυτάλλεια το καράβι έπεσε σε νάρκη και βυθίστηκε. Ο πατέρας μου πέταξε όλα του τα ρούχα και με τα σώβρακα μόνο κολύμπησε ώρες και βγήκε απέναντι στη στεριά. Κι από κει, ξεπαγιασμένος περπάτησε ως το σπίτι, στην οδό Βιτωλίων.
Η μάνα μου άκουσε τα χτυπήματα στην πόρτα, άνοιξε και τον είδε μπροστά της με τα σώβρακα, να τρέμει από το κρύο.
“Η ψυχή μου πήγε στην Κούλουρη. Τι έπαθες, τον ρωτάω, αλλά δεν μπορούσε να μιλήσει. Σήκωσε τα μωρά από το κρεβάτι τους, ο Τάσος μου ήταν τότε είκοσι μηνών και η Ελένη μου μωρό ασαράντητο, τα κράταγε στην αγκαλιά του κι έκλαιγε. Εσείς παιδιά μου με σώσατε, έλεγε.”
Στη μάνα μου δεν πήγε κανένας αγγελιαφόρος, όπως πήγε στην Άτοσσα, να της πει “νῆσός τις …” Ούτε χρειάστηκε να της πει ο πατέρας μου: “νῆσός τις ἔστι πρόσθε Σαλαµῖνος τόπων”, γιατί η μάνα μου ήξερε πολύ καλά πως το νησί μπροστά από την Κούλουρη είναι η Ψυτάλλεια.