Από τη Νάπολη ως τον Πειραιά

Αυτές τις μέρες παρακολουθώ με αγγλικούς υπότιτλους και μεγάλο θαυμασμό το My Brilliant Friend της Elena Ferrante. Κανένα άλλο βιβλίο δεν έχει αποδοθεί τόσο πιστά στην οθόνη, καμιά προδοσία, καμιά απογοήτευση, γίνεσαι κι εσύ μέρος αυτής της ναπολιτάνικης φτωχογειτονιάς στις δεκαετίες του 50 και του 60. Τις νύχτες ακούω τη Maestra Oliviero να φωνάζει Cerullo, Greco και μου θυμίζει τη δική μου δασκάλα της τρίτης δημοτικού, την κυρία Φιλία Γούλα…

Ένα πρωί, τον Μάρτη του 1960, η κυρία Φιλία δεν ήρθε στην τάξη. Ήταν στο γραφείο κλεισμένη με όλες τις δασκάλες και τον δάσκαλο της έκτης τον κύριο Θεοδωράκη, που ήταν ο διευθυντής του σχολείου. Δεν κάναμε μάθημα εκείνο το πρωί, μας πρόσεχαν τα μεγάλα παιδιά της έκτης. Στο διάλειμμα κατεβήκαμε στην αυλή, όπου ήταν και το γραφείο των δασκάλων. Κοίταξα από το παράθυρο και είδα την κυρία Φιλία όρθια. Δεν ξέρω αν με είδε κι εκείνη, αλλά αμέσως άνοιξε την πόρτα και μου είπε: «Δίνεται μια υποτροφία για το Κολλέγιο. Είναι για παιδί της τρίτης δημοτικού από τον Πειραιά. Κάθε σχολείο θα στείλει τον καλύτερό του μαθητή και θα γίνουν εξετάσεις. Εμείς θα στείλουμε εσένα και να πας να φέρεις τον πατέρα σου να υπογράψει την αίτηση».

Τρέχοντας κατέβηκα την οδό Βιτωλίων. Στη Σπάρτης έστριψα δεξιά, γιατί πιο κάτω ήταν έξω πάλι το μεγάλο αγόρι. Όχι, δεν τον φοβόμουν. Μια φορά μόνο τον φοβήθηκα. Την προηγούμενη χρονιά που είχαμε πάρει τους ελέγχους. Περπατούσα κρατώντας τον έλεγχο στο χέρι κι εκείνος μού τον άρπαξα. Φοβήθηκα τότε ότι θα μου τον έσκιζε, αλλά εκείνος μέτρησε ένα ένα τα δέκα δεκάρια και μονολόγησε. Δέκα οι δέκα εκατό, διά του δέκα, δέκα. Βγαίνεις με δέκα μου είπε, μου έδωσε πίσω τον έλεγχο και με χτύπησε φιλικά στην πλάτη. Τώρα θα ήθελε να με ρωτήσει πού τρέχω κι άλλα τέτοια, αλλά εγώ βιαζόμουν. Έστριψα στης Σπάρτης και ξανά στη Μεσολογγίου. Δεν πρόσεξα και πάτησα στο αυλάκι με τα βρωμόνερα, που κυλούσαν μόνιμα μπροστά από τις παράγκες κι ο πλαστικός άσπρος γιακάς πήρε τρεις στροφές γύρω από το λαιμό μου μέχρι να φτάσω σπίτι μας. Η μάνα μου ήταν στην ταράτσα και έπλενε ρούχα στη σκάφη. Η λαχανιασμένη μου φωνή «μαμάααααα» ανέβηκε τις σκαλες πριν από μένα και την βρήκε σκυμμένη πάνω από τη σκάφη, ιδρωμένη να στάζει ο ιδρώτας από το μέτωπό της, με το κεφάλι τυλιγμένο με άσπρο τουλπάνι, για να μην την κάψει ο ήλιος του Μάρτη. Μέχρι να φτάσω στην ταράτσα είχε ισιώσει το κορμί της, είχε παραμερίσει το τουλπάνι από το πρόσωπο και με κοίταζε σαστισμένη. Της τα είπα γρήγορα γρήγορα. Σκούπισε τα χέρια της, έβγαλε την ποδιά και το μαντήλι, άφησε την πλύση και το καζάνι με το νερό να ζεσταίνεται στη γκαζιέρα και με έπιασε από το χέρι. «Πάμε στον πατέρα σου, μου είπε». Τα είπα και σε εκείνον κι όσο μιλούσα σκυθρώπιαζε. «Δεν πάω πουθενά, είπε. Δεν υπογράφω τίποτε. Δεν θέλω ο γιος μου να μπλέξει με την αλητεία». Η μάνα μου δεν απάντησε. Με άρπαξε από το χέρι πάλι και πήγαμε δίπλα, στο θείο μου. «Πήγαινε να υπογράψεις εσύ, του είπε, γιατί ο αδελφός σου δεν πάει, τον ξέρεις τι είναι».

Όλη την υπόλοιπη ημέρα δεν κάναμε μάθημα, ούτε την επομένη. Στο γραφείο των δασκάλων ετοιμαζόταν η έκθεση που θα συνόδευε την αίτηση. Ακόμη αναρωτιέμαι τι έγραφαν τόσες ώρες.

Μετά από λίγες ημέρες ήρθε η ειδοποίηση να παρουσιαστώ την Τρίτη σε ένα σχολείο στην Καλλίπολη του Πειραιά για εξετάσεις. Τριανταένα κουρεμένα αγόρια 9 ετών. Γράφαμε όλο το πρωινό. Το μεσημέρι φεύγοντας μας είπαν πως την άλλη μέρα θα έστελναν τηλεγράφημα στα παιδιά που είχαν γράψει καλύτερα, για να ξανάρθουν την Πέμπτη.

Μπήκαμε στο λεωφορείο, για να γυρίσουμε σπίτι και η μάνα μου, μού εξήγησε ότι δεν θα ερχόταν τηλεγράφημα, γιατί από αυτά που είδε κι άκουσε, όσο εγώ έγραφα, κατάλαβε πως τηλεγράφημα δεν θα ερχόταν. «Θα έρθει», απάντησα κοφτά.

Την άλλη μέρα ξύπνησα με ψηλό πυρετό. Η μάνα μου μού είπε. Είσαι άρρωστος. Δεν μπορείς αύριο να πας κι έτσι κι αλλιώς τηλεγράφημα δεν θα έρθει. «Θα έρθει το απόγευμα, της είπα, και θα πάω. Θα γίνω καλά.» Την άλλη μέρα, στο ίδιο σχολείο της Καλλίπολης εμφανιστήκαμε για εξετάσεις οχτώ παιδιά.

Την επόμενη εβδομάδα, Μεγάλη Τετάρτη πλέον και δεν είχαμε σχολείο, ήρθε ο μακρόστενος φάκελος. Λίγο αργότερα και η εφημερίδα. Αλλά το όνομά μου γραφόταν παντού Γεώργιος Δημητρίου Θαλάσσης, όχι Κωνσταντίνου. Κι ο θείος ο Μήτσος, που δεν είχε παιδιά, καμάρωνε. Χρειάστηκαν πιστοποιητικά και δεν ξέρω τι άλλο, για να αλλάξει το όνομα και να γίνει Κωνσταντίνου.

Ο πατέρας μου δεν πάτησε ποτέ στο Κολλέγιο, παρά μόνο στην τελετή αποφοίτησης. Την επόμενη χρονιά πέθανε και δεν είχα πλέον κανένα να μου ξεφλουδίζει μία μία τις ρόγες από το ροζακί σταφύλι, να βγάζει τα κουκούτσια και να με ταΐζει στο στόμα.

Την αλητεία δεν την γνώρισα. Μόνο γελαστά, καλοσυνάτα παιδιά. Και βαθιά δημοκράτες εκπαιδευτικούς. Ύστερα πήραμε ο καθένας το δρόμο του. Κι ο Αντώνης Σαμαράς κι ο Νίκος Μπίστης κι ο Αρίστος Δοξιάδης. Κι ο αγαπημένος φίλος μου ο Ανδρέας, που έγινε σπουδαίος γιατρός στην Αμερική και κάποτε γύρισε πίσω. Μου έκανε αίτημα φιλίας και χάρηκα τόσο πολύ. Και μετά μου έγραψε πως το κείμενο που δημοσίευσα για τις επιθέσεις της ΕΟΚΑ Β στους Τουρκοκύπριους ήταν απαράδεκτο. Κι αν ξανακάνω ανάλογο λάθος θα με διαγράψει. Του είπα να με διαγράψει αμέσως, πως θα ξαναδημοσιεύσω και πως προτιμούσα να τον θυμάμαι όπως ήταν τότε κι όχι όπως εξελίχθηκε. «Συ είπας» απάντησε και με διέγραψε.

Τελευταία ήρθε ένα ενημερωτικό τεύχος του Κολλεγίου. Μια από τις ειδήσεις ήταν ότι σχεδόν το μισό υπουργικό συμβούλιο ήταν απόφοιτοι του Κολλεγίου. Από τον Μητσοτάκη, τον Δένδια και τον Βορίδη ως την Κεραμέως και τη Δόμνα Μιχαηλίδου. Μου έφερε μια θλίψη αυτό. Αλλά το ότι κι αυτοί κι εγώ (και τόσοι άλλοι) τελειώσαμε το ίδιο σχολείο δεν λέει τίποτε για αυτούς, όπως δεν λέει και για μένα. Αλί που το χει η κούτρα του να κατεβάζει ψείρες.

Σχολιάστε