Η Κιλότα

Τη δεκαετία του 60 ο κόσμος άρχισε να παίρνει τα πάνω του μετά τον πόλεμο και τον εμφύλιο. Άρχισαν και οι εισαγωγές και μερικοί λεφτάδες καμάρωναν για τα αποκτήματά τους που έρχονταν από το εξωτερικό, πάντα σε ζεύγη. Το ένα το έπαιρνε ο βασιλιάς και το άλλο κάποιος από αυτούς. Δεν ξέρω αν αυτός ο μύθος προερχόταν από τους καταστηματάρχες, για να αυξήσουν τις πωλήσεις τους ή ήταν φαντασίωση των αγοραστών. Η κουμπάρα η Σταμάτω ήταν πάντως πολύ περήφανη για το ψυγείο της. Δύο είχαν έρθει στην Ελλάδα, έλεγε. Το ένα το πήρε ο βασιλιάς και το άλλο αυτή. Δεν μπορούσε να συγκριθεί με το δικό μας το ψυγείο του πάγου που ήταν ελληνικής κατασκευής και όμοιό του σίγουρα δεν υπήρχε στο παλάτι. 

Η Σταμάτω έμενε στο διώροφο απέναντι μας, πάνω από το καφενείο του Φίλιππα. Αλλά ποτέ δεν την είχαμε δει να σφουγγαρίζει το μπαλκόνι της ή τις σκάλες της. Πρέπει να έκανε αυτές τις δουλειές νύχτα, για να μη τη δει ο κόσμος και την περάσει για καμιά παρακατιανή που καταπιάνεται με δουλειές του σπιτιού. Ούτε έβγαινε για ψώνια, αλλά τηλεφωνούσε στο μπακάλικο δίπλα της και της άφηναν τα ψώνια στο σκαλοπάτι της εξώπορτας. Κι όταν έβγαινε από το σπίτι της, για να σταματήσει κανένα ταξί, ποτέ δεν κοίταζε δεξιά-αριστερά και ποτέ δεν καλημέριζε κανένα. 

Τα έφερε όμως έτσι ο διάολος που μια φορά που η μάνα μου είχε ανέβει στην Αθήνα και στο γυρισμό περίμενε το τρένο για Πειραιά στο Μοναστηράκι, να σου κι εμφανίζεται η Σταμάτω. Με κρυφό ενθουσιασμό η μάνα μου και δήθεν σοκαρισμένη της λέει «κουμπάρα μου τι είναι αυτό;» ενώ ο κόσμος τριγύρω ήταν ξεκαρδισμένος στα γέλια. Η Σταμάτω πήγαινε με το τρένο στον Πειραιά, αλλά από κει έπαιρνε ταξί, για να πάει σπίτι της, για να μην τη δει ο κόσμος να χρησιμοποιεί συγκοινωνία. Αφού τέλειωσε τις δουλειές στην Αθήνα πέρασε κι από την Αγία Ειρήνη κι αγόρασε μια γαρυφαλλιά που στηριζόταν σε ένα καλάμι. Πήρε αγκαλιά η Σταμάτω τη γλάστρα και περπατούσε προς το Μοναστηράκι, ενώ γύρω της ο κόσμος πέθαινε στα γέλια. Η Σταμάτω όμως, ως κυρία του καλού κόσμου κοίταζε μόνο μπροστά, ούτε πάνω, ούτε κάτω, ούτε δεξιά, ούτε αριστερά. Κι έτσι δεν είδε ότι από τις κρεμασμένες στο δρόμο πραμάτειες των μαγαζιών το καλάμι της γαρυφαλλιάς ψάρεψε μιά κόκκινη κιλότα με μαύρη δαντέλα, την έκανε σημαία και την ξανέμιζε. «Ας το καλό κουμπάρα μου κι εγώ έλεγα τι γελάνε όλοι αυτοί, τόσο αστείο τους φαίνεται που κρατάω τη γλάστρα!». Εκείνη τη μέρα η μάνα μου ήρθε στο σπίτι με ταξί κι εμείς αναρωτιόμασταν μήπως η κιλότα ήταν εισαγωγής, μήπως είχαν έρθει στην Ελλάδα μόνο δύο, τη μια τη φόρεσε η βασίλισσα και η άλλη κρεμάστηκε στο καλάμι της Σταμάτως.

Όταν λέγαμε στη μάνα μου να μας πει την ιστορία με την κιλότα, πάντα μας έλεγε για το πάθημα της κουμπάρας. Έπρεπε να επιμείνουμε πολύ, για να μας πει και την άλλη ιστορία.

« Λίγο καιρό αφότου ήρθε να μείνει κοντά μας στον Πειραιά ο αδελφός μου ο ήρθε κι η κόρη του η Κούλα.  Eίχαν ξενοικιαστεί τα δύο μέσα δωμάτια κι ήρθε κι εκείνη με τον άντρα της για να ‘χει και τη μάνα της κοντά, γιατί ‘χε δυο μικρά παιδιά κι ένα στην κοιλιά τρία. Kαι μια μέρα να ‘σου και μού ‘ρχεται στο σπίτι η Κούλα, γκαστρωμένη τώρα ε, με την κοιλιά στο στόμα. «Kαλέ θεία», μου λέει «έχεις να μου δώσεις μια κιλότα δανεικιά, γιατί τις δικές μου τις έπλυνα κι είναι βρεγμένες στο σχοινί. Θέλω να αλλάξω, να πάω στο γιατρό να με κοιτάξει, γιατί πονάει η μέση μου». «Tι να σε κοιτάξει, μωρή, ο γιατρός», της λέω, «αφού γεννάς». «Όχι καλέ θεία, τώρα μπήκα στον έβδομο». «Mωρή, μήπως έχεις χάσει τις μέρες σου; Γιατί δε σε βλέπω καλά, κακομοίρα μου. Έχει κατέβει χαμηλά η κοιλιά σου κι αυτός ο πόνος στη μέση είναι σημάδι γέννας». «Tι λές, καλέ θεία, δεν ξέρω εγώ; Aφού σου λέω τώρα μπήκα στον έβδομο».

Nα μη σ’ τα πολυλογώ της δίνω την κιλότα. Mια ροζ ήτανε με μπιμπιλίτσα στο μπατζάκι. Tις είχα πάρει τρεις απο του Bασιλάκη και αυτήν την είχα αφόρετη. Tο θυμάμαι σαν να ‘τανε τώρα. «Θα τη βάλεις, τώρα, μωρή;», της λέω. «Nαι, καλέ θεία, κατευθείαν θα πάω». «Άντε», της λέω «και καλή λευτεριά».

Tο μεσημέρι μάθαμε πως ίσα που πρόλαβε, μόλις μπήκε στο γιατρείο του Ρόζενμπεργκ γέννησε, αγοράκι τέσσερα κιλά, «να το δεις, Σοφία μου, ένας παίδαρος, να μη βασκαθεί, το βράδυ με το καλό θα ‘ρθει σπίτι, πόσο να την κρατήσει κι ο γιατρός στο γιατρείο του, δεν είναι και κλινική βλέπεις». Το απόγευμα πράγματι γύρισε στο σπίτι. Eίχε πάει η μάνα της να την πάρει από νωρίς και, κάποια στιγμή που βγήκα στην πόρτα, τις είδα από μακριά να ‘ρχονται με το μωρό αγκαλιά. Δρόμος τους ήταν έτσι κι αλλιώς και είπα να σταθώ στην πόρτα να τις περιμένω, γιατί αυτές ήταν ικανές να μπούνε και μέσα και ασαράντιστη λεχώνα εγώ δε βάζω σπίτι μου.

«Nα σου ζήσει μωρή», της λέω, αφού ήρθανε κοντά, να μη μας ακούει κι ο κόσμος. «Σε ευχαριστώ, θεία μου, σε ευχαριστώ. Kαι την κιλότα θα την πλύνω και θα στη στείλω καθαρή».

Δε λέω βέβαια, λεχώνα ήταν, δε θα ‘βαζε μπουγάδα αμέσως. Kαι πάνω στη βδομάδα μάθαμε ότι σκοτώθηκε ο άντρας της. Στα ναυπηγεία δούλευε, κάνανε οξυγονοκόλληση  σ’ ένα καζάνι καί έγινε έκρηξη και πάνε έξι νομάτοι. Tους πήγαν στο Tζάννειο, όλοι τους τελειωμένοι, κατέβηκε κι ο υπουργός μάλιστα.

Mετά απ’ αυτό τα μάζεψε η ανιψιά μου και πήγε στης πεθεράς της να μείνει. Πολύ μεγάλη δυστυχία. Ποιος νοιαζόταν για την κιλότα.

Σχολιάστε