Οι μαύροι

-Γιατί τους λέτε μαύρους;

-Δεν είναι απέξω τους μαύροι, παιδί μου. Το μέσα τους είναι μαύρο. Είχα ακούσει για άλλους που έλεγαν ότι «έχουν μαύρη ψυχή» και κατάλαβα πως δεν μιλούσαν πράγματι για χρώμα.

Όταν μεγάλωσα λίγο περισσότερο μού έγινε φανερό ότι οι μαύροι ήταν οι δεξιοί. Αλλά δεν έλεγαν όλους τους δεξιούς μαύρους, όπως δεν έλεγαν τον νονό μου που είχε κρεμασμένη στον τοίχο τη φωτογραφία του Καραμανλή. Για τον νονό έλεγαν μόνο ότι είναι καραμανλικός κι αυτό ήταν κάπως σαν αστείο, γιατί, όταν το έλεγαν γελούσαν κοροϊδευτικά. Κι αυτό με στενοχωρούσε τότε, γιατί ήξερα πως το να είσαι καραμανλικός ήταν πολύ κακό.

Στις 21 Απριλίου του 1967 θα άρχιζαν οι διακοπές του Πάσχα. Όταν ξύπνησα εκείνο το πρωί το ραδιόφωνο έπαιζε δυνατά εμβατήρια κι ο πατέρας μου μού είπε πως δεν θα πήγαινα σχολείο, γιατί είχε γίνει δικτατορία. Αμέσως κατάλαβα ότι οι μαύροι την έκαναν, αλλά έλπιζα ότι θα ήταν κάτι παροδικό κι αμέσως ρώτησα τον πατέρα μου πόσο θα κρατήσει, ελπίζοντας ότι θα μου έλεγε «λίγες μέρες, ως τις εκλογές τον άλλο μήνα». Δεν μου είπε όμως αυτό. Μου είπε «εγώ δεν θα προλάβω να τη δω να πέφτει. Θα έχω πεθάνει». Τότε κατάλαβα πόσο άσχημη ήταν η κατάσταση. Και, πράγματι, ο πατέρας μου πέθανε το 1971.

Κλειστήκαμε στο σπίτι εκείνη την ημέρα, αλλά το μεσημέρι  μας χτύπησε το κουδούνι η αδελφή του πατέρα μου, η θεία Τούλα που τότε ήταν εξήντα έξι ετών. Έμενε μακριά, στη Χαραυγή, λεωφορεία δεν κυκλοφορούσαν, αλλά εκείνη περπάτησε όλη αυτή την απόσταση, για να δει αν είμαστε καλά. Την είδε και η γειτόνισσα από δίπλα και είπε:   «μόνο οι παλιογυναίκες κυκλοφορούν τις απαγορευμένες ώρες».

Το επόμενο διάστημα ήμασταν μουδιασμένοι. Δεν μιλούσαμε με κανένα παρά μόνο με τους συγγενείς και η ζωή έδειχνε να συνεχίζεται, αλλά δεν ήταν ίδια. Κι ο θείος μου ο Μήτσος, ο αδελφός του πατέρα μου, που έμενε δίπλα μας και ήταν συνταξιούχος σιδηροδρομικός των ΣΕΚ, εξακολουθούσε να πηγαίνει κάθε πρωί στο καφενείο και να παίζει πρέφα κι εξήντα έξι. Και στις 12 παρά δέκα ήταν στο σπίτι. Πήγαινε πρώτα στο μπάνιο και μετά καθόταν στο στρωμένο τραπέζι. Στερέωνε την πετσέτα στο λαιμό του και έβγαζε από την τσέπη το ρολόι. Ρολόι Longines, με το σήμα των ΣΕΚ επάνω, κουρδιστό, μεγάλης ακρίβειας. Κρατούσε το ρολόι και περίμενε. Και μόλις έδειχνε δώδεκα η ώρα φώναζε: «Καλλιόπη, δώδεκα» και την ίδια στιγμή άνοιγε η πόρτα της κουζίνας και έμπαινε η θειά μου με την πιατέλα γεμάτη.

Όμως μια μέρα, τέλη Ιουνίου του 67, που είχαν κλείσει το σχολείο και είχαμε βγει με τη θεία μου στο πεζοδρόμιο να περιμένουμε το θείο, εγώ δεν κοίταζα προς τα κάτω το δρόμο, μόνο η θεία μου κοίταζε και μια στιγμή έκανε «ωχ, τι με περιμένει!»  Τι έγινε, της λέω. «Δε βλέπεις, πάνε πάνω κάτω οι ώμοι του, Φουρκισμένος έρχεται». Ήρθε χωρίς να μου πει τα συνηθισμένα γλυκόλογα κι η θειά μου μού είπε να κάτσω να φάμε μαζί, μήπως και ηρεμήσει. Και φάγαμε αμίλητοι. Και μόνο στο τέλος ξεσπάθωσε. «Ακούς εκεί;» Οι φίλοι του στο καφενείο του είπαν ότι οι συνταγματάρχες ήταν καλοί άνθρωποι και το έκαναν για το καλό μας. Κι ο θείος μου έδωσε μια κλωτσιά στο τραπέζι, πλήρωσε τα σπασμένα κι έφυγε. Και είπε στη θειά μου να ετοιμαστεί να φύγουν νωρίτερα για το χωριό. Και το Σεπτέμβρη που γύρισαν άλλαξε καφενείο και στο παλιό δεν ξαναπάτησε. 

Τους μαύρους όμως τους συναντούσαμε παντού. Και το 1973, τότε με το Πολυτεχνείο, παντού ξεφύτρωναν μαύροι που έλεγαν «οι αλήτες τι μας έκαναν! Θα έκανε εκλογές ο Μαρκεζίνης και θα είχαμε δημοκρατία σε λίγο, αλλά τα παλιόπαιδα μας γύρισαν πίσω».

Και τώρα πια οι μαύροι είναι παντού και πολλοί. Και πάντα για αλήτες μιλάνε. Αλήτες όσοι πάνε στην πορεία για το Πολυτεχνείο, αλήτης ο Αλέξανδρος, αλήτες όσοι πάνε στην πορεία για το παιδί, αλήτες όσοι περνούν από τα Εξάρχεια.

Και μας κάνουν τη ζωή μαύρη, όπως είναι το μέσα τους.

ΥΓ Το «μαύρο» υπήρχε από παλιά στη γλώσσα μας και στο δημοτικό τραγούδι με σημασίες στενόχωρες, που δεν είχαν σχέση με το χρώμα. Με εξαίρεση μόνο τα άλογα και μερικά οικόσιτα ζώα, που είχαν μαύρο τρίχωμα. Ως προς τους δεξιούς όμως ήταν ένας πολύ συνηθισμένος χαρακτηρισμός στα παιδικά μου χρόνια και μάλλον συνδέεται με το μαύρο χρώμα του φασισμού. 

1 thoughts on “Οι μαύροι

Σχολιάστε